Σήμερα τό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα κλείνει μέ ἕνα σύντομο λόγο πού συνοψίζει τήν ὁμολογία τῆς πίστεώς μας. Ἀφοῦ ὁ Ἰωάννης ἐξιστορεῖ τίς ἐμφανίσεις τοῦ ἀναστημένου Κυρίου μας καί μάλιστα τήν τόσο ἐνδιαφέρουσα ἐμφάνιση στόν Θωμᾶ, πού λέγεται ἄπιστος, λέγει γιά ποιόν σκοπό ἔγραψε τό εὐαγγέλιο· «ταῦτα δὲ γέγραπται ἵνα πιστεύσητε ὅτι ᾿Ιησοῦς ἐστιν ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, καὶ ἵνα πιστεύοντες ζωὴν ἔχητε ἐν τῷ ὀνόματι αὐτοῦ» (Ἰω 20,31).
Ἡ φράση «Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός» εἶναι τό Σύμβολο τῆς πίστεως τῆς πρώτης Ἐκκλησίας. Εἶναι μόνο μερικές λέξεις, ἀλλά περιέχει τά πιστεύω μας κι ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης, ὅπως σημειώνει ὁ ἴδιος, ἔγραψε ὅσα ἔγραψε στό Εὐαγγέλιο γιά νά καταλήξει σ᾽ αὐτό τό συμπέρασμα.
Καί τό πρῶτο στοιχεῖο εἶναι τό ὄνομα Ἰησοῦς, πού σημαίνει τήν ἀνθρώπινη φύση. Ὁ Ἰησοῦς δέν εἶναι οὐρανοκατέβατος. Εἶναι ἄνθρωπος πού γεννήθηκε ἀπό ἄνθρωπο, ἀπό τήν παρθένο Μαρία, στή Βηθλεέμ τῆς Ἰουδαίας. Καί αὐτό ἦταν πασίγνωστο στήν ἱστορία τῶν ἡμερῶν ἐκείνων. Καί ποιμένες, καί μάγοι καί τόσοι ἄλλοι τό εἶδαν, τό ἔζησαν. Εἶναι ἄνθρωπος ὁ Ἰησοῦς, τό τονίζω, δέν εἶναι οὐρανοκατέβατος, ἕνας ἄγγελος ἤ ἕνα πνεῦμα. Ὄχι! Εἶναι τέλειος ἄνθρωπος. Ἀλλά δέν εἶναι μόνον ἄνθρωπος.
Αὐτό εἶναι τό ἕνα πού ἀποκαλύπτεται ξεκάθαρα καί πού εἶναι πολύ ἐνδιαφέρον γιά τήν πίστη μας.
Τό δεύτερο: Τί σχέση ἔχει αὐτός ὁ ἄνθρωπος Ἰησοῦς μέ ὅλους τούς ἄλλους ἀνθρώπους πού ἔζησαν, πού ζοῦν, πού θά ζήσουν πάνω στόν πλανήτη; Εἶναι ὁ Χριστός, ὁ Μεσσίας, ὁ ἀναμενόμενος, ὁ ποθούμενος, ὁ νοσταλγούμενος, ὁ λυτρωτής τοῦ κόσμου γιά τόν ὁποῖο ἔγραψαν οἱ προφῆτες. Γενεές γενεῶν, αἰῶνες τόν περίμεναν καί ἤλπιζαν σ’ αὐτόν· ὄχι μόνον ὁ Ἰσραήλ ἀλλά καί ὁ εἰδωλολατρικός κόσμος. Εἶναι προσδοκία ὅλων τῶν ἐθνῶν.
Τό τρίτο στοιχεῖο: Εἶναι ἄνθρωπος ὁ Ἰησοῦς καί εἶναι ὁ Χριστός ἀλλά εἶναι σάν ὅλους τούς ἀνθρώπους ἤ ἔχει κάτι τό μοναδικό, τό ξεχωριστό; Αὐτός ὁ Ἰησοῦς δέν εἶναι μόνον ἄνθρωπος, δέν εἶναι μόνο ὁ Μεσσίας ἀλλά εἶναι ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ. Καί ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, αὐτό πού γεννιέται ἀπό φυτό εἶναι φυτό, ἀπό ζῶο ζῶο, ἀπό ἄνθρωπο ἄνθρωπος, ἀπό τόν Θεό Θεός. Εἶναι Θεός ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Ἔτσι δέν εἶναι μόνον ἄνθρωπος ἀλλά καί Θεός, Θεάνθρωπος. «Ἄνθρωπος τὸ φαινόμενον», ὅπως ψάλλει ἡ Ἐκκλησία, «Θεὸς τὸ κρυπτόμενον». Τό ὅτι εἶναι ἄνθρωπος τό βλέπουν ὅλοι: πεινάει, διψάει, κουράζεται, χαίρεται, λυπᾶται, δακρύζει. Ἀλλά εἶναι καί Θεός. Καί πῶς φαίνεται; Μέ τόν ἀναμάρτητο βίο του· εἶναι ὁ μόνος ἀναμάρτητος. Μέ τά σημεῖα καί τίς δυνάμεις πού ἐπιτελεῖ. Δέν ἤμασταν παρόντες νά δοῦμε πῶς ὁ Θεός ἔπλασε τόν ἄνθρωπο ἀπό τό χῶμα· ἀλλά μπροστά στά μάτια τοῦ κόσμου ὁ Ἰησοῦς παίρνει σάλιο καί χῶμα κάνει λάσπη καί πλάθει μάτια ζωντανά. Καί πρό πάντων, ἡ θεότητά του ἀποδεικνύεται μέ τήν ἀνάστασή του, πού εἶναι τό σημεῖο τῶν σημείων, τό θαῦμα τῶν θαυμάτων, αὐτό τό ὁποῖο ἀκριβῶς διεπίστωσε ὁ ἄπιστος Θωμᾶς καί ὁμολόγησε καί ἀνέκραξε «ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου».
Αὐτή εἶναι ἡ πίστη μας. Ἀλλά αὐτή ἡ πίστη ἔχει ἕνα ἀντίκρυσμα, γι’ αὐτό συνεχίζει ὁ εὐαγγελιστής: Αὐτά τά ἔγραψα «ἵνα πιστεύσητε ὅτι ᾿Ιησοῦς ἐστιν ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, καὶ ἵνα πιστεύοντες ζωὴν ἔχητε ἐν τῷ ὀνόματι αὐτοῦ». Νά, λοιπόν, μιά ἀκόμη μαρτυρία ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Χριστός καί ὅτι αὐτός ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ὁ Θεάνθρωπος, διότι ὅταν πιστεύουμε σ’ Αὐτόν ἔχουμε ζωή. Καί ὄχι φυσική ζωή πού ζοῦν καί τά ζῶα ἀλλά αἰώνια ζωή, πνευματική ζωή, διότι αὐτός εἶναι ἡ πηγή τῆς ζωῆς, ἡ πηγή τοῦ φωτός ὡς Θεός, «ὅτι παρά σοι πηγὴ ζωῆς, ἐν τῷ φωτί σου ὀψόμεθα φῶς». Πηγή ζωῆς, πηγή φωτός εἶναι ὁ Θεός. Καί ὁ Χριστός, ἐφόσον μᾶς δίνει τό φῶς καί τή ζωή ὅταν τόν πιστεύουμε, εἶναι Θεός. Καί αὐτό εἶναι προσιτό σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους. Θέλετε νά δεῖτε, νά διαπιστώσετε ὅτι πράγματι ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ὁ Σωτήρας, ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ; Πιστέψτε καί ἀμέσως θά δεῖτε ὅτι ζῆτε μιά ἄλλη ζωή, αἰώνια ζωή, πνευματική ζωή. Αὐτά δέν εἶναι λόγια, δέν εἶναι ποίηση, ἀλλά ἔχουν ἀντίκρυσμα. Τί ἀντίκρυσμα; Χιλιάδες καί μυριάδες ἁγίους καί μάρτυρες, πού ἄλλοι μέν ἐκ κοιλίας μητρός γεύθηκαν καί ἔμειναν κοντά στόν Χριστό ἀπολαμβάνοντας τήν αἰώνια ζωή, ἄλλοι πού ἔζησαν στήν ἁμαρτία, βούλιαξαν μέσα σέ ὀχετούς καί σέ ἀθλιότητες καί μέ τή μετάνοια, ὤ μέ τή μετάνοια!, ἔνιωσαν πλέον μιά ἄλλη ζωή, ἔγιναν διαφορετικοί ἄνθρωποι.
Μά ὅταν δέν τή ζῶ αὐτή τή ζωή, ὅταν δέν βλέπω τό φῶς της; Ἔχω ἀνάγκη μετάνοιας. Ἕνας πού δέν μετανοεῖ ἤ πού ψευτομετανοεῖ εἶναι φυσικό νά μήν μπορεῖ νά δεῖ τό φῶς καί νά ζήσει τήν αἰώνια ζωή. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος μετανοήσει ἀληθινά, τότε μόνο ἔχει ζωή αἰώνια καί ἀληθινή. Καί αὐτό τό ζῆ πλέον καί δέν χρειάζεται ἀποδείξεις. Ἡ ἐμπειρία, ἡ προσωπική γεύση τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἀπολογία τοῦ χριστιανισμοῦ. Αὐτή ὁδήγησε τόν Θωμᾶ στήν ὁμολογία «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου».
Στ. Ν. Σάκκος
Κυριακή 1-5-2011, Φίλυρο