Ἁγίου Νιολάου Καβάσιλα, Θεία Λειτουργία:
«Ἡ θυσία»
Ὁ ἱερεύς καθώς εἶναι «ἄξιον καὶ δίκαιον» εὐχαριστεῖ τόν Θεό γιά ὅλες Του τίς δωρεές, Τόν ὑμνεῖ καί Τόν δοξάζει «μετὰ ἀγγέλων», -«τῶν συγχορευτῶν» του, κατά τόν Χρυσορρόα πατέρα1. Στή συνέχεια τῆς «ὑπὲρ λόγον ὑπὲρ ἡμῶν τοῦ Σωτῆρος οἰκονομίας», ὁ ἱερεύς «ἱερουργεῖ τὰ τίμια δῶρα καὶ θυσία τελεῖται πᾶσα». Τελεῖται ἡ θυσία ἡ ὁποία ἀποτελεῖ «τὸ τῆς μυσταγωγίας ἔργον» καί ἔτσι πλησιάζουμε στό τῆς «ἱερουργίας τέλος». Οἱ ἕως τώρα εὐχές καί ψαλμωδίες, ἡ ἀνάγνωση τῶν Γραφῶν «θει- οτέραν ἐργαζόμενα τὴν ψυχήν», στόχευαν στό νά προετοιμάσουν τόν λειτουργό καί τόν λαό γιά τή στιγμή αὐτή τῆς τέλεσης τῆς θυσίας2.
Πῶς τελεῖται ἡ θυσία; Ὁ ἱερεύς «τὸ φρικτὸν ἐκεῖνο διηγησάμενος δεῖπνον», κατά τό ὁποῖο ὁ Κύριος μοίρασε τόν ἄρτο καί τόν οἶνο στούς μαθητές Του, ἱκετεύει τόν Θεό, ἐπαναλαμβάνοντας τά ἴδια τά λόγια τοῦ «μονογενοῦς Υἱοῦ» τοῦ Θεοῦ, νά μεταβάλει τόν ἄρτο καί τόν οἶνο διά τοῦ «παναγίου» καί «παντοδυνάμου» Πνεύματος. Μετά τήν ἐπίκληση τοῦ ἁγίου Πνεύματος, «τὰ δῶρα ἡγιάσθη» καί «ἡ θυσία ἀπηρτίσθη». Ἀπό αὐτό τό σημεῖο καί ἑξῆς, «ὁ ἄρτος τοῦ Κυριακοῦ σώματος οὐκ ἔτι τύπος, οὐδὲ δῶρον εἰκόνα φέρον τοῦ ἀληθινοῦ δώρου», δέν ἀποτελεῖ πλέον τύπο καί εἰκόνα τοῦ σώματος τοῦ Κυρίου, ἀλλά εἶναι «αὐτὸ τὸ ἀληθινὸν δῶρον». Ὁ μέν ἄρτος εἶναι τό ἴδιο τό σῶμα τοῦ Κυρίου πού δέχθηκε «τὰ ὀνείδη, τὰς ὕβρεις», τό «μαρτυρῆσαν ἐπὶ Ποντίου Πιλάτου τὴν καλὴν ὁμολογίαν». Ὁ δέ οἶνος εἶναι «αὐτὸ τὸ αἷμα τὸ ἐκπηδῆσαν σφαττομένου τοῦ σώματος»3. Δέν πρόκειται λοιπόν γιά «εἰκόνα» καί «τύπο» θυσίας ἀλλά γιά «θυσία ἀληθινή»4, «ἀληθῶς σφαγὴ καὶ θυσία»5. «Τοῦτο τὸ σῶμα, τοῦτο τὸ αἷμα», πού συστήθηκε ἀπό τό ἅγιο Πνεῦμα, σημειώνει ἐμφατικά ὁ ἅγιος ἑρμηνευτής, εἶναι ἐκεῖνο ἀκριβῶς πού γεννήθηκε ἀπό τήν Παρθένο Μαρία, ἐκεῖνο πού τάφηκε, ἀναστήθηκε καί ἀναλήφθηκε στούς οὐρανούς.
Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἔδωσε τήν ἐντολή στούς μαθητές Του καί «δι᾽ ἐκείνων πάσῃ τῇ Ἐκκλησίᾳ», νά τελοῦν τό μυστήριο εἰς τήν Ἐκείνου «ἀνάμνησιν» (Λκ 22,19). Ὅσο παράδοξο καί ἄν μᾶς φαίνεται, «οὐκ ἂν κελεύσας τοῦτο ποιεῖν, εἰ μὴ δύναμιν ἐνθήσειν ἔμελλεν, ὥστε δύνασθαι τοῦτο ποιεῖν». Δέν θά ἔδιδε δηλαδή μία τέτοια ἐντολή ὁ Κύριος, ἄν δέν χορηγοῦσε στούς ἀνθρώπους καί τή δύναμη νά τήν ἐκτελέσουν. Καί ποιά εἶναι αὐτή ἡ δύναμη; Τό ἅγιο Πνεῦμα εἶναι «ἡ ἐξ ὕψους τοὺς ἀποστόλους ὁπλίσασα δύναμις». Ἡ κάθοδος τοῦ τρίτου προσώπου τῆς παναγίας Τριάδος δέν ἔγινε μία φορά καί μετά ἐγκατέλειψε τούς ἀνθρώπους, ἐπισημαίνει ὁ ἅγιος Νικόλαος. Τουναντίον, «μεθ᾽ ἡμῶν ἐστι καὶ ἔσται μέχρι παντός». Αὐτό τό Πνεῦμα τό ἅγιο «διὰ τῆς χειρὸς καὶ τῆς γλώσσης τῶν ἱερέων τὰ μυστήρια τελεσιουργεῖ»6. Ἄλλωστε, σημειώνει χαρακτηριστικά ὁ ἱερός μυσταγωγός, «οὐ διὰ τὸν εὐχόμενον ἄνθρωπον, ἀλλὰ διὰ τὸν ἐπακούοντα Θεόν» τελεσιουργοῦνται τά μυστήρια· «οὐδ᾽ ὅτι ἐκεῖνος ἐδεήθη, ἀλλ᾽ ὅτι ἡ ἀλήθεια ἐπηγγείλατο δώσειν». Δέν εἶναι ἡ εὐχή καθ᾽ ἑαυτήν τοῦ ἱερέως πού ἐπιτελεῖ τά «ὑπὲρ λόγον» μυστήρια, ἀλλά ὁ Θεός πού ἐπακούει τίς αἰτήσεις τῶν πιστῶν. Καί ἐπακούει ὁ Θεός ὄχι διότι ἁπλῶς Τοῦ ζητήθηκε κάτι, ἀλλά διότι Αὐτός ὁ ἴδιος, πού δέν ψεύδεται, ὑποσχέθηκε νά τό δώσει.
Ἐπιπλέον, τά μυστήρια ὡς «ὑπὲρ φύσιν καὶ πάντα νικῶντα λόγον» ὁ ἀνθρώπινος νοῦς εἶναι ἀδύνατο νά διανοηθεῖ νά τά ζητήσει «μὴ τοῦ Θεοῦ διδάξαντος» ἤ νά τά ἐπιθυμήσει χωρίς τήν παραίνεση τοῦ Θεοῦ. Γιά τόν λόγο αὐτό στό συγκεκριμένο μυστήριο «οὐδὲ ἀμφίβολος ἡ εὐχή», δέν ὑπάρχει καμιά ἀμφιβολία ὅσον ἀφορᾶ στήν αἴτηση, «οὐδὲ τὸ πέρας ἄδηλον ἔχει», οὔτε καί ἡ ἔκβαση τῆς αἰτήσεως εἶναι ἀβέβαιη, διότι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ὑποσχέθηκε τή δωρεά7.
Κατόπιν, ἀκολουθοῦν οἱ εὐχές «ὑπὲρ τῶν ἁγιασθέντων τιμίων δώρων». Εὔχεται ὁ ἱερεύς ὄχι βέβαια γιά νά ἁγιασθοῦν τά δῶρα, ἐπισημαίνει ὁ ἱερός ἑρμηνευτής, διότι ἤδη ἔγινε ἡ μεταβολή σέ σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ, ἀλλά «ἵνα ἁγιαστικὰ ἡμῖν γένωνται», γιά νά ἁγιάσει ἐμᾶς δι᾽ αὐτῶν, ὁ ἁγιάσας αὐτά Θεός8.
Δέσποινα Καλογεράκη
Δρ Θεολογίας
"Ἀπολύτρωσις", Μάιος 2020
1. Βλ. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Λόγος Θ´, Περί τοῦ μή καταφρονεῖν τῆς τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησίας καί τῶν ἁγίων μυστηρίων, PG 63,626. 2. Ν. Καβάσιλα, Εἰς τὴν θείαν Λειτουργίαν, ΕΠΕ 22, 34. 3. ἔ.ἀ., 142. 4. ἔ.ἀ., 168. 5. ἔ.ἀ., 166. 6. ἔ.ἀ., 144. 7. ἔ.ἀ., 150. 8. ἔ.ἀ., 162.