Περπατοῦσε καί κλωτσοῦσε ὅ,τι ἔβρισκε στόν δρόμο του ὁ Ἄρης. Ἕνα τενεκεδάκι, ἕνα μικρό σκουπιδοτενεκέ πού ἦταν στήν ἄκρη τοῦ δρόμου, μία πέτρα πού τόν ἔκανε νά βρίσει ἀπό τόν πόνο πού ἔνιωσε στό μεγάλο δάκτυλο τοῦ ποδιοῦ... Περπατοῦσε, κλωτσοῦσε καί ἔβριζε. Εἶχε θυμό μέσα του ὁ Ἄρης, ἔβραζε ὁλόκληρος! Κάθε φορά πού ἔβρισκε κάτι καί τό κλωτσοῦσε, εἶχε τήν αἴσθηση ὅτι κλωτσοῦσε τήν τύχη του, τό ἄδικο, ἐκείνους ὅλους πού τόν πλήγωσαν. Τά οὐρλιαχτά τῆς ψυχῆς του δέν τόν ἄφηναν οὔτε νά ἀκούσει οὔτε νά δεῖ τίποτα. Οὔτε τή γεμάτη ἀγωνία φωνή τοῦ καθηγητῆ του πού φώναζε τό ὄνομά του.
-Ἐμένα κανείς δέν μέ ἀγαπάει, μονολογοῦσε καί κλωτσοῦσε.
Δεκαπέντε χρονῶν ὁ Ἄρης καί δέν χόρτασε μιά ζεστή ἀγκαλιά. Δέν κούρνιασε ποτέ πάνω σέ κάποια καρδιά πού νά τόν ἀγαπᾶ, γιά νά πεