Κυριακή 15/11, 5:00 μ.μ. Γράφω ἔχοντας συνέχεια μπροστά μου τήν τραγική εἰκόνα πού ἀντίκρισα τό μεσημέρι στό σπίτι τῆς θείας Ἄννας: Ὁ θεῖος Ἀπόστολος, ἔξω φρενῶν, νά ὠρύεται στή θεία, ἡ ὁποία στεκόταν μπροστά του ἐντελῶς σιωπηλή καί τρέμοντας σχεδόν ἀπό τό βουβό της ἀναφιλητό. Ἡ αἰτία; Τήν προηγουμένη εἶχαν πάει σέ δεξίωση τῆς Πρυτανείας κι ἐνῶ ὁ θεῖος περίμενε ὅτι ἡ θεία θά ἐρχόταν περιποιημένη, μέ τό καινούργιο φόρεμα πού τῆς ἔκανε δῶρο πρόσφατα, αὐτή τοῦ παρουσιάστηκε ντυμένη μέ κάτι συνηθισμένο. Ἐπέστρεψαν σύντομα στό σπίτι, κι ἀπό τότε ἄρχισε ἕνας ἀπίστευτος, ἀτέλειωτος καβγάς. Καβγάς βέβαια μέ μόνο πρωταγωνιστή τόν θεῖο Ἀπόστολο.
Κάποια στιγμή ὁ θεῖος, ἀφοῦ δέν ὑπῆρχε ἡ παραμικρή ἀντίδραση ἀπό τή θεία Ἄννα, ἔφυγε ἀπό τό σαλόνι καί κλείστηκε στό γραφεῖο του τυφλός ἀπό τόν θυμό του. Πίσω του ἡ θεία ἀπέμεινε κυριολεκτικά ἐρείπιο, ἕνα τσαλαπατημένο κουρέλι. Τότε ὁ Νῖκος δέν ἄντεξε• τήν πλησίασε, γονάτισε μπροστά της καί μέ μάτια ὑγρά τῆς ψέλλισε ὅλος στοργή: «Μαμά...». Ὅμως δέν πρόλαβε νά πεῖ κάτι ἄλλο. Ἡ θεία Ἄννα, μέ μιά κίνηση μοναδικῆς ἀξιοπρέπειας, τοῦ ἔκλεισε τό στόμα μέ τό χέρι της λέγοντάς του: «Σώπα, Νῖκο, σώπα!... Ἔχει δίκιο ὁ πατέρας σου... Ἔχει δίκιο!...». Καί τοῦ χαμογέλασε ὅσο πιό γλυκά μποροῦσε μέσα στήν ἀνείπωτη πίκρα της.
Γύρισα στό σπίτι μας ὅλο νεῦρα. Δέν ἦταν μόνον ἡ ἀχαρακτήριστη συμπεριφορά τοῦ θείου Ἀπόστολου πού μ’ ἔκανε ν’ ἀγανακτήσω, ἀλλά καί ἡ παθητικότητα τῆς θείας. Ὁ πατέρας προσπάθησε νά μέ ἠρεμήσει ἀλλά ἦταν ἀδύνατο. «Εἶχε δικαίωμα νά ἀντιδράσει!», τοῦ εἶπα σχεδόν φωνάζοντας. «Πῶς ἀνέχτηκε αὐτή τήν ἀθλιότητα! Κι ὄχι μόνο τήν ἀνέχτηκε ἀλλά τόν δικαιολόγησε κιόλας!». Ὁ πατέρας μέ κοίταξε μέ συγκατάβαση κι ἀφοῦ ἐπιτέλους κάθισα, πῆρε τήν Καινή Διαθήκη ἀπό τό γραφεῖο μου καί μοῦ τήν ἔδωσε. «Διάβασε», μοῦ εἶπε• «Α΄ πρός Κορινθίους 13,7, τήν τελευταία πρόταση...». Ἄνοιξα καί διάβασα: «...πάντα ὑπομένει. Ἡ ἀγάπη... πάντα ὑπομένει». «Ἔτσι εἶναι», συνέχισε. «Ἡ ἀγάπη, Ἄλκη, ὑπομένει τά πάντα. Δέν διεκδικεῖ τό δικαίωμά της. Ἀντίθετα, ἄν χρειαστεῖ, γιά νά βοηθήσει αὐτούς πού νοιάζεται, τό θυσιάζει... Ἡ θεία σου συμπεριφέρθηκε σάν ἀληθινή χριστιανή σύζυγος καί μητέρα καί μέ συγκίνησε. Ἄν ἀντιδροῦσε ἐπιθετικά, τί θά κέρδιζε; Θά χειροτέρευε ἡ κατάσταση, ἡ σχέση της μέ τόν θεῖο σου θά κινδύνευε καί μαζί της τό σπίτι τους. Καί κάτι ἀκόμη πού δέν σκέφτεσαι: Ἡ ἀπαξιωτική ἀντίδρασή της -ἔτσι δέν θά τήν ἤθελες;- θά μείωνε στή συνείδηση τοῦ γιοῦ της κι ἄλλο τήν εἰκόνα τοῦ πατέρα του, μέ ὅ,τι σημαίνει αὐτό γιά ἕναν ἔφηβο».
Ἐγώ εἶχα ἀνάψει, δέν ἄντεχα ἄλλο. «Δηλαδή, μπαμπά, τί θές νά πεῖς; Νά εἴμαστε οἱ Χριστιανοί καρπαζοεισπράκτορες;», τοῦ ἀντιγύρισα. «Αὐτός πού ἀγαπᾶ δέν γίνεται ποτέ καρπαζοεισπράκτορας», μοῦ ἀπάντησε ἐκεῖνος μέ πεποίθηση. «Μπορεῖ νά φαίνεται ἔτσι στούς ἀνθρώπους, ἀλλά στά μάτια τοῦ Θεοῦ αὐτός εἶναι ὁ ἀληθινός νικητής. Ἡ ἀγάπη, Ἄλκη -νά τό θυμᾶσαι-, ἀκόμη κι ὅταν ὑποχωρεῖ, δέν εἶναι ἀδυναμία. Εἶναι ἡ πιό μεγάλη δύναμη. Ἡ πιό μεγάλη!...». Κι ἀμέσως κάρφωσε τό βλέμμα του σοβαρός στόν Ἐσταυρωμένο πάνω ἀπ’ τό κρεβάτι μου. «Κατάλαβες, μικρέ... δικαιωματιστή;», μοῦ χαμογέλασε.
Γύρισα κι ἐγώ γιά μιά στιγμή καί εἶδα τόν παντοδύναμο Κύριο νά πάσχει. Καί ντράπηκα... Ναί, κατάλαβα... Τώρα κατάλαβα... Πῶς θά μποροῦσα νά μήν καταλάβω; Πῶς θά μποροῦσα νά ἀναμετρηθῶ μέ τό πλήρωμα τῆς ἀγάπης; Ἀντιδρῶ βέβαια ἀκόμη μέσα μου γιά ὅσα μέ ἐξόργισαν σήμερα, ἀλλά δέν πειράζει. Θά μοῦ περάσει...
Πατέρα, τί νά πῶ; Εἶσαι μέγας! Σ’ ἀγαπάω, νά τό ξέρεις!...
Ἄλκης