Ἁγίου Νιολάου Καβάσιλα, Θεία Λειτουργία:
«Τὰ πρὸ τῆς θυσίας»
Β´
Μετά τή Μικρή Εἴσοδο, οἱ πιστοί ἐγκωμιάζουν τήν παναγία Μητέρα τοῦ Κυρίου καί τούς ἁγίους καί πανηγυρίζουν γιά ὅσα ἀκολούθησαν τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ πάνω στή γῆ.
Ἔπειτα ἀκολουθεῖ ἕνας ὕμνος στόν ἴδιο τόν Τριαδικό Θεό, ὁ λεγόμενος Τρισάγιος ὕμνος. Τόν ὕμνο αὐτό συνέθεσε ἡ Ἐκκλησία, σημειώνει ὁ ἅγιος μυσταγωγός, συνδυάζοντας τόν ὕμνο τῶν ἀγγέλων (βλ. Ἠσ 6,3· Ἀπ 4,8) καί τό βιβλίο τῶν Ψαλμῶν (βλ. Ψα 41, 3). Ἐπισφράγισε δέ τόν ὕμνο αὐτό μέ τήν αἴτηση πού περικλείει τά πάντα: «ἐλέησον ἡμᾶς». Διακηρύσσεται ἔτσι ἡ ἑνότητα Παλαιᾶς καί Καινῆς Διαθήκης καί γίνεται φανερό ὅτι μέ τήν ἐπιφάνεια τοῦ σωτῆρος Χριστοῦ «καὶ ἀγγέλους καὶ ἀνθρώπους μίαν Ἐκκλησίαν γενέσθαι, καὶ χορὸν ἕνα».
Μετά τόν Τρισάγιο ὕμνο, ὁ ἱερέας παραγγέλλει «πρόσχωμεν», ὥστε «προσέχειν τὸν νοῦν»· προτρέπονται οἱ πιστοί ὥστε στή σκέψη τους νά ἔχουν μόνον «προσήκοντας τῇ τελετῇ λογισμούς», λογισμούς δηλαδή πού δέν ἔχουν καμία σχέση μέ τά ἀνθρώπινα. Οἱ λογισμοί αὐτοί συνιστοῦν οὐσιαστικά τή «σοφία» πού ὁ ἱερέας πολλές φορές παραγγέλλει κατά τή διάρκεια τῆς θείας Λειτουργίας. Καλεῖται μάλιστα καί τό σῶμα νά μετάσχει σέ αὐτή τήν ἐγρήγορση τοῦ νοῦ, μέ τήν προτροπή τοῦ προεστῶτος «ὀρθοί!». Ἐξάλλου, «τοιοῦτον τὸ σχῆμα τῶν δούλων» ἐνώπιον τῶν κυρίων τους: στέκουν ὀρθοί, ἕτοιμοι νά ἐκτελέσουν τή διαταγή τοῦ Κυρίου τους.
Μετά τόν Τρισάγιο ὕμνο ἀκολουθοῦν τά Ἀναγνώσματα• προηγεῖται τό «ἀποστολικόν… βιβλίον» καί ἕπεται τό «Εὐαγγέλιον». Καί τῶν δύο ἀναγνωσμάτων προηγεῖται ὕμνος στόν Θεό, διότι ὀφείλουν οἱ πιστοί νά εὐχαριστοῦν τόν Θεό γιά τίς δωρεές του καί μάλιστα γιά τό ἀγαθό τῆς ἀκροάσεως «τῶν θείων λογίων». Στό σημεῖο αὐτό ὁ φωτισμένος πατέρας παρατηρεῖ ὅτι ἐνῶ πρίν ἀπό τό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα ὁ ὕμνος πρός τόν Θεό συνοδεύεται καί ἀπό ἱκεσία, «πρόσκειται γὰρ τὸ ἐλέησον», πρίν τό εὐαγγελικό «καθαρὰν ἱκεσίας ποιούμεθα τὴν ὑμνῳδίαν», δέν συμπληρώνεται ἡ ὑμνωδία ἀπό ἱκεσία πρός τόν Κύριο. Διότι, δεδομένου ὅτι «διὰ τοῦ Εὐαγγελίου σημαίνεται» ὁ Χριστός, τί πλέον νά ζητήσει ὁ πιστός ἄν κατέχει τόν Χριστό; Γιά ὅσους ἔχουν βρεῖ τόν Χριστό, σημειώνει χαρακτηριστικά ὁ ἅγιος Νικόλαος, «ἅπαν τὸ ζητούμενον ἐν χερσίν». Τί πλέον νά ζητήσει κανείς ἄν κρατᾶ στά χέρια του τό πᾶν, πού εἶναι ὁ Χριστός;
Ἡ ἀνάγνωση τοῦ «ἀποστολικοῦ βιβλίου» προηγεῖται τοῦ «Εὐαγγελίου» διότι «τελειωτέρας ἐστὶ φανερώσεως σημεῖον τὰ δι’ αὐτοῦ τοῦ Κυρίου ἢ τὰ διὰ τῶν ἀποστόλων λεγόμενα». Ὁ Κύριος ἄλλωστε κατά τήν ἐπί γῆς παρουσία του δέν φανέρωσε τόν ἑαυτό του, τή δύναμή του ἀμέσως -αὐτό εἶναι χαρακτηριστικό τῆς Δευτέρας του Παρουσίας, σημειώνει ὁ ἅγιος- ἀλλά σταδιακά. Γιά τόν λόγο αὐτό προηγεῖται ὁ λόγος τῶν ἀποστόλων καί ἀκολουθεῖ ὁ τέλειος λόγος τοῦ Κυρίου.
Γίνεται λοιπόν φανερό ὅτι ἡ ἀνάγνωση τῶν Γραφῶν ἀλλά καί ἡ ψαλμωδία λειτουργοῦν, κατά τόν ἅγιο ἑρμηνευτή, ὡς «προκαθάρσια τινὰ πρὸς τὰ μυστήρια» καί «παρασκευαί»· ἁγιάζοντας τούς πιστούς ἀφ’ ἑνός καί σημαίνοντας «τὴν οἰκονομίαν», τήν πρόνοια δηλαδή τοῦ Θεοῦ γιά τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων ἀφ’ ἑτέρου.
Μετά ἀπό τήν ἐκφώνηση εὐχῶν, ὁ ἱερέας προσεύχεται σιωπηλά καί καλεῖ τούς πιστούς νά δοξολογήσουν τόν Θεό. Ἔπειτα, κρατώντας τά Δῶρα -σημειωτέον ὅτι τά Δῶρα εἶναι «ἄθυτα» καί «οὔπω τετελεσμένα»- στό ὕψος τῆς κεφαλῆς του, τά περιφέρει μεταξύ τῶν πιστῶν καί τά ἀποθέτει στήν Τράπεζα. Ἡ εἴσοδος αὐτή τοῦ ἱερέα μέ «τὰ θύεσθαι μέλλοντα δῶρα» θά μποροῦσε κατά τόν ἅγιο ἑρμηνευτή νά σημαίνει τήν τελευταία φανέρωση τοῦ Χριστοῦ, τήν πορεία του πρός τά Ἰεροσόλυμα καί τή θυσία του.
Μετά τήν τοποθέτηση τῶν Δώρων στό θυσιαστήριο ὁ ἱερέας «εὐτρεπίζει», προετοιμάζει δηλαδή, «ἑαυτόν», καί «καταρτίζει» τό «πλῆθος» τῶν πιστῶν διά τῆς προσευχῆς, τῆς πρός ἀλλήλους ἀγάπης καί τῆς ὁμολογίας τῆς πίστης τους. Τά δύο αὐτά, τήν πίστη καί τήν ἀγάπη, κατά τόν ἅγιο Νικόλαο, ἐννοοῦσε καί ὁ Κύριος ὅταν προέτρεπε τούς μαθητές του «γίνεσθε ἕτοιμοι» (Μθ 24,44). Στήν προκειμένη περίπτωση ἡ μέν πίστη φαίνεται στήν ὁμολογία καί τά ἔργα στήν ἐκδήλωση τῆς ἀγάπης, ἡ ὁποία «τέλος ἐστὶν ἔργου παντὸς ἀγαθοῦ καὶ ἀρετῆς πάσης κεφάλαιον».
Δέσποινα Καλογεράκη