Βγῆκα στό μπαλκόνι νά πάρω ἀέρα καθαρό. Τόσο, ὅσο τό ἔχουν ἀνάγκη τά πνευμόνια μου κι ὄχι ὅσο μοῦ ἐπιτρέπει τό φίλτρο τῆς μάσκας. Σύντομα διαπίστωσα πώς ἐκεῖνο πού μοῦ ἔλειπε δέν ἦταν τό ὀξυγόνο, ἦταν ἡ ἀνάγκη νά ξεφύγω ἀπό αὐτή τή μοναδική, καταθλιπτική εἴδηση πού ἔχει κατακλύσει τά ΜΜΕ καί τή σκέψη μου αὐτές τίς μέρες· τή συνεχῆ καταμέτρηση κρουσμάτων καί θανάτων.
Τά δέντρα ἀπέναντι προκλητικά φουντωμένα μέ «μάτια» ἕτοιμα νά «σκάσουν». «Μάγεμα ἡ φύση κι ὄνειρο »... Κι ἐγώ μέ μάτια, μόνο μάτια, γεμάτα ἀγωνία καί ἀπορία γιά τό αὔριο καί τό μεθαύριο, ἕτοιμος νά σκάσω κάτω ἀπό τή μάσκα πού μοῦ περιορίζει τήν ἀνάσα. Ἕνα πουλάκι μέ ὅλη τή δύναμη τῶν πνευμόνων του δοκιμάζει ἀμέριμνο τό φρέσκο κελάηδημά του. «Λαλεῖ πουλί, παίρνει σπυρί κι ἡ μάνα τό ζηλεύει»... Οἱ ἀμυγδαλιές χορτασμένες ἀπό τήν ἀνθοφορία βιάζονται νά εἶναι οἱ πρῶτες πού θά βγάλουν καί φύλλα. Σέ λίγες μέρες θά ἀρχίσει νά φουντώνει τό πράσινο.
Κάθε φορά πού βλέπω ἕνα δέντρο θυμᾶμαι τή φωτισμένη ἰδέα-ἀποκάλυψη πού εἶχε ὁ ἅγιος Σωφρόνιος νά βλέπει ὅλη τήν ἀνθρωπότητα σάν ἕνα γιγάντιο δέντρο μέ ρίζα τόν Ἀδάμ καί τόν κάθε ἄνθρωπο ἕνα μικρό φύλλο σέ κάποιο κλαδί αὐτοῦ τοῦ δέντρου. «Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν».
Μία κυρία βγῆκε στό διπλανό μπαλκόνι, μᾶλλον κι αὐτή ἀπό τήν ἴδια ἀσφυξία πού ἔνιωθα κι ἐγώ. Μόλις μέ εἶδε φόρεσε ἀμέσως τή μάσκα της. Ἕνα μεγάλο δέντρο ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα καί ἐμεῖς ἀλληλοεξαρτώμενα φύλλα πολύ κοντά ὁ ἕνας στόν ἄλλον. Τόσο κοντά πού ἡ ἐκπνοή τοῦ ἑνός γίνεται ἡ εἰσπνοή τοῦ ἄλλου. Αὐτό δέν εἶναι πού φοβόμαστε σήμερα περισσότερο κι ἀπό τούς ἐπιτιθεμένους στόν Ἕβρο; Μή τυχόν καί ἐκπνεύσει κάποιος κοντά μας.
Μία ἁλυσίδα ἀπό ἀνάσες εἶναι ἡ ἀνθρωπότητα. Μία ἁλυσίδα μέ περίμετρο ὅση ὁ ἰσημερινός, χωρίς κανένα κενό, γιατί τότε θά ἦταν ἐφικτό νά διακοπεῖ κάπου καί ἡ ἐξάπλωση τοῦ ἰοῦ. Μία ἁλυσίδα πού ἐκτείνεται σέ ἕνα πυκνό πλέγμα καί τυλίγει ὅλη τή γῆ. Ἔτσι μᾶς ἔπλασε ὁ Δημιουργός, νά εἴμαστε ὁ ἕνας ἡ συνέχεια τοῦ ἄλλου καί τίς ἄκρες τῆς ἁλυσίδας νά τίς κρατᾶ ὁ ἴδιος στά ἀνοιχτά του χέρια. Ὄχι, δέν εἴμαστε ἀγέλη, εἴμαστε κοινωνία προσώπων. Εἰκόνες τοῦ Θεοῦ πού βρισκόμαστε σέ συνεχῆ σχέση κοινωνώντας ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου. Κι αὐτό πού κοινωνοῦμε δέν εἶναι τίποτα ἄλλο ἀπό ἐκείνη τή δική Του πνοή ζωῆς πού ἐνεφύσησε στό πρόσωπο τοῦ πρώτου ἀπό ἐμᾶς.
Τώρα ὅμως πού ἡ ἀνάσα μας μεταδίδει θάνατο; «Μνημονευτέον τοῦ Θεοῦ μᾶλλον ἢ ἀναπνευστέον». Νά φιλτράρουμε τήν ἀναπνοή μας μέσα ἀπό τήν καθαρτική μνήμη τοῦ Θεοῦ, προτρέπει διαχρονικά ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ θεολόγος. Προφανῶς δέν ἐννοεῖ μία μνήμη νοησιαρχική, ἀλλά ἐμπειρική. Ἐκείνη τῆς συνεχοῦς ἀναζήτησης καί καταφυγῆς στόν χῶρο τοῦ Θεοῦ. Αὐτό πού συγκεκριμενοποιεῖ τόν «χῶρο» τοῦ Θεοῦ στόν κτιστό ἄνθρωπο εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἡ Ἐκκλησία. Σ’ αὐτήν βρίσκει ὁ πιστός τόν Θεό πού ἀναζητᾶ συνεχῶς καί κάνει τή μνήμη Του ἀνάσα του.
Καί βλέπουμε σήμερα στή χώρα πού γεννήθηκε καί ἀναπτύχθηκε ὁ ὀρθός λόγος, κάτω ἀπό ἕναν καθαρό οὐρανό πού ἐνέπνευσε τήν ἰδέα τῆς ἀναζήτησης ξεκάθαρης ἀπόδειξης γιά κάθε πρόταση, νά μήν μπορεῖ κανείς, ὅσο καλοπροαίρετος κι ἄν εἶναι, νά ἀποδείξει τό αὐτονόητο καί νά ἀρθρώσει ξεκάθαρα ὀρθό λόγο. Καί τό ζήτημα εἶναι: Ναί, ὁ συγχρωτισμός εἶναι ὁ ὑπ’ ἀριθμόν ἕνα κίνδυνος διασπορᾶς τοῦ ἰοῦ. Ἐκκλησία ὅμως σημαίνει ἀπόλυτος συγχρωτισμός πνευματικός καί σωματικός. «Ὁμοθυμαδὸν καὶ ἐπὶ τὸ αὐτό». Νά μή συγχρωτιζόμαστε λοιπόν, γιά νά ζήσουμε βιολογικά. Πνευματικά ὅμως, πῶς θά ζήσουμε χωρίς ἐκκλησία - σύναξη;
Ἐπίτρεψέ μου, Ἅγιε, διασκευάζοντας ἐπίκαιρα τήν προτροπή σου, κάτω ἀπό τή μάσκα πού μέ σώζει ἀπό τήν ἄκαιρη φλυαρία, νά μονολογῶ θεραπευτικά «μετανοητέον καὶ ταπεινωτέον ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ μᾶλλον ἢ ἀναπνευστέον».
Δια-κριτικός