Πυρωμένος ὁ Αὔγουστος τοῦ 1773 στή Λάρισα τῆς τουρκοκρατούμενης Ἑλλάδας. Κοφτερό τό σπαθί τοῦ βάρβαρου δυνάστη ἀπειλεῖ τούς ἐξουθενωμένους ραγιάδες. Ὅμως μέσα στόν βρόμικο στάβλο ἑνός μουσουλμάνου ἄρχοντα ἕνα μικρό χριστιανόπουλο κατεβάζει τόν οὐρανό στή γῆ. Τό συντροφεύει ἡ βασίλισσα τῶν οὐρανῶν, ἡ μάνα Παναγία. Γιά τή δική της ἀγάπη καί τιμή κρατάει νηστεία. Ἀνήκει σ᾽ αὐτούς πού γνωρίζουν καλά πώς ὁ ἄνθρωπος δέν ζεῖ μονάχα μέ ψωμί. Τοῦτο τό δεκαπεντάχρονο παιδί χορταίνει μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, πού διδάχθηκε καί ἀγάπησε ἀπό τούς εὐσεβεῖς γονεῖς του.
Ἀπό τήν αὐγή τῆς ζωῆς του ὁ πόνος σμίλεψε τήν ὕπαρξή του. Οἱ Ἀγαρηνοί ἔσφαξαν τόν ἱερέα πατέρα του Δημήτριο μπροστά στά μάτια του κι αὐτός, τρυφερό παιδί, μαζί μέ τήν πονεμένη μάνα του πουλήθηκαν δοῦλοι μιά καί δυό φορές. Ὑποτάχθηκε μέ εἰρηνική ἐγκαρτέρηση στό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί ἀφέθηκε στήν πρόνοιά του.
Καί τώρα ἀπομονωμένος καί πεινασμένος ὁ εὔελπις τοῦ Χριστοῦ ὑπομένει μέ θαυμαστή καρτερία τά βασανιστήρια τοῦ ἀφεντικοῦ του, πού πότε τόν κρεμάει καί τόν καπνίζει μέ ἄχυρα καί πότε τόν χτυπᾶ σαδιστικά μέ τό σπαθί. Ἀλλ᾽ ἐκεῖνος μένει ἀνυποχώρητος! Ὄχι, δέν θά χαλάσει τή νηστεία!
Μπροστά του προβάλλουν ἐνισχυτικά οἱ ἅγιες μορφές πού ἀπό μικρός θαύμαζε μελετώντας τήν ἁγία Γραφή. Αὐτές ἐπικαλεῖται κι ὅταν ἡ πρεσβυτέρα μητέρα του, πιεσμένη ἀπό τούς ἄρχοντες, προσπαθεῖ νά τόν μεταπείσει. Τῆς θυμίζει τόν πατριάρχη Ἀβραάμ, τόν Ἰωσήφ καί τόν Δανιήλ, τούς τρεῖς Παῖδες καί τούς Μακκαβαίους. Στά δικά τους χνάρια στοιχίζεται τό ἡρωικό Ἑλληνόπουλο ἀπό τή Μονεμβασιά, ἀποδεικνύοντας τό ἀγέραστο μεγαλεῖο τῆς πίστεως σέ χρόνια δίσεκτα. Σκλάβος μά ἀδούλωτος, φυλακισμένος ἀλλά ἐλεύθερος.
Ὁ τοῦρκος ἀφέντης στήν ἀρχή τόν συμπάθησε γιά τά χαρίσματά του, γιά τό φεγγοβόλο βλέμμα, γιά τή σεμνότητα καί τή σύνεσή του. Ἡ ψυχική του ὀμορφιά ἀντανακλοῦσε στό πρόσωπό του. Ἡ ἐσωτερική του ἁρμονία ξεχυνόταν στά λόγια καί στίς πράξεις του. Σέ ὅλους ἀγαπητός, γιά ὅλους χρήσιμος. Ὁ ἀγέρωχος ἀφέντης, βασισμένος στά πλούτη του, μέ δόλιες ὑποσχέσεις καί δελεάσματα πονηρά ἔλπιζε πώς εὔκολα θά τόν ἔπειθε νά γίνει μουσουλμάνος. Δέν εἶχε λογαριάσει τόν πλοῦτο τοῦ πάμπτωχου ραγιᾶ: τήν ἀτίμητη ὀρθόδοξη πίστη. Ἀκόμα κι ὅταν τόν ἔσυρε στήν αὐλή τοῦ τζαμιοῦ, ὅπου πλῆθος Τούρκων τόν πίεζαν νά ἀλλαξοπιστήσει, τό ἀτρόμητο Ἑλληνόπουλο ταπείνωσε τόν κύριό του καί ἀδείλιαστα φώναζε: «Ἐγώ Τοῦρκος δέν γίνομαι. Χριστιανός εἶμαι καί χριστιανός θέλω νά πεθάνω!». Ἡ γυναίκα τοῦ ἀφέντη του ἐπιστράτευσε μαγεῖες καί ἀνήθικες προτροπές γιά νά λερώσει τόν καθάριο χιτώνα τοῦ μικροῦ ὑπηρέτη της. Μά δέν εἶχε λογαριάσει τή δύναμη τοῦ ἀνίσχυρου δούλου: τήν ὀρθόδοξη πίστη. Σύντριμμα γίνονταν τά μαγικά της ὅπλα, ἀνίκανα νά ἐπηρεάσουν καί στό ἐλάχιστο τό ἡρωικό Χριστιανόπουλο.
