Ἡ ἀλλαγή τῆς χρονιᾶς

polite c   Οὔτε τά «Σαράντα» δέν εἶχαν κάνει ἀ­κόμα στή γιαγιά τήν Τριανταφυλλιά καί τό μικρό διαμερισματάκι της τό εἶχαν βγάλει οἱ κληρονόμοι κιόλας στό σφυρί. Ἔμπαιναν καί ἔβγαιναν οἱ ἀγοραστές, μά δέν μποροῦ­σε ἀκόμα νά γίνει καμιά ἀγοραπωλησία γιατί δέν εἶχε ἀνοίξει ἀκόμα ἡ διαθήκη. Ἡ Βασιλι­κή, ἡ κόρη της, τό θεωροῦσε δεδομένο ὅτι τό ἄφησε σ᾽ αὐτήν, παρόλο πού δέν τῆς ἔ­δωσε στά γεράματά της οὔτε ἕνα ποτήρι νερό. Ἀπό τήν ἄλλη ὁ ἐγγονός ὁ πρῶτος ἰσχυριζότανε πώς τοῦ τό ὑποσχέθηκε γιατί τοῦ εἶχε ἰδιαίτερη ἀδυναμία. Μόνο ὁ γιός της, πού μαζί μέ τή γυναίκα του τήν κοίταξαν μέ στοργή καί ἀγάπη καί τῆς ἔκλεισαν τά μάτια, μόνο ἐκεῖνος δέν εἶχε ἀξιώσεις.
- Ξεκουράστηκε κι αὐτή κι ἐσεῖς, τοῦ εἶ­πε ἕνας φίλος του τή μέρα πού θάψανε τή γιαγιά.
- Δέν ἦταν κούραση γιά μᾶς, ἀπάντησε ὁ Δημήτρης. Αὐτή, ναί, ξεκουράστηκε, ἀναπαύεται κοντά στόν Θεό.
Κι ὅμως ἦταν δύσκολος ἄνθρωπος ἡ γιαγιά ἡ Τριανταφυλλιά. Ὅσοι τήν γνώριζαν ἀπό κοντά τό ἤξεραν πολύ καλά.Ἰδιότροπη καί ἀπαιτητική. Μόνο ἡ νύφη της πού τό σπίτι της ἦταν δίπλα στό δικό της, μόνο αὐ­τή δέν ἔλεγε ποτέ κακό λόγο γιά τήν πεθε­ρά της. Κι ἄς μήν ἄκουσε ἡ ἴδια καλό λόγο ἀπό τά χείλη της ποτέ!
Παραμονή Πρωτοχρονιᾶς καί τό σπιτικό τοῦ Δημήτρη ἦταν γεμάτο ἀπό παιδιά καί ἐγγόνια. Κι ἡ νοικοκυρά τοῦ σπιτιοῦ δέν ἔ­δινε ἀναπαμό στά χέρια καί στά πό­δια της.
- Κάθισε ἐπιτέλους, Εἰρήνη, κι ἐσύ νά σέ χαροῦν τά παιδιά, τῆς εἶπε στοργικά ὁ Δημήτρης.
- Θά καθίσω, ὅταν ἔρθει ἡ ὥρα μου, τώ­ρα προτεραιότητα ἔχουν τά παιδιά, ἀπάντησε χαρούμενη ἡ Εἰρήνη καί ξαναμπῆκε στήν κουζίνα.
- Γερή νά εἶσαι νά τρέχεις, μονολόγησε καμαρώνοντας ὁ Δημήτρης.
- Μπαμπά, πέρσι εἴχαμε καί τή γιαγιά ἐδῶ, εἶπε μέ νοσταλγία ἡ μεγάλη του κόρη.
- Ναί, ἀπάντησε ὁ Δημήτρης καί σήκωσε στήν ἀγκαλιά του τόν ἐγγονό του πού σκαρφάλωνε στά πόδια του ζητώντας νά ἀνέβει στά γόνατά του.
- Ἔμεινε ὀρφανός ὁ μπαμπάς, εἶπε πιό πολύ γιά νά ἀποφορτίσει τήν ἀτμόσφαιρα ὁ μικρός του ὁ γιός.
