Ἦταν λιγοστά παιδιά. Παραμονές Χριστουγέννων στή διπλανή αἴθουσα τοῦ ναοῦ, τά λιγοστά παιδιά τῶν κατηχητικῶν τῆς ἐνορίας. Χριστούγεννα 2019. Μιά ἁπλή, παιδική γιορτή. «Ἅγια νύχτα», «Χιόνια στό καμπαναριό», «Τρίγωνα-κάλαντα». Ἔξω ὁ καιρός κρύος, μουντός, ἀλλά μέσα σ᾽ ὅλα τά παράθυρα φωτεινά ἀστέρια χρυσόχαρτα. Ἔγερναν στή γωνιά τά κλαδιά τοῦ δέντρου ἀπ᾽ τά χάρτινα στολίδια, φτιαγμένα ἀπ᾽ τά χέρια τῶν παιδιῶν. Ἀνάμεσα στούς γονεῖς, τίς θεῖες καί τούς παπποῦδες πού πῆγαν νά τά καμαρώσουν, πηγαινοέρχονταν ντυμένα ἄγγελοι -κάποιοι μέ ξεκολλημένα φτερά-, μάγοι καί βοσκοί μέ μεγάλες στολές πού σέρνονταν κάτω· κι ὅλα ἐκεῖ μέσα καί τά παιδιά καί τά ποιήματα καί ἡ ἀτμόσφαιρα ἔλεγαν μία μόνο ἱστορία: τήν ἱστορία τοῦ πανδοχείου πού δέν εἶχε τόπο.
Ἤμουν καλεσμένη στή γιορτή ἀπό κάποιους συγγενεῖς μου κι ἤμουν ξανά στήν ἐνορία τῶν παιδικῶν μου χρόνων, καθώς ἔτυχε νά βρίσκομαι ἐκεῖνον τόν καιρό στή γενέτειρα πόλη μου.
Μά, γιατί μέσα μου ἕνας λυγμός; Γιατί θέλω νά βγῶ ἔξω στό κρύο νά κλάψω νά μή μέ δεῖ κανείς; Αὐτήν τή γιορτή ἐγώ τήν ἔχω ξαναδεῖ. Ἀκριβῶς τήν ἴδια, ἀκριβῶς ἔτσι, κι αὐτό δέν εἶναι ψυχολογικό ντεζαβού. Τήν εἶδα πρίν ἀπό μισό αἰώνα, πρίν ἀπό πενήντα περίπου χρόνια. Ἦταν ἡ ἴδια γαλήνια αἴθουσα, ἡ ἴδια ζεστασιά στήν καρδιά, ἡ ἴδια χειροπιαστή χαρά, ἡ ἴδια φωτιά στά μάτια, ἡ ἴδια θαλπωρή στήν ἀτμόσφαιρα. Ἦταν τά ἴδια λόγια: «Ἔλα, μικρέ Χριστέ, μές στήν καρδιά μου!». Τό ἴδιο θάμβος, ἡ ἴδια ἔκσταση!
Δηλαδή -γι᾽ αὐτό σπαράζω ἀπόψε, Κύριε- ἔπρεπε χρόνια ὁλόκληρα νά γυρίσουμε ὅλη τή γῆ, ἔπρεπε νά διατρέξουμε ὅλη τήν ἱστορία, τή φιλοσοφία, τήν τέχνη καί τά συστήματα, γιά νά ξαναγυρίσουμε πάλι ἐδῶ σ᾽ αὐτή τήν ταπεινή γιορτή, γιά νά Σέ ξαναβροῦμε; Ἀναζητήσαμε τόν χαμένο χρόνο καί δέν τό βρήκαμε πουθενά, λίγη ἐπάρκεια καί δέν τή βρήκαμε πουθενά· καί τά ξαναβρίσκουμε ἀπόψε πάλι ἐκεῖ πού τά εἴχαμε ζήσει παιδιά;
Λίγα ἄχυρα, λίγα στραβοκομμένα χρυσόχαρτα, κάποια μισοξεχασμένα ποιηματάκια, κάποια ἀδέξια θεατρικά πῶς μποροῦν νά φτιάξουν τέτοια Βηθλεέμ πού νά μᾶς καταδιώκει στή ζωή μας, ὅταν δέν μπορέσαμε νά τή φτιάξουμε μέ τούς πανάκριβους κρυστάλλους πού στολίζουμε τά δέντρα μας;
Τά Χριστούγεννα δέν εἶναι ἡ γιορτή τῶν παιδιῶν. Σίγουρα ὄχι. Εἶναι γιορτή τῶν μεγάλων. Ἀλλά ἐμεῖς οἱ μεγάλοι δέν μποροῦμε νά τή ζήσουμε, γιατί κάναμε τό μεγάλο λάθος νά φτιάξουμε τή ζωή μας μέ ὑλικά ἔξω ἀπό μᾶς καί ὄχι μέσα μας. Πήγαμε νά πολεμήσουμε τό κακό ἔξω ἀπό μᾶς καί ὄχι μέσα μας. Καί γι᾽ αὐτό μπορεῖ νά γυρίσαμε ὅλον τόν κόσμο, ἀλλά δέν ἀλλάξαμε τόν κόσμο, γιατί δέν ἀλλάξαμε τόν ἑαυτό μας.
Γι᾽ αὐτό «ἔλα, μικρέ Χριστέ μές στήν καρδιά μας!». Ξανά. Ἔχει τό πανδοχεῖο τόπο νά γεννηθεῖς, Κύριε, πῶς δέν ἔχει!
Ζωή Γούλα, Φιλόλογος
"Ἀπολύτρωσις", Δεκ. 2020