Ὁ Τοῦρκος πείσμωσε. Τά βασανιστήρια κράτησαν δυό μῆνες μετά τόν Δεκαπενταύγουστο, ὥσπου ἐξαγριωμενος πιά σημάδεψε μέ μιά θανατηφόρα μαχαιριά τή νεανική καρδιά, πού τήν πύρωνε ἡ ἀγάπη στόν ζωντανό Θεό τοῦ γένους τῶν Ρωμιῶν.
Δύο ἡμέρες μετά, στίς 21 Ὀκτωβρίου 1773, ἡ στρατευομένη ἐκκλησία ἔστελνε στόν οὐρανό ἕναν γενναῖο στρατιώτη της, τόν ἅγιο νεομάρτυρα Ἰωάννη. Τηρώντας τήν πρώτη ἐντολή πού ἔδωσε ὁ Θεός στόν παράδεισο, ὁ Ἰωάννης τόν ἔκανε δικό του. Φύλαξε μέ ἀφοσίωση τά μικρά κι ὁ Κύριος γενναιόδωρα τοῦ χάρισε τά μεγάλα.
Τό μαρτυρικό του σῶμα, πεταμένο στά χωράφια ἀπό τόν Τοῦρκο γιά νά τό φᾶνε τά ζῶα, ἔμεινε φωτεινό καί ἀναλλοίωτο, ἐνῶ χριστιανοί Λαρισαῖοι ἔβλεπαν φῶς οὐράνιο νά κατέρχεται σάν ἀστέρι ἐπάνω του! «Πατρῴων θεσμῶν ἀντεχόμενος τοὺς ἐκ τῆς Ἄγαρ ἀθλήσας κατῄσχυνας, Μάρτυς ἔνδοξε».
Ἡ ἐξόδιος ἀκολουθία τοῦ Μάρτυρα, ὅπου προΐστατο ὁ μητροπολίτης Λαρίσης Μελέτιος Δ´, ὑπῆρξε ἀπό τά πιό βαρυσήμαντα γεγονότα στήν ἱστορία τῆς Λάρισας. Ἡ μητέρα τοῦ Ἁγίου, μετά τήν ἀνακομιδή τῶν λειψάνων του, ξεκίνησε μέ τά πόδια νά μεταφέρει τά λείψανα τοῦ γιοῦ της στή γῆ πού γεννήθηκε, στίς Γοῦβες Λακωνίας, ἐκπληρώνοντας τήν ἐπιθυμία τοῦ νεομάρτυρα.
«Παράδειγμα ὑπομονῆς γιά ὅλους τούς Ὀρθόδοξους Χριστιανούς», γράφει γιά τόν ἅγιο νεομάρτυρα Ἰωάννη ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ὁ ὁποῖος συμπεριέλαβε τό μαρτύριο τοῦ Ἁγίου, μόλις 20 χρόνια μετά τήν ἔνδοξη κοίμησή του, στό «Νέο Μαρτυρολόγιο».
Στεφανωμένος μέ τό αἰώνιο φῶς ὁ ἔφηβος νεομάρτυρας Ἰωάννης ὁ ἀνυποχώρητος, «τῆς καρτερίας ἀληθῶς ὁ ἀδάμαντας», βεβαιώνει πώς οἱ ἐντολές τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι βαρειές, ἀλλά γίνονται φτερά γιά τίς ἀληθινά ἐλεύθερες ψυχές. Ἁπλώνει τό ματωμένο του χέρι στά νιάτα τῆς Ἑλλάδας καί στέκει ὁλόφωτος ὁδοδείκτης γιά τούς πιό ὑπέροχους ἀγῶνες καί τά καλλίνικα στάδια, γιά τήν ἀριστεία πού τή βραβεύει ὁ οὐρανός.
Ἰχνηλάτης
Ἀπολύτρωσις, Ὀκτ. 2020