Ἁγίου Νιολάου Καβάσιλα,
Θεία Λειτουργία: «Τὰ πρὸ τῆς θυσίας»
Α´
Μετά τή μεστή συμβολισμῶν καί τύπων προετοιμασία τῶν Τιμίων Δώρων, ἀρχίζει ἡ «τελετὴ τῶν μυστηρίων» μέ δοξολογία, «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία τοῦ Πατρός...», κι αὐτό διότι εἶναι γνώρισμα τοῦ εὐγνώμονος δούλου, σημειώνει ὁ ἅγιος μυσταγωγός, ἐνώπιον τοῦ Κυρίου του, νά ἐγκωμιάζει πρῶτα τόν Κύριό του καί μετά νά παρακαλεῖ γιά τίς δικές του ὑποθέσεις. Ἄλλωστε, ὅσο πλησιάζει κανείς τόν Θεό ἀντιλαμβάνεται τή «δύναμι» καί «τό ἀπρόσιτον» τῆς δόξης του καί τότε, οὐσιαστικά, ἡ δοξολογία «ἐξ ἀνάγκης ἕπεται».
Τή δοξολογία ἀκολουθεῖ ἡ εὐχαριστία, σημειώνει ὁ ἅγιος πατέρας, καθώς πλησιάζοντας τόν Θεό ἀντιλαμβάνεται ὁ πιστός τή «χρηστότητα» καί τή «φιλανθρωπία» του. Ἀναλογιζόμενος δέ τή δική του «πονηρία», καταφεύγει στήν ἐξομολόγηση. Γνωρίζοντας ὅμως ὅτι παρά τήν πονηρία του ὁ ἐλεήμων Θεός τόν ἀγαπᾶ, ὁ πιστός προβαίνει σέ ἱκεσία. Στή θεία Λειτουργία τή δοξολογία ἀκολουθοῦν οἱ αἰτήσεις καί μάλιστα οἱ πιστοί αἰτοῦνται «ἐν εἰρήνῃ». Αὐτός πού προσεύχεται «ἐν εἰρήνῃ... εὐχαριστοῦσαν καὶ ἐξομολογουμένην πρότερον ἔσχε ψυχήν», παρατηρεῖ ὁ ἅγιος. Γιά τόν λόγο αὐτό φαινομενικά καί μόνο στή θεία Λειτουρία παραλείπεται ἡ εὐχαριστία καί ἡ ἐξομολόγηση μετά τή δοξολογία. Ὁ ἱερεύς, «ὡς πρεσβευτὴς καὶ μεσίτης» τῶν πιστῶν, δέεται νά ἔχουν εἰρήνη. «Πολὺ τὸ ὄφελος τῆς εἰρήνης», σημειώνει ὁ ἅγιος Νικόλαος, διότι «τὸν θορυβούμενον νοῦν Θεῷ συνελθεῖν παντελῶς ἀδύνατον». Μέσα στόν θόρυβο πῶς νά συναντήσει κανείς τόν Θεό; Καί προσθέτει ὁ ἅγιος: Ὅπως ἡ εἰρήνη κάνει τούς πολλούς ἕνα, ἔτσι ὁ θόρυβος κάνει τόν ἕναν πολλούς. Πῶς νά συναντήσει λοιπόν ἡ θορυβουμένη ψυχή τόν «ἕνα» καί «ἁπλό» Θεό;
Τά αἰτήματα βέβαια δέν ἀφοροῦν μόνον στά ἀγαθά πού συντελοῦν στήν ψυχική ὠφέλεια τῶν πιστῶν ἀλλά ὁ λειτουργός δέεται καί γιά τά ἀναγκαῖα γιά τό σῶμα ἀγαθά, γιά τήν εὐκρασία τῶν ἀέρων, γιά τήν εὐφορία τῶν καρπῶν τῆς γῆς κ.ἄ.· καί ἐνῶ ὁ ἱερεύς εὔχεται γιά ὅλα αὐτά, οἱ πιστοί ἀνταπαντοῦν «Κύριε ἐλέησον», ζητώντας μόνον τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Διότι πρῶτον, ἑρμηνεύει ὁ ἅγιος μυσταγωγός, ἡ αἴτηση τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ ἐμπεριέχει εὐχαριστία καί ἐξομολόγηση συνάμα καί δεύτερον, διότι «τὸν ἔλεον παρὰ τοῦ Θεοῦ αἰτεῖν, τὴν αὐτοῦ βασιλείαν ἐστὶν αἰτεῖν»· ζητώντας τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ὁ πιστός ζητᾶ τήν οὐράνια βασιλεία κατά τήν ὑπόδειξη τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου (βλ. Μθ 6,33). Ἑπομένως, κατά τόν ἅγιο Νικόλαο, ἡ αἴτηση «Κύριε ἐλέησον» ἐμπερικλείει ὅλες τίς αἰτήσεις, «ὡς πάντα ὁμοῦ δυναμένη».
Στή συνέχεια ὁ λειτουργός προτρέπει τούς πιστούς νά παραθέσουν τή ζωή τους καί ἀλλήλους στόν Θεό. Ἀλλά «οὐ πάντων ἐστὶ τὸ παρατίθεσθαι ἑαυτοὺς τῷ Θεῷ», σημειώνει ὁ ἅγιος ἑρμηνευτής· πρέπει καί ὁ Θεός νά συνηγορεῖ σέ αὐτό. Χρειάζεται παρρησία, πού τήν ἐξασφαλίζει ἡ καθαρή συνείδηση, νά φροντίζει κανείς τά τοῦ Θεοῦ παραβλέποντας τά δικά του. Ἐπειδή δέ εἶναι πολύ δύσκολο τό ἔργο αὐτό, γι’ αὐτό οἱ πιστοί ζητοῦν τήν συνεπικουρία τῆς παναγίας Μητέρας τοῦ Κυρίου καί ὅλων τῶν ἁγίων.
Ὁ ἅγιος συνεχίζει ἑρμηνεύοντας τά ἀντίφωνα. Τά δύο πρῶτα ἀντίφωνα-προφητικοί στίχοι- ἀναφέρονται στήν ἐποχή πού ὁ Κύριος δέν ἦταν γνωστός στούς ἀνθρώπους. Ἄλλωστε, στό σημεῖο αὐτό τῆς θείας Λειτουργίας, παρατηρεῖ ὁ ἅγιος ἑρμηνευτής, τά Δῶρα, διά τῶν ὁποίων «ὁ Χριστὸς σημαίνεται», φυλάσσονται κεκαλυμμένα στήν Πρόθεση. Στό τρίτο ἀντίφωνο ὅμως ὁ προφήτης ἔχει μπρός στά μάτια του τήν ἐπιφάνεια τοῦ Σωτῆρος, γι’ αὐτό καί ψάλλεται πρίν τήν εἴσοδο τοῦ Εὐαγγελίου. Ὁ ἱερεύς ὑψώνει τό Εὐαγγέλιο «σημαίνων» τή φανέρωση τοῦ Χριστοῦ στούς πολλούς, -«διὰ γὰρ τοῦ Εὐαγγελίου ὁ Χριστὸς δηλοῦται-, καί τό ἐναποθέτει στό θυσιαστήριο. Ὡς ἐκ τούτου, ἀπό τό σημεῖο αὐτό ὁ προφητικός λόγος «παύεται», ἐπισημαίνει ὁ ἅγιος Νικόλαος, καί ψάλλονται ὅσα ἀνήκουν στήν Καινή Διαθήκη.
Τόσο τά «ᾀδόμενα» καί τά «λεγόμενα», ὅσο καί τά «τελούμενα», κατά τόν ἅγιο μυσταγωγό, ἀφ’ ἑνός ἁγιάζουν τούς πιστούς καί ἀφ’ ἑτέρου ἀποτελοῦν μιά πινελιά στήν εἰκόνα τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία σταδιακά ἱστορεῖται κατά τήν τέλεση τῆς «τελετῆς τῶν ἱερῶν μυστηρίων».
Δέσποινα Καλογεράκη, Δρ Θεολογίας
"Ἀπολύτρωσις", Φεβρ. 2020