- Κι ὅμως γιέ μου, εἶπε ὁ Δημήτρης ξαφνιάζοντάς τους ὅλους, κι ἑξήντα χρον­ῶν νά εἶσαι, ὅπως ἐγώ, σάν χάνεις τή μάνα σου νιώθεις ὀρφανός.
Κοίταξαν μέ ἀγάπη καί συμπόνια τόν πατέρα τους καί τά πέντε παιδιά καί ἄθελά τους κάνανε τή σκέψη πώς δέν ἦταν κι ἡ πιό τρυφερή μάνα ἡ γιαγιά ἡ Τριανταφυλλιά.
- Ἡ γιαγιά, παιδιά μου, εἶχε δύσκολο χαρακτήρα, μά πίστευε στόν Θεό καί πολλές φορές μᾶς ξάφνιασε μέ τήν ταπεινή συγγνώμη της, μπῆκε στήν κουβέντα ἡ Εἰ­ρήνη, σάν νά διάβασε τή σκέψη τῶν παιδιῶν της, κι ἐκεῖνα κατέβασαν ἔνοχα τό κεφάλι τους.
Ὁ Δημήτρης κοίταξε μέ εὐγνωμοσύνη τή γυναίκα του καί δέν μίλησε.
- Ἀπόψε, παραμονή Πρωτοχρονιᾶς, παιδιά μου, διάλεξα νά σᾶς πῶ ἕνα μυστικό πού μόνο ἐγώ κι ὁ πατέρας σας ξέρουμε, εἶπε καί κάθισε ἐπιτέλους ἡ Εἰρήνη. Ἤθελα νά εἶναι ἐδῶ κι ἡ θεία ἡ Βασιλική καί γι᾽ αὐ­τό καί τήν κάλεσα. Θά ἔρθει σέ λίγο.
- Μά μητέρα, ἡ θεία ἡ Βασιλική ὅπου σταθεῖ κι ὅπου βρεθεῖ σέ κατηγορεῖ ὅτι ἔ­πεισες τή γιαγιά νά σοῦ γράψει τό σπίτι, εἶ­πε ὑψώνοντας τή φωνή της ἡ δεύτερη κόρη της.
- Ἐμεῖς ἀπό τή γιαγιά δέν ζητήσαμε τίποτα παρά μόνο τήν εὐχή της, ἐπενέβη αὐ­στηρά ὁ Δημήτρης καί ἄλλος δέν μίλη­σε.
Κόντευε πιά νά ἀλλάξει ὁ χρόνος, ὅταν ἡ θεία ἡ Βασιλική μπῆκε μέ ὕφος ἐνοχλημένο στό σπίτι τῆς νύφης της, στό σπίτι τοῦ ἀδελφοῦ της. Δέν ἔδωσε σημασία ἡ Εἰρήνη καί τήν ὑποδέχτηκε ἀνοιχτόκαρδα.
- Καλῶς την, καλῶς την! Εἶναι μεγάλη ἡ χαρά ὁλονῶν μας πού θά κάνουμε μαζί Πρωτοχρονιά, τῆς εἶπε, καί ἡ θεία Βασιλι­κή ἤθελε δέν ἤθελε πέρασε ἀπό ὅλες τίς ἀγ­καλιές.
Σάν τήν περιποιήθηκε βασιλικά ἡ Εἰ­ρή­νη, πῆγε καί κάθισε δίπλα στήν κουνιά­δα της. Κρατοῦσε στά χέρια της ἕνα μαῦ­ρο τσαντάκι.
- Ἡ γιαγιά ἡ Τριανταφυλλιά τίς τελευταῖες μέρες πρίν πεθάνει εἶχε γίνει ὁ πιό γλυκός ἄνθρωπος τοῦ κόσμου, εἶπε χαϊδεύ­οντας ἁπαλά τό χέρι τῆς Βασιλικῆς. Ὅλο γιά σένα μιλοῦσε καί σέ ἤθελε κοντά της. Ἐσύ ὅμως νόμιζες πώς ἐγώ σέ καλοῦσα γιατί ἤθελα νά ἀπαλλαγῶ ἀπό τήν γιαγιά καί δέν ἦρθες ποτέ. Πέθανε μ᾽ αὐ­τόν τόν κα­η­μό...
Κοίταξε ἐπιφυλακτικά τήν Εἰρήνη ἡ Βασιλική, μά τό βλέμμα τῆς Εἰρήνης ἦταν τό­σο καθαρό πού τήν ἔκανε νά κατεβάσει τό κεφάλι.
- Μήν ἔχεις ἀγωνία γιά τό ποῦ ἄφησε τό σπίτι ἡ γιαγιά. Τό ἄφησε σέ σένα, Βασιλική μου, μέ τήν ἐλπίδα ὅτι θά σέ ἔχουμε δίπλα μας καί θά νοιαζόμαστε γιά σένα. Δέν τῆς πέρασε ποτέ ἀπό τόν νοῦ ὅτι θά τό που­λοῦ­σες. «Τήν Βασιλική, κόρη μου», μοῦ εἶπε λίγες μέρες πρίν πεθάνει, «νά τή νοιάζεστε», μόνη εἶναι στόν κόσμο, τά παιδιά της ξενιτεύτηκαν. Μόνο ἐσᾶς ἔχει. Τῆς ἀ­φή­νω αὐτό τό σπίτι γιά νά μένει δίπλα σας».
Ἔκανε μία παύση ἡ Εἰρήνη καί ὕστε­ρα ἄνοιξε τό μαῦρο τσαντάκι. Ἔβγαλε ἕνα χαρτί καί τό ἔβαλε στά χέρια τῆς Βασιλικῆς. Ἀναγνώρισε τόν γρα­φι­κό χαρακτή­ρα τῆς μάνας της καί ἦταν φῶς φανάρι ὅτι τό ἔγραψε μέ τρεμάμενο χέρι.
«Νά δοθοῦν μέχρι καί τό τελευταῖο εὐ­ρώ σέ φτωχούς. Νά μέ ἐλεήσει ὁ Θεός γιά ὅλα τά χρόνια πού τούς ξέχασα!».
- Τά μέτρησα καί τά ξαναμέτρησα μπροστά της, εἶπε συγκινημένη ἡ Εἰρήνη. Εἶναι δέκα χιλιάδες εὐρώ! Δέν λέει τίποτα στή διαθήκη της γι᾽ αὐτό, γιατί δέν θέλει νά γίνει γνωστό. Ἐσύ ὅμως πού εἶσαι ἡ κόρη της ἔπρεπε νά τό ξέρεις.
Ἔμειναν ὅλοι βουβοί καί συγκινημένοι νά κοιτάζουν τή δέσμη μέ τίς δέκα χιλιάδες εὐρώ.
- Ἔεε, χάσαμε τήν ἀλλαγή τοῦ χρόνου! φώναξε δακρυσμένος ὁ Δημήτρης, κι ἔδειξε τό ρολόι τοῦ τοίχου πού ἔδειχνε δώδεκα καί πέντε!
- Δέν τή χάσαμε, ἀδελφέ μου, τήν κερδίσαμε, εἶπε μέ ἕνα λυγμό στή φωνή ἡ Βασιλική καί ἔπεσε γονατιστή στά πόδια τῆς Εἰρήνης ἁρπάζοντας καί φιλώντας τά χέρια της.
- Φιλῶ τά χέρια πού φρόντισαν τή μάνα μου, εἶπε, καί δέκα χέρια τή σήκωσαν καί τῆς ἔσφιξαν τά δικά της μέ ἀγάπη.
Ὕστερα σηκώθηκε καί πῆγε πρός τήν πόρτα. Γύρισε καί τούς κοίταξε ὅλους μέ χαμόγελο.
- Πάω νά βγάλω τό «Πωλεῖται» ἀπό τήν εἴσοδο, εἶπε καί ἡ φωνή της πνίγηκε μέσα στά χειροκροτήματα.


Ἑλένη Βασιλείου

"Ἀπολύτρωσις", Ἰαν. 2020