Ἀφοῦ διῆλθε ὁ Κύριος ἐπί τρία ἔτη «εὐεργετῶν καὶ ἰώμενος» (Πρξ 10, 38), εἰσέρχεται θριαμβευτικά στήν ἁγία πόλη, ὑπό τίς νικητήριες ἰαχές τοῦ ὄχλου «ὠσσανά· εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου». Γνωρίζει ὅμως ὁ «ἐτάζων καρδίας καὶ νεφρούς» (Ψα 7,10), ὅτι ὁ ἐνθουσιασμός τοῦ ὄχλου εἶναι παροδικός καί σέ λίγες μέρες θά μεταστραφεῖ σέ μανία, ἀπαιτώντας τή «μιαιοφονία» τοῦ Δικαίου.
Ἡ εἴσοδος τοῦ Ἰησοῦ στήν Ἰερουσαλήμ κατά τούς Πατέρες ἀποτελεῖ τό «προοίμιον τοῦ Πάθους» Του. Ἄν μελετήσουμε ἐκ παραλλήλου ὅσα μᾶς παραθέτουν οἱ τέσσερις εὐαγγελιστές, θά ἔχουμε μπροστά μας τήν πλήρη εἰκόνα τῶν γεγονότων τῶν ἡμερῶν ἐκείνων. Θά σταθοῦμε ὅμως στό γεγονός τῆς δίκης τοῦ Ἰησοῦ ἤ, εὐστοχότερα, στά γεγονότα τῶν δικῶν τοῦ Ἰησοῦ, ἐπισημαίνοντας κάποιες παρατηρήσεις τῶν Πατέρων.
Ὁ Κύριος, ὁ «τῆς δικαιοσύνης ἥλιος», συλλαμβάνεται καί καλεῖται νά ἀπολογηθεῖ γιά τό ἔγκλημα τῆς ἀγάπης πού διέπραξε. Ἀρχικά ὁδηγεῖται ἐνώπιον τοῦ θρησκευτικοῦ δικαστηρίου. Ὁ Ἄννας ἀποστέλλει τόν Ἰησοῦ «δεδεμένον» (Ἰω 18,24) στόν Καϊάφα. Ὁ Καϊάφας διαρρηγνύει τά ἱμάτιά του μετά τήν ὁμολογία τοῦ Ἰησοῦ ὅτι εἶναι Υἱός Θεοῦ (βλ. Μθ 26,64-66) καί μαζί μέ αὐτά τόν θεσμό τῆς «παλαιᾶς ἀρχιερωσύνης»1. Γνώριζε ὁ Κύριος ὅτι μιά τέτοια ὁμολογία θά ἐκλαμβάνονταν ὡς βλασφημία. Παρά ταῦτα ὁμολογεῖ τήν ὁμοουσιότητά Του μέ τόν Πατέρα, χωρίς νά τούς ἀφήνει κανένα περιθώριo ἀπολογίας, σημειώνει ὁ Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, διδάσκοντάς τους «μέχρις ἐσχάτης ὥρας»2 ὅτι Αὐτός εἶναι ὁ Μεσσίας Χριστός.
Ἄννας καί Καϊάφας, ἐκπρόσωποι τῶν θρησκευτικῶν ἀρχῶν, «δικαστές» καί «κατήγοροι ὄντες»3, ὅπως χαρακτηριστικά σημειώνει ὁ Ζιγαβηνός, ἀποφασίζουν ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ἔνοχος θανάτου «ὅτι ἑαυτὸν Θεοῦ υἱὸν ἐποίησεν» (Ἰω 19,7). Μιά τέτοια ποινή ὅμως δέν εἶναι σέ θέση νά τήν ἐπιβάλλει παρά ἡ πολιτική ἀρχή τοῦ τόπου. Γι’ αὐτό καί ὁ Ἰησοῦς ὁδηγεῖται ἐνώπιον τοῦ Πιλάτου, ἀπό τόν ὁποῖο, ἀφοῦ παραπέμφθηκε καί στόν Ἡρώδη (βλ. Λκ 23,7), παραδίδεται «ἵνα σταυρωθῇ» (Μρ 15,15). Ἡ κατηγορία διαφοροποιεῖται ἀσφαλῶς ὅταν ὁ Ἰησοῦς παραδίδεται στόν Πιλάτο· κατηγορεῖται γιά «δημόσια ἐγκλήματα»4 πλέον καί ὄχι γιά θρησκευτικά ἀτοπήματα, σημειώνει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, ὥστε φοβούμενος τόν Καίσαρα ὁ Πιλάτος νά τοῦ ἐπιβάλει τήν ποινή τοῦ σταυρικοῦ θανάτου.
Γιατί ὅμως ὁ Κύριος ὁδηγεῖται ἐνώπιον ὅλων αὐτῶν τῶν θρησκευτικῶν καί κοσμικῶν δικαστῶν; Στόχος τῶν ἀρχιερέων, ἑρμηνεύει ὁ Θεοφύλακτος, ἦταν νά «καθυβρίσουν»5, νά ἐξευτελίσουν δηλαδή τόν Ἰησοῦ. Αὐτό ὅμως πού τελικά ἐπιτεύχθηκε ἦταν νά καταφανεῖ ἡ ἀλήθεια καί ὁ Κύριος νά ἀποδειχθεῖ «ἀνέγκλητος», καμιᾶς κατηγορίας ἄξιος. Στούς ψευδομάρτυρες μάλιστα πού οἱ ἀρχιερεῖς προσέλαβαν γιά νά ἐξυπηρετήσουν τόν σκοπό τους, ὁ Κύριος ἀντιτάσσει ὡς μάρτυρες τῆς ἀλήθειας τούς εὐεργετημένους· «ἐπερώτησον τοὺς ἀκηκοότας» (Ἰω 18,21). Διότι αὐτή εἶ- ναι ἡ «τῆς ἀληθείας ἀναμφισβήτητος ἀπόδειξις»6, ὑπογραμμίζει ὁ Θεοφύλακτος, ὅταν κάποιος ἔχει μάρτυρες ὅσων λέγει τούς ἴδιους τούς ἐχθρούς του. Ἀπολογία τοῦ Κυρίου δέν ὑπῆρξε ἄλλη ἀπό τήν εὐεργετική του παρουσία ἀνάμεσα στούς συνανθρώπους Του.
Κατά τή διάρκεια τῶν δικῶν, ἐνῶ οἱ ἄνθρωποι, σημειώνει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, «ἐκάθηντο δικάζοντες», ὁ Θεός «εἱστήκει καὶ ἑστὼς ἐσιώπα»7. Σιωπᾶ, ἑρμηνεύει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, διότι δέν ἐπρόκειτο νά τούς πείσει8. Γνώριζε ὅτι ἦταν ὅλα προσχεδιασμένα. Τότε γιατί δέχτηκε ὁ Κύριος νά δικασθεῖ; Ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος ἀπαντᾶ: γιά νά καταδειχθεῖ «ἡ ἐπιβουλὴ τῶν Ἰουδαίων»9 καί νά ἀποδειχθεῖ ὅτι οἱ κατηγορίες ἐναντίον Του ἦταν συκοφαντίες.
Ἐν κατακλεῖδι, ἡ δίκη τοῦ Ἰησοῦ, τό μέσον διά τοῦ ὁποίου οἱ Ἰουδαῖοι ἐπιχείρησαν ὄχι μόνον τόν ἴδιο τόν Ἰησοῦ ἀλλά καί «τὴν δόξαν αὐτοῦ διανελεῖν (=νά ἐξαφανίσουν)»10, στρά-φηκε οὐσιαστικά ἐναντίον τους ἀποκαλύπτοντας ἀφ’ ἑνός τόν φθόνο τους καί ἀφ’ ἑτέρου τήν ἀνεξικακία τοῦ Κυρίου, ὁ ὁποῖος ἀκόμη καί ἀπολογούμενος δίδασκε ἐπιζητώντας τή μετάνοιά τους.
Δ. Καλογεράκη
1 Θεοφάνους Κεραμέως PG 132,561A
2 Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας PG 72,460D
3 Ζιγαβηνοῦ PG 129,700A
4 Χρυστοστόμου PG 58,755
5 Θεοφυλάκτου PG 124,256A
6 Θεοφυλάκτου PG 124,252B
7 Ἰ. Δαμασκηνοῦ PG 96,582B
8 Χρυσοστόμου PG 58,755
9 Ἀθανασίου PG 28,208C
10 Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας PG 72,461B