Ὁ προφήτης ᾿Ησαΐας γεννήθηκε καί ἔζησε στήν ᾿Ιερουσαλήμ. Ἡ μόρφωσή του ἦταν ἀξιόλογη, ὅπως φαίνεται ἀπό τό ὕφος καί τήν γλαφυρή γλῶσσα τῆς προφητείας του. ᾿Εκτός ἀπό τά στοιχεῖα πού μᾶς δίνει ὁ ἴδιος στό βιβλίο του, ἔχουμε πληροφορίες γιά τήν δράση του καί σέ ἱστορικά βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης (βλ. Δ´ Βα 19,2-20,19· Β´ Πα 32,20). Ἔδρασε ἀπό τό 738 ἕως τό 700 π.Χ., στά χρόνια τῶν βασιλιάδων Ὀζία, ᾿Ιωάθαμ, Ἄχαζ καί ᾿Εζεκία, τοῦ ὁποίου ὑπῆρξε συνεργάτης καί σύμβουλος. Στά χρόνια τοῦ βασιλιᾶ Μανασσῆ ὑπέμεινε μαρτυρικό θάνατο. Ἡ ᾿Εκκλησία μας τιμᾶ τήν μνήμη του στίς 9 Μαΐου.
Ἡ ἐποχή τοῦ προφήτη ᾿Ησαΐα ἦταν πολύ κρίσιμη γιά τό βασίλειο τοῦ ᾿Ιούδα. Οἱ πανίσχυροι Ἀσσύριοι, πού ἤδη εἶχαν καταλάβει πολλές περιοχές του, στρέφονταν τώρα καί κατά τῆς ᾿Ιερουσαλήμ. Οἱ ἡγέτες καί ὁ λαός τοῦ ᾿Ισραήλ εἶχαν ἐκτραπεῖ σέ κάθε εἴδους ἀδικία καί παρανομία, ἀκόμη καί στήν εἰδωλολατρία. Σ᾿ αὐτή τήν θλιβερή κατάσταση τῆς ἀποστασίας καί τῆς διαφθορᾶς ὁ ᾿Ησαΐας ὕψωσε τό φραγγέλιο τοῦ λόγου του καί καυτηρίασε μέ θάρρος τό κακό, τρέφοντας συγχρόνως τήν ἐλπίδα τῆς ἐλεύσεως τοῦ Λυτρωτῆ. Μέσα στό γενικό σκοτάδι ἔφερνε τό φῶς τοῦ Θεοῦ. Τόν περιστοίχιζε μάλιστα καί κύκλος μαθητῶν, πού ἀποτελοῦσε σχολή προφητῶν.
Τό βιβλίο τοῦ ᾿Ησαΐα εἶναι τό μεγαλύτερο ἀπό τά προφητικά βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Στίς πολυάριθμες καί σαφεῖς χριστολογικές προφητεῖες του προαναγγέλλει ὅλα τά μεγάλα γεγονότα τῆς ἐπί γῆς ζωῆς καί δράσεως τοῦ Κυρίου μας: Ὁ Λυτρωτής θά εἶναι ἀπόγονος τοῦ Δαβίδ, θά γεννηθεῖ ἐκ Παρθένου, θά τόν ἀποκαλοῦν «᾿Εμμανουήλ (=ὁ Θεός εἶναι ἀνάμεσά μας)» καί θά εἶναι «Θεός ἰσχυρός». Θά μεγαλώνει ὅμοια μέ τά ἄλλα παιδιά, θά εἶναι τέλειος ἄνθρωπος ἀλλά ἀναμάρτητος. Θά πρωτοεμφανιστεῖ δημόσια στόν ᾿Ιορδάνη καί θά δράσει κυρίως στίς περιοχές Ζαβουλών καί Νεφθαλείμ γύρω ἀπό τήν θάλασσα τῆς Τιβεριάδος, ὅπου θά διαλύσει τά σκοτάδια τῆς πλάνης. Θά ἀπαλλάξει τούς ἀνθρώπους ἀπό τόν φόβο τοῦ θανάτου. Τό κήρυγμά του θά χαροποιήσει καί τούς πλέον δυστυχισμένους καί φτωχούς τῆς γῆς. Ὁ λόγος του θά συνοδεύεται ἀπό ὑπερφυσικά σημεῖα· θά θεραπεύσει τυφλούς, χωλούς καί κωφαλάλους. Ἡ θρησκευτική ἡγεσία τοῦ ᾿Ισραήλ ὅμως θά τόν μισήσει, θά τόν συλλάβει καί θά τόν σύρει στό μαρτύριο σάν ἄκακο πρόβατο. Θά τόν δικάσει παράνομα καί θά τόν σταυρώσει, ἐνῶ προηγουμένως θά τόν ἐξευτελίσει βάναυσα. Ἐντούτοις, αὐτός θά ἀναστηθεῖ καί θά ἀναληφθεῖ στούς οὐρανούς. Προαναγγέλλεται ἀκόμη ἡ ἵδρυση τῆς ᾿Εκκλησίας, τῆς νέας ᾿Ιερουσαλήμ, ἡ ὁποία θά ἀποκτήσει ἄπειρα τέκνα. Στό νέο εἰρηνικό βασίλειο τοῦ Μεσσία θά συμβιώνουν μονοιασμένα λιοντάρια μέ ἀρνιά, φίδια μέ νήπια. Γιά ὅλες αὐτές τίς θαυμαστές προφητεῖες ἀρχαῖοι ἑρμηνευτές χαρακτήρισαν τόν προφήτη Ἠσαΐα «πέμπτο εὐαγγελιστή».
Τό βιβλίο του, τό ὁποῖο ὅρισε ἡ ᾿Εκκλησία μας νά διαβάζεται ὁλόκληρο κατά τήν περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, διαιρεῖται σέ δύο μέρη: Τό πρῶτο μέρος (κεφ. 1-39) περιέχει τίς προφητεῖες πού ἀφοροῦν στούς ᾿Ιουδαίους καί στά ἔθνη, ἐνῶ τό δεύτερο (κεφ. 40-66) τίς προφητεῖες πού ἀναφέρονται κυρίως στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ.
Κείμενο
1. Ὅρασις, ἣν εἶδεν ᾿Ησαΐας υἱὸς Ἀμώς, ἣν εἶδε κατὰ τῆς ᾿Ιουδαίας καὶ κατὰ ᾿Ιερουσαλὴμ ἐν βασιλείᾳ Ὀζίου καὶ ᾿Ιωάθαμ καὶ Ἄχαζ καὶ ᾿Εζεκίου, οἳ ἐβασίλευσαν τῆς ᾿Ιουδαίας.
2. Ἄκουε οὐρανὲ καὶ ἐνωτίζου γῆ, ὅτι Κύριος ἐλάλησεν· υἱοὺς ἐγέννησα καὶ ὕψωσα, αὐτοὶ δέ με ἠθέτησαν.
3. Ἔγνω βοῦς τὸν κτησάμενον καὶ ὄνος τὴν φάτνην τοῦ κυρίου αὐτοῦ· ᾿Ισραὴλ δέ με οὐκ ἔγνω καὶ ὁ λαός με οὐ συνῆκεν.
Μετάφραση
1. Προφητικό ὅραμα, τό ὁποῖο εἶδε ὁ Ἠσαΐας, ὁ γιός τοῦ Ἀμώς, ἐναντίον τῆς Ἰουδαίας καί ἐναντίον τῆς Ἰερουσαλήμ. Τό εἶδε στά χρόνια τῆς βασιλείας τῶν Ὀζία καί Ἰωάθαμ καί Ἄχαζ καί Ἐζεκία, οἱ ὁποῖοι βασίλευσαν στήν Ἰουδαία.
2. Ἄκου οὐρανέ καί πρόσεχε γῆ, διότι ὁ Κύριος μίλησε: «Υἱούς γέννησα καί ἀνέδειξα, αὐτοί ὅμως μέ περιφρόνησαν.
3. Τό βόδι γνωρίζει τό ἀφεντικό του καί τό γαϊδούρι τό παχνί τοῦ κυρίου του. Ὁ Ἰσραήλ ὅμως δέν μέ ἀναγνώρισε καί ὁ λαός μου δέν μέ κατάλαβε».
Τό πρῶτο κεφάλαιο ἀποτελεῖ ἕναν μεγαλοπρεπῆ πρόλογο σέ ὅλο τό βιβλίο καί παράλληλα ἕνα τρομερό κατηγορητήριο κατά τῶν ᾿Ιουδαίων, τούς ὁποίους ὁ προφήτης ἐλέγχει γιά τήν ἀχαριστία, τήν ἀποστασία, τήν ὑποκρισία καί τήν τυπολατρία τους. Ὁ ᾿Ησαΐας ἀσχολεῖται καί μέ τό ὑποδουλωμένο βασίλειο τοῦ ᾿Ισραήλ καί μέ τά ἄλλα ἔθνη, ὅμως κέντρο τῶν προφητειῶν του ἀποτελοῦν ἡ Ἰουδαία καί ἡ πρωτεύουσά της ᾿Ιερουσαλήμ.
Στήν ἀρχή τοῦ βιβλίου ὁ προφήτης προσωποποιεῖ τόν οὐρανό καί τήν γῆ καί ἀπευθύνει σ᾿ αὐτούς, τούς αἰώνιους καί ἀναλλοίωτους μάρτυρες, τό παράπονο τοῦ Θεοῦ γιά τήν μεγάλη ἀχαριστία τοῦ λαοῦ του. Τό μέγεθος τῆς ἀχαριστίας τῶν ᾿Ιουδαίων ὑπογραμμίζεται καθώς ἀντιδιαστέλλεται πρός τίς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ. Ἀναφέρονται, ἐπίσης, δύο κατοικίδια ζῶα, τό βόδι καί ὁ ὄνος, πού δέν διακρίνονται γιά τήν ἐξυπνάδα τους, ὡστόσο γνωρίζουν τό ἀφεντικό τους, καί δουλεύουν πιστά σ᾿ αὐτό. Δείχνουν ἔτσι τήν εὐγνωμοσύνη τους γιά τήν τροφή καί τήν περιποίηση πού τούς παρέχει ὁ κύριός τους. Οἱ ᾿Ιουδαῖοι δυστυχῶς παρουσιάζονται πιό ἀναίσθητοι ἀπό τό βόδι καί πιό ἰσχυρογνώμονες ἀπό τό γαϊδούρι. Δέν ἀναγνωρίζουν ὡς δημιουργό καί εὐεργέτη τους αὐτόν πού, κατά τόν ἅγιο Χρυσόστομο, εἶναι «τοῦ ἡλίου φανερώτερος».
Στέργιος Ν. Σάκκος