Τό πέρας τῆς ἱερᾶς τελετῆς τῆς εὐχαριστίας»
Ἀφοῦ κοινωνήσουν ὁ λειτουργός καί ὁ «περὶ αὐτὸν χορός», ὁ ἱερεύς καλεῖ τούς πιστούς νά πλησιάσουν τό Ποτήριο «μετὰ φόβου Θεοῦ καὶ πίστεως», χωρίς νά καταφρονοῦν τά προσφερόμενα «διὰ τὸ φαινόμενον», ἐξαιτίας τῆς ἐμφάνισής τους, οὔτε νά δυσπιστοῦν, διότι εἶναι ὑπέρ λόγον «τὸ πιστευόμενον», ἀλλά νά προσέλθουν ἔχοντας τήν πεποίθηση ὅτι κοινωνοῦν τῶν δώρων τά ὁποῖα εἶναι «ζωῆς αἴτια αἰωνίου». Οἱ πιστοί προσέρχονται καί ἀνταπαντοῦν διά τοῦ προφητικοῦ λόγου «εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος...», ἐκφράζοντας ἔτσι τήν πεποίθησή τους ὅτι μέσα στό Ποτήριο εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος.
«Ἐνταῦθα», σημειώνει ὁ ἅγιος μυσταγωγός, «ἅπασα καὶ ἡ τῆς θείας εὐχαριστίας τελετὴ πέρας λαμβάνει», ἐδῶ τελειώνει ἡ τελετή τῆς Εὐχαριστίας. Τά δῶρα, ὁ ἱερεύς καί ὁ πιστός λαός ἁγιάσθηκαν. Αὐτός ἄλλωστε εἶναι ὁ σκοπός τῆς τέλεσης τῆς θείας Λειτουργίας.
Στή συνέχεια ὁ ἅγιος ἑρμηνευτής κάνει ἰδιαίτερη ἀναφορά στούς κεκοιμημένους, «οὓς ἀποικίαν ἀπέστειλεν εἰς τὸν οὐρανόν» ἡ Ἐκκλησία, διότι, ὅπως ἐπισημαίνει, ἡ θυσία γίνεται «ὑπὲρ ἀμφοτέρων τῶν γενῶν», ζώντων καί κεκοιμημένων. Ἁγιάζονται καί οἱ κεκοιμημένοι διά τῆς θυσίας· «καὶ γὰρ καὶ αὐτοῖς ὁ Χριστὸς ἑαυτοῦ μεταδίδωσι τρόπον ὃν οἶδεν αὐτός». Μεταδίδει καί στούς κεκοιμημένους ὁ Κύριος τό σῶμα του καί τό αἷμα του, μέ τόν τρόπο πού Ἐκεῖνος μόνον γνωρίζει· ὅπως ἁγιάζει, «ἀφανῶς», καί ἐκείνους πού πλανῶνται «ἐν ἐρημίαις καὶ ὄρεσι καὶ ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς» (Ἑβ 11,38). Ἄλλωστε, ἀκόμη καί ὅσοι φαινομενικά κοινωνοῦν ἀπό τά χέρια τοῦ ἱερέως, σημειώνει ὁ ἅγιος μυσταγωγός, «οὐ πάντες... ἀληθῶς μεταλαμβάνουσιν», ἀλλά «ἐκεῖνοι μόνοι πάντως οἷς αὐτὸς δίδωσιν ὁ Χριστός». Καί ἐπεξηγεῖ: Ὁ ἱερεύς κοινωνᾶ ὅλους ὅσοι προσέρχονται, ὁ Χριστός ὅμως μόνον «τοῖς ἀξίοις τοῦ μετασχεῖν». Ἑπομένως, οὐσιαστικά ἕνας εἶναι αὐτός πού τελεῖ τό μυστήριο καί «ἁγιάζων ζῶντας καὶ τεθνηκότας», ὁ Χριστός.
Ὁ ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας, ὡς «σοφὸς ὑποφήτης τῶν δογμάτων τῆς πίστεως», παρουσιάζει τή θεία Λειτουργία, τήν «τελετὴν τῶν ἱερῶν μυστηρίων», ὡς μιά «διήγηση» καί «εἰκόνα» τῆς ζωῆς τοῦ Κυρίου. Ἱερουργός, «ὁ ταύτην τελῶν τὴν ἱερουργίαν», εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Ὁ λειτουργός εἶναι ὁ ὑπηρέτης του, ἐκεῖνος πού δανείζει τά χέρια καί τή γλῶσσα του γιά τήν τέλεση τῆς ἱερουργίας. Οἱ εὐχές καί οἱ δεήσεις εἶναι τοῦ ἱερέως, σημειώνει χαρακτηριστικά ὁ ἅγιος, διότι εἶναι ἔργα «δούλου»· τό «ἁγιασθῆναι τὰ δῶρα» ὅμως καί «ἁγιάσαι τοὺς πιστούς» εἶναι ἔργα «δεσπότου», τά ἐπιτελεῖ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος· «ὁ μὲν εὔχεται, ὁ δὲ τελειοῖ τὰς εὐχάς».
Ἡ θεία Λειτουργία, καί εἰδικότερα τό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, ἀποτελεῖ σημεῖο συνάντησης τῆς στρατευομένης καί θριαμβεύουσας Ἐκκλησίας ἀλλά καί τῶν ἀοράτων ἀγγελικῶν δυνάμεων. Γιά μέν τούς ζῶντες πού ἀγωνίζονται νά γίνουν ἅγιοι, ἡ μυστηριακή σύναξη τῆς θείας Εὐχαριστίας γίνεται πηγή ἁγιασμοῦ. Γιά δέ τούς κεκοιμημένους, τό μυστήριο συνιστᾶ «πᾶσαν τρυφὴν καὶ μακαριότητα». Δέν εἶναι τυχαῖο, παρατηρεῖ ὁ ἱερός ἑρμηνευτής, ὅτι ὁ Κύριος «τὴν ἐν τῷ μέλλοντι τῶν ἁγίων ἀπόλαυσιν δεῖπνον ἐκάλεσεν», γιά νά δείξει μέ τόν τρόπο αὐτό ὅτι αὐτό πού ἐπιφυλάσσεται γιά τούς ἁγίους δέν εἶναι τίποτε περισσότερο ἀπ᾽ αὐτή τήν τράπεζα, στήν ὁποία, ὅπως χαρακτηριστικά ὁ ἅγιος Νικόδημος γράφει, «κεραστής» καί «κέρασμα»* εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Ἄλλωστε, ὁ ἱερεύς, κατά τόν ἅγιο Νικόλαο, εἶναι ἕνας ὑπηρέτης τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἀκόμη καί τήν ἰδιότητα τοῦ νά ὑπηρετεῖ τά ἱερά τήν ἔχει «παρὰ τῆς χάριτος».
Τέλος, ὁ ἱερεύς μοιράζει τό ἀντίδωρο, «ὡς ἅγιον γενόμενον», ἀφοῦ προσφέρθηκε στόν Θεό, καί ὁ πιστός ἀσπάζεται τό χέρι τοῦ ἱερέως, αὐτό πού πρίν λίγο ἄγγιξε τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ὥστε νά μετάσχει τῆς χάριτος.
Ὁλοκληρώνοντας τή σύντομη αὐτή παρουσίαση τοῦ συγκεκριμένου ἔργου τοῦ ἁγίου Νικολάου τοῦ Καβάσιλα, ἄς εὐχηθοῦμε ὁ Θεός νά μᾶς ἀξιώνει ὄχι ἁπλῶς νά πλησιάζουμε τό ἱερό Ποτήριο, ἀλλά νά κοινωνοῦμε τοῦ σώματος καί τοῦ αἵματος τοῦ Κυρίου, ὥστε ὁ «μόνος τῶν ψυχῶν ἥλιος» νά μᾶς καταστήσει ἀντί «πηλίνων» «ἡλίους», καί ἀντί «δούλων ἠτιμωμένων» «υἱοὺς τιμίους» τοῦ μόνου ἀρχιερέως Χριστοῦ. Ἀμήν!
Δέσποινα Καλογεράκη
• Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Ἑορτοδρόμιον, τ. Β΄, σ. 137.