Κύριε διευθυντά
Εἶμαι μία μοναχή τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Παταπίου, πού ἐπί 55 χρόνια τῆς πολύτιμης ζωῆς μου ἀφιέρωσα γιά νά ζήσω μία ἄλλη ποιότητα ζωῆς. Δέν ξέρω ἄν τά κατάφερα, ὁ Θεός γνωρίζει - ὅμως, ἔχω μέσα μου μία πληρότητα γιά ὅ,τι προσπάθησα.
Μέ ἔκπληξη εἶδα στό «Κ» τῆς κυριακάτικης «Καθημερινῆς», 13ης Ὀκτωβρίου, ἀφιέρωμα, καί μέ ἐξώφυλλο μάλιστα, στό «ἀρχιτεκτονικό θαῦμα» ὅπως τό ἀποκαλεῖτε τοῦ πρώτου ἀποτεφρωτηρίου στήν Ἑλλάδα.
Εἶσθε ἕνας ἀξιοπρεπής δημοσιογράφος, μέ παιδεία καί σᾶς ἐρωτῶ: Αὐτό εἶναι τό πολιτιστικό ἀποκορύφωμα τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου ἤ ὁ ἐξευτελισμός; Τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου δέν εἶναι βιομηχανικό κατάλοιπο, πού τό φτυαρίζεις σάν ἀπόβλητο. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι, ἄν τό πιστεύετε, «εἰκόνα καί ὁμοίωσις Θεοῦ» καί ἀξίζει τιμῆς, σεβασμοῦ καί ἀξιοπρέπειας, ἀκόμη καί στόν θάνατό του. Πηγαίνετε στά ἐνδότερα τοῦ «κοσμήματος» νά φρίξετε μέ τήν ὅλη διαδικασία καί νά φτύσετε ἀκόμη καί τό νερό πού πίνετε. Ἀκόμη καί τό σκυλί σου τό θάβεις στήν ἄκρη τοῦ κήπου σου, καί ἔχεις γι᾽ αὐτό δύο δάκρυα.
Λυπηθήκατε τίς κάποιες χιλιάδες πού ξοδεύουν κάποιοι γι᾽ αὐτήν τήν ἀπεχθῆ διαδικασία ἀναζητώντας την ἀλλοῦ. Δέν ἄκουσα νά λυπᾶται κανείς γιά τά ἑκατομμύρια πού δίδονται στίς ἐκτρώσεις, στήν κραιπάλη, στά ναρκωτικά, στά «καλλυντικά», στή μόδα, στούς οἴκους ἀνοχῆς, στούς πολέμους, στήν προσφυγιά, στίς σφαγές, στίς βρώμικες συναλλαγές, στήν προσπάθεια κάποιων ἰσχυρῶν, γιά νά εἶναι πιό δυστυχισμένος ὁ κόσμος.
Τί ὑποκρισία! Ὄχι δική σας, ἀλλά αὐτῆς τῆς παραπαίουσας κοινωνίας στή δύστυχη Ἑλλάδα ὅπως τήν κατήντησαν σήμερα. Μία χώρα χωρίς παιδεία, χωρίς ἠθικές ἀξίες, χωρίς ἰδανικά. Ὅ,τι διεστραμμένο καί ἀνώμαλο εἶναι πρόοδος στούς «καθυστερημένους» Ἕλληνες χωρίς Θεό, καί κανείς δέν διαμαρτύρεται, οὔτε προσμετράει τό κόστος· ἡ βία καί ἡ ἀναρχία εἶναι δημοκρατία καί ὁ ἄκρατος ὑλισμός θεότης, στό τίποτα τῆς ὑπάρξεώς μας.
Δέν μέ ἐνοχλεῖ τόσο ἡ ἄποψίς τους, ἄν καί ἀποκρουστική, ὁ κάθε ἄνθρωπος εἶναι ἐλεύθερος καί ἐκφράζει τόν ψυχισμό του, ὑγιῆ ἤ ἀρρωστημένο, μέ τίς πράξεις του. Μέ ἐνοχλεῖ ἡ ἄποψις ὅτι ἤμασταν ὀπισθοδρομικοί καί ξαφνικά, ἐπιτέλους, προοδεύσαμε καί γίναμε πολιτισμένοι.
Ὑπάρχουν στή χώρα μας δύο κάστες πολιτῶν: οἱ προοδευτικοί κουλτουριάρηδες, πού δικαιοῦνται ἐπιδεικτικῆς ἀπόψεως στά μέσα ἐνημερώσεως, καί τά ταπεινά «ὑπόλοιπα ἐπικρατείας», πού κάνουν τό «λάθος» νά κάνουν τόν σταυρό τους.
Μήν ξαναπάει κανείς στό Ἄουσβιτς, οὔτε πουθενά ἀλλοῦ γιά νά θυμώσει καί νά «φρίξει» μέ τά κρεματόρια τῶν ναζί. Σέ 70 χιλιόμετρα μόνο, μπορεῖ νά διαβάσει τή «φρικτή» ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος καί νά «μισήσει» τά θηρία πού τήν κατέφαγαν. Μόνο 70 χιλιόμετρα τζάμπα! Ἀλλά ἐκεῖ στή Ριτσώνα δέν εἶναι Ἄουσβιτς, εἶναι «πολιτισμός» στό ἀρχιτεκτονικό αὐτό θαῦμα, δέν εἶναι ναζί, ἔχει καί ἀναψυκτήριο, νά ξεχάσουν τόν πόνο τους, καί τόν ἑαυτό τους τόν ἴδιο, ἀφοῦ ξεφορτώθηκαν πανεύκολα τόν νεκρό, δέν λερώθηκαν κἄν νά σκύψουν στόν τάφο του. Θλίψις, ὀργή, ἀπέχθεια γιά τό πῶς κατήντησε τό ἔσωθεν τοῦ Ἕλληνα.
Ὁ Χριστός ἀργεῖ! Δέν χωράει στή ζωή μας, μᾶς καθυστερεῖ ἀπό τήν κούφια καθημερινότητά μας. Ὁ Χριστός καί ἡ Ἐκκλησία του δέν ἀναζητεῖ πελάτες. Ἀγάπη ἀποζητεῖ ἀπό καθαρή καρδιά, «ὅτι αὐτὸς πρῶτος ἠγάπησε τὸν κόσμον».
Σᾶς ζητῶ συγγνώμη καί εὐχαριστῶ γιά τή δημοσίευση τῆς ἐπιστολῆς μου.
Δέν εἶναι ὀργή. Εἶναι θλίψις γι᾽ αὐτήν τή θολωμένη, δύστυχη Ἑλλάδα, πού χαίρεται μόνο γιατί ἔμεινε στόν «πολιτισμό» τοῦ εὐρώ!
ΙΟΥΣΤΙΝΑ, Μοναχή