Σέ χρόνο ἀπρόβλεπτο, τ᾽ ἀδυσώπητο μίσος
σάν ἀγριόχορτα ξερίζωσε ζωές!
Ἡ μαυροθάλασσα σήκωσε ἄγρια κύματα,
μά τ᾽ ἄδικο δέν μπόρεσε νά πνίξει...
Σφάγιο ἡ ἀθωότητα πάνω στόν βωμό τῆς γῆς,
ἀπό αἷμα καί ντροπή κοκκινίσαν τά ποτάμια,
ἀντιλαλῆσαν τά βουνά ἀπελπισίας κραυγές...
Τρομαγμένα πουλιά οἱ χιλιάδες ψυχές
ἀπόκριμα γεύονταν θανάτου...
Ἕνα σιδερένιο, στερημένο κλειδί,
κρεμασμένο σέ στῆθος μαραμένο,
συντροφεύει τόν ἀνείπωτο φόβο
καί μαζί μέ τά θλιμμένα ἀστέρια
αὐτόπτης εἶναι μάρτυρας
τῆς ἐκδικητικῆς μανίας
πού ἔκαψε ἑστίες ἀνοχύρωτες
καί σκόρπισε στόν ἄνεμο
μνῆμες ἅγιες καί τίμιο βιός...
Μ᾽ ἀναμνήσεις ἀλώβητες, ἕνα εἰκόνισμα,
λίγο χῶμα ἀπ᾽ τά μνήματα
καί τήν ἀποσταμένη ἐλπίδα
κρυμμένη στόν κόρφο τους, οἱ Πόντιοι
τόν δρόμο πῆραν γιά τόν Παράδεισο·
ἔτσι τήν ῾Ελλάδα ὀνειρεύονταν,
τόσο φωτεινή τή λαχταροῦσαν!..
Πέτρωσαν τά δάκρυα στά πρόσωπα
κι ἡ προσδοκία φτέρωνε τή σκέψη!
Μά σάν μητριά ἡ ΜΑΝΑ τούς δέχτηκε
καί ἡ βρισιά «τουρκόσποροι» τούς μάτωνε…
Μέ τόν ἱδρώτα, ὅμως, τῆς ἐπιμονῆς,
καί τῆς ὑπομονῆς τό δάκρυ,
τή γονατισμένη ἀξιοπρέπεια
ὄρθωσε τό ἑλληνικό τους πεῖσμα!
Στήν κατευθυνόμενη μιζέρια ἀντιτάχτηκε,
πάλεψε, ρίζωσε καί μεγαλούργησε,
ἀφοῦ ἐπέπρωτο ν᾽ ἀνθίσει ξανά ἡ Ρωμανία!...
Φωτεινή Φωτιάδου-Κωνσταντίνου