Θρῆνος γιά τό ἄκαρπο ἀμπέλι

Ἕνα ὑπέροχο λυρικό τραγούδι ἀ­ποτελοῦν οἱ πρῶτοι ἑπτά στίχοι τοῦ πέμπτου κεφαλαίου τοῦ προφήτη ᾿Η­σαΐα. Μέ θαυμαστή ποιητική δύναμη καί θεολογικό βάθος ὁ προφήτης ἐ­ξυ­μνεῖ τήν ἀγάπη καί τήν ἰδιαίτερη πρό­νοια τοῦ Θεοῦ γιά τόν λαό του, ἀλλά καί μέ πόνο θρηνεῖ, διότι ὁ εὐ­εργετη­μένος ᾿Ισραήλ δέν ἀνταπο­κρί­θηκε στήν εὔνοια τοῦ Θεοῦ. ῎Οχι μό­νο δέν ἐξελί­χθηκε ὅπως ἤθελε ὁ Θε­ός, ἀλλά ἔφτα­σε σέ ὁλοκληρωτική ἐξαχρείωση. 

Μιλώντας παραβολικά ὁ προφή­της παρομοιάζει τό βασίλειο τοῦ ᾿Ιού­δα μέ ἀμπέλι ἐκλεκτό, πού ὁ ἀμ­πε­λουργός του, ὁ Κύριος, τό φύτεψε, τό ἀσφά­λι­σε, τό καλλιέργησε μέ με­γάλη φρον­τίδα. Παρά τίς πολλές πε­ριποιήσεις του, ὡστόσο, δέν γεύτηκε τούς καρ­πούς τῶν κόπων του. Τό ἀμ­πέλι τόν ἀ­πογοήτευσε, διότι ἀ­πο­δείχτηκε ἄκαρπο. Ὁ περιούσιος λαός περιφρόνησε τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί ἔδειξε ἀχα­ρι­στία. Γιά τόν λόγο αὐτό ἐγκατα­λεί­φθη­κε, μέ ἀποτέ­λε­σμα τήν καταστροφή του.
Κείμενο
1. ῎Ασω δὴ τῷ ἠγαπημένῳ ᾆσμα τοῦ ἀγαπητοῦ μου τῷ ἀμπελῶνί μου. ᾿Α­μ­πελὼν ἐγενήθη τῷ ἠγαπημένῳ ἐν κέ­ρατι ἐν τόπῳ πίονι.

2. Καὶ φραγμὸν περιέθηκα καὶ ἐχα­ράκωσα καὶ ἐφύτευσα ἄμπελον Σωρὴχ καὶ ᾠκοδόμησα πύργον ἐν μέσῳ αὐ­τοῦ καὶ προλήνιον ὤρυξα ἐν αὐτῷ· καὶ ἔμεινα τοῦ ποιῆσαι σταφυλήν, ἐποίησε δὲ ἀκάνθας.
3. Καὶ νῦν, οἱ ἐνοικοῦντες ἐν ᾿Ιε­ρου­σαλὴμ καὶ ἄνθρωπος τοῦ ᾿Ιούδα, κρί­να­τε ἐν ἐμοὶ καὶ ἀναμέσον τοῦ ἀμ­πε­λῶνός μου.
4. Τί ποιήσω ἔτι τῷ ἀμπελῶνί μου καὶ οὐκ ἐποίησα αὐτῷ; Διότι ἔμεινα τοῦ ποιῆσαι σταφυλήν, ἐποίησε δὲ ἀκάνθας.
5. Νῦν δὲ ἀναγγελῶ ὑμῖν τί ἐγὼ ποι­ήσω τῷ ἀμπελῶνί μου· ἀφελῶ τὸν φραγμὸν αὐτοῦ καὶ ἔσται εἰς διαρ­πα­γήν, καὶ καθελῶ τὸν τοῖχον αὐτοῦ καὶ ἔσται εἰς καταπάτημα.
6. Καὶ ἀνήσω τὸν ἀμπελῶνά μου καὶ οὐ τμηθῇ οὐδὲ μὴ σκαφῇ, καὶ ἀναβή­σονται εἰς αὐτὸν ὡς εἰς χέρσον ἄ­καν­θαι· καὶ ταῖς νεφέλαις ἐντελοῦμαι τοῦ μὴ βρέξαι εἰς αὐτὸν ὑετόν.
7. ῾Ο γὰρ ἀμπελὼν Κυρίου σαβαὼθ οἶκος τοῦ ᾿Ισραήλ ἐστι καὶ ἄνθρωπος τοῦ ᾿Ιούδα νεόφυτον ἠγαπημένον· ἔ­μεινα τοῦ ποιῆσαι κρίσιν, ἐποίησε δὲ ἀ­νομίαν καὶ οὐ δικαιοσύνην, ἀλλὰ κραυγήν.
Μετάφραση
1. Θά τραγουδήσω, λοιπόν, στό ἀ­μπέλι μου τό ἀγαπημένο τραγούδι τοῦ Ἀ­γα­πητοῦ μου. Ἀμπέλι ἀπέκτησε ὁ Ἀ­γα­πη­μένος μου σέ ὕψωμα, σέ τόπο εὔ­φο­- ρο.
2. Καί ὁλόγυρα ἔβαλα φράχτη καί ἔ­σκαψα χαράκωμα καί φύτεψα κλῆμα Σωρήχ. Καί ἔκτισα πύργο στό κέντρο του, καί στέρνα ἔσκαψα μπροστά στό πατητήρι του· καί περίμενα νά κάνει σταφύλι, μά ἔκανε ἀγκάθια.
3. Καί τώρα, ἐσεῖς πού κατοικεῖτε στήν Ἰερουσαλήμ καί κάθε Ἰουδαῖος, κρί­να­τε ἀνάμεσα σέ μένα καί στό ἀμπέ­λι μου.
4. Τί ἄλλο νά κάνω γιά τό ἀμπέλι μου, πού δέν τοῦ τό ἔκανα; Διότι περί­μενα νά κάνει σταφύλι, μά ἔκανε ἀγ­κά­θια.
5. Τώρα ὅμως θά σᾶς ἀναγγείλω τί θά κάνω ἐγώ στό ἀμπέλι μου: θά ἀ­φαι­ρέσω τόν φράχτη του, γιά νά τό κατα­κλέ­βουν· καί θά γκρεμίσω τόν τοῖχο του, γιά νά τό καταπατοῦν.
6. Καί θά ἐγκαταλείψω τό ἀμπέλι μου καί δέν θά κλαδευτεῖ οὔτε θά σκα­φτεῖ, καί τ᾽ ἀγκάθια θά θεριέψουν σ᾿ αὐτό σάν σέ χέρσωμα· καί θά προστάξω τά σύν­νεφα νά μήν τοῦ ρίξουν βροχή.
7. Τό ἀμπέλι, βέβαια, τοῦ Κυρίου τῶν δυνάμεων εἶναι ὁ ἰσραηλιτικός λα­ός, καί κάθε Ἰουδαῖος νιόφυτο ἀγα­πη­μένο· περίμενα νά καρπίσει δικαιοσύνη, κάρ­πισε ὅμως ἀνομία καί ὄχι δικαιοσύνη, ἀλλά κραυγαλέα ἀδικία.
Τό παράπονο τοῦ Θεοῦ γίνεται τραγούδι στά χείλη τοῦ προφήτη, γιά νά μείνει βαθύτερα μέσα στή σκέψη καί στήν καρδιά ἐκείνων στούς ὁποί­ους τό ἀπευθύνει. «᾿Εγώ ὁ ᾿Ησαΐας θά τρα­γου­δήσω στό ἀγαπημένο ἀπό τόν Θεό καί ἀπό ἐμένα ἀμπέλι, στόν ἰσρα­ηλι­τι­κό λαό, ἕνα τραγούδι πού δέν εἶ­ναι δι­κό μου· εἶναι τοῦ ἀγαπητοῦ μου, τοῦ ἀ­γα­πημένου μου Κυρίου».
Ἐγκωμιάζει πρῶτα τήν ἀσφαλῆ το­ποθεσία καί τήν εὐφορία τῆς Πα­λαι­στί­νης, ὅπου ἐγκαταστάθηκε ὁ ἰσραηλι­τικός λαός. Ἐπισημαίνει ὅτι ὁ Θεός-ἀμ­πελουργός ἔδωσε σάν φράκτη τόν Νό­μο του, γιά νά κρατήσει μακριά τούς ψεύτικους θεούς καί τά ἁμαρτωλά ἤθη. Ἔδωσε, ἐπίσης, σάν βαθειά τάφρο τούς προφῆτες, πού μέ τό κήρυγμά τους ἀσφάλιζαν τόν λαό. Διάλεξε καί τό ἐκλεκτότερο εἶδος κλήματος, τήν ἄμ­πελο Σωρήχ πού διακρινόταν γιά τήν ποσότητα καί τήν ποιότητα τῶν καρ­πῶν της. Πραγματικά ὁ Θεός, γιά νά φτιάξει τόν περιούσιο λαό του, πῆρε ὅ,τι καλύτερο εἶχε νά ἐπιδείξει ὁ ἀρ­χαῖ­ος κόσμος: τόν πιστό δοῦλο του ᾿Αβρα­άμ. Στό κέντρο τοῦ ἀμπελιοῦ ἔχτισε πύργο, γιά νά μένει ἐκεῖ ὁ φύλακας καί οἰκοδεσπότης· στήν ᾿Ιερουσαλήμ, στήν καρδιά τοῦ ᾿Ισραήλ, ὑψώθηκε ὁ Ναός, ὁ μοναδικός οἶκος τοῦ Θεοῦ πάνω στήν γῆ! Καί στέρνα ἄνοιξε ὁ ἀμπε­λουργός μπροστά στό πατητήρι· ἐξα­σφάλισε, δηλαδή, ὁ Θεός ὅλα τά προ­- νόμια στόν λαό του.
Τέλεια ἦταν ἡ φρον­­­τίδα τοῦ ἀ­μπε­λουργοῦ. Ἀλλά, ἐνῶ πε­­ρίμενε καρποφορία, ἔλαβε ἀγ­κάθια. ῾Ο Μ. Βασίλειος σημειώνει: «Δέν τούς ὀνομάζει ἀγ­κάθια μόνο γιά τούς φόνους τῶν προφη­τῶν, ἀλλά καί γιά τό ὅ­τι ἔπαυσαν νά εἶναι φι­λόθεοι καί ἔγιναν φι­­λήδονοι καί μέ τίς μέ­ριμνες τοῦ βίου, πού μοιά­ζουν μέ ἀ­γκάθια, συμπνίγουν τόν νοῦ τους».
Οἱ ἔνοχοι ᾿Ιουδαῖοι καλοῦνται ἀπό τόν Θε­ό νά κρίνουν τήν ὑπό­­θεση (πρβλ. Μθ 21,33-41). Μέ­νουν ἄ­φωνοι ὅ­μως ὁμολο­γών­τας ἔτσι τήν ἐνοχή τους. Πρίν τούς τι­μω­ρήσει ὁ Θε­ός, ὡσ­τό­σο, τούς ἀ­πειλεῖ· μή­- ­­πως καί μετανοή­σουν, ὅ­πως ἄλ­λοτε οἱ Νι­νευΐ­τες. Ἐν­τούτοις, παραμένουν ἀμετα­νό­η­τοι. Ὁ Θεός θά ἀπο­σύρει τε­λι­κά τήν χάρη καί τήν προ­στασία του. Τό 722 π.Χ. τό βασίλειο τοῦ ᾿Ισραήλ κυριεύεται ἀπό τούς ᾿Ασσυρίους καί τό 587 π.Χ. τό βα­σίλειο τοῦ ᾿Ιούδα ἀπό τούς Βα­βυλωνίους.

Στέργιος Ν. Σάκκος