Ἕνα ἀχνό χαμόγελο ζωγραφίστηκε στά χείλη τοῦ Γιώργη, ὅταν τό μάτι του ἔπεσε στήν παλιά εἰκόνα. Τήν πῆρε στά χέρια του μ’ εὐλάβεια καί τήν ἀσπάστηκε. Ξέθωρη καί φαγωμένη ἀπ’ τήν ὑγρασία. Εἰκοσιπέντε χρόνια ἔμεινε κρυμμένη πίσω ἀπ’ τή φωτογραφία τοῦ παπποῦ καί τῆς γιαγιᾶς• ἐκεῖ πού τήν ἔχωσε ἡ μάνα του γιά νά τή σώσει, ὅταν οἱ Ἀλβανοί διατάξανε ὅλες οἱ εἰκόνες νά συγκεντρωθοῦν στήν πλατεία τοῦ χωριοῦ κι ὕστερα τίς κάψανε. Ἔγινε δεκαεφτά χρονῶν γιά νά τοῦ φανερώσει ἡ μάνα τό μυστικό. Φοβόταν ἡ δόλια, ὅσο ἦταν μικρά, μήν τά ξεγελάσει ὁ δάσκαλος στό σχολεῖο καί μαρτυρήσουν πώς στό σπίτι ὑπάρχει εἰκόνα. Σάν νά ’ταν σήμερα πού ἔκλεισε τά πορτοπαράθυρα καί τράβηξε τήν παλιά φωτογραφία. Τότε τοῦ ἔδειξε πῶς κάνουν τόν σταυρό τους οἱ Ἕλληνες, πῶς τόν ἔκανε ὁ πάππος του, ὁ παπα-Φώτης.
Τοῦ γλύκαινε τήν ψυχή αὐτό τό μυστικό, τά χρόνια πού σπούδαζε δάσκαλος. Ἀλλά κι ἀργότερα, ὅταν τό γραφεῖο ἐργασίας ἀντί νά τόν στείλει σέ σχολεῖο, τόν ἔστειλε στό νταμάρι, μέ μεροκάματο 120 λέκ, ὅσο δύο ψωμιά. Δέν παραπονέθηκε ὁ Γιώργης. Πῶς θά μποροῦσε ἄλλωστε; Ἔμεινε νά σπάει πέτρες μέ τά χέρια, μέ σκαρπέλο καί σφυρί.
Εἶχε δέν εἶχε συμπληρώσει δύο βδομάδες στό νταμάρι, ὅταν φάνηκε ὁ πληρεξούσιος τῆς περιοχῆς κι ἄρχισε τό καλόπιασμα.
- Γιώργη, τί κάνεις ἐσύ ἐδῶ; Ἐσύ σπούδασες δάσκαλος, δέν σ’ ἀρέσει τό σχολεῖο;
- Σπούδασα δάσκαλος γιατί ἀγαπῶ τό σχολεῖο, ἀπάντησε ὁ Γιώργης, χωρίς νά σηκώσει τό κεφάλι.
- Μά πῶς ἔγινε αὐτό; ἀναρωτήθηκε σά νά μήν ἤξερε. Καλά, ἄσε νά τό κοιτάξω, θά κανονίσω ἐγώ νά πᾶς σέ σχολεῖο, κι ἄς μήν εἶσαι στό κόμμα. Εἶδες πῶς φροντίζω γιά σένα. Ἔ, φρόντισε καί σύ, ἐκεῖ πού θά σέ στείλουμε, νά μοῦ λές τί γίνεται, ξέρεις ἐσύ. Μήν ἀπαντήσεις ἀμέσως, σκέψου το. Ἐγώ θά ξανάρθω.
Ἔφυγε καί τόν ἄφησε νά σπάει πέτρες στό λιοπύρι καί στή βροχή γιά ἄλλους τρεῖς μῆνες, μέχρι νά ξανάρθει σά φουσκωμένος διάνος νά πάρει τήν ἀπάντηση πού περίμενε, σίγουρος γιά τό ἀποτέλεσμα. Ἀλλά ὄχι, ὁ Γιώργης σπιοῦνος δέν γίνεται. Καλύτερα νά σπάει πέτρες.
- Ἐγώ εἶμαι δάσκαλος, καί ὄνειρο ἔχω νά μπῶ σέ τάξη, ἀλλά μ’ αὐτά μή μ’ ἀνακατεύεις, ἦταν ἡ ἀπάντηση τοῦ Γιώργη.
Κι ἐκεῖνος ἔφυγε βγάζοντας ἀφρούς. Σάν τούς ἀφρούς τῆς θάλασσας, κάτω, στούς Ἁγίους Σαράντα.
«Σαράντι» τό λένε οἱ ἀντίχριστοι. Τότε σφιγγόταν ἡ καρδιά τοῦ Γιώργη, ὅταν, τά βραδάκια τοῦ καλοκαιριοῦ, πού κάπου-κάπου κατέβαινε στήν πόλη, ἀγνάντευε ἀπέναντι τά φῶτα τῆς Κέρκυρας. Ἑλλάδα! Ὦ Θεέ μου, τόσο κοντά! Ἄν ἁπλώσεις τό χέρι σου, νομίζεις πώς θά χαϊδέψεις τήν κορφή τῆς Κασσιόπης. Ἀλλά καί τόσο μακριά! Μία θάλασσα ἀπό δυνατούς προβολεῖς νά τούς χωρίζει, αὐτούς πού ἀκοίμητα φωτίζουν τή στενή λωρίδα θάλασσας. Πόσες φορές σκέφτηκε νά πηδήξει στή θάλασσα ὁ Γιώργης! Ἀλλά ὅποιος τό τόλμησε, τό πλήρωσε ἀκριβά. Σ’ ἐντόπιζαν μέ τά φῶτα καί σέ σκότωναν, ἄς ἤσουν ἄοπλος. Ὅπως ἐκεῖνο τό παλληκάρι τότε, πού γιά μέρες σέρνανε τό πτῶμα του ἀπό χωριό σέ χωριό.
Ἐννέα χρόνια τόν ξέχασε τό κόμμα στό νταμάρι νά σπάει πέτρες κι ὕστερα τόν στείλανε στήν ὁδοποιΐα. Σάν δάσκαλος δέν δούλεψε ποτέ. Ὁ Γιώργης ὑπέμενε, σάν τούτη τήν εἰκόνα πού ὑπέμενε πίσω ἀπ’ τήν παλιά φωτογραφία νά ξαναδεῖ τό φῶς. Γιατί τό φῶς δέν μένει γιά πολύ κρυμμένο. Ξεγλιστρᾶ ἀπ’ τίς χαραμάδες. Ἔρχεται ἡ ὥρα πού κάνει τήν ἐπανάστασή του. Ὅπως τήν ἔκανε ἐκεῖνο τόν Δεκέμβρη τό χωριό του, τό Ἀλίκο, πού ξεσηκώθηκε σύσσωμο κατά τοῦ καθεστῶτος καί στή συνέχεια ὅλοι μαζί φύγανε γιά τήν Ἑλλάδα. Ἦρθε ἡ ὥρα τά κρυφά καντηλάκια ἔξω ἀπ’ τήν ἔρημη Ἅγια Βαρβάρα ν’ ἀνάψουν φανερά. Ἦρθε ἡ ὥρα νά στη- θοῦν πάλι οἱ σταυροί στό κοιμητήρι. Ἦρθε ἡ ὥρα νά ξαναλειτουργήσει ἡ ἔρημη ἐκκλησιά τους. Κι αὐτό θά ἦταν δική του δουλειά ἀπό αὔριο. Γι’ αὐτό γύρισε στό χωριό καί δέν ἔμεινε στήν Ἑλλάδα.
- Ὤ! Γιώργη! διέκοψε τίς σκέψεις του ἡ φωνή τοῦ Θύμιου.
«Γιά τελευταία φορά “Γιώργης”», μονολόγησε, καθώς τοποθετοῦσε εὐλαβικά στόν τοῖχο τήν παλιά καρτερική εἰκόνα. Γιά τελευταία φορά. Ἀπό αὔριο «παπα-Γιώργης».
Μαρτινιανή
Ὑποσημείωση: Πρόκειται γιά τόν ἱερέα τοῦ Ἀλίκου, τόν πρῶτο ἱερέα πού χειροτονήθηκε μετά τήν πτώση τοῦ Ἀλία. Ἡ εἰς διάκονον χειροτονία τοῦ «Γιώργη» ἔγινε στή Μονή Πεντέλης ἀπό τόν π. Ἀναστάσιο Γιαννουλάτο, πρίν ἀκόμη ὁριστεῖ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλβανίας. Ἡ εἰς πρεσβύτερον χειροτονία του ἔγινε στόν ναό τοῦ χωριοῦ του, τήν Ἁγία Βαρβάρα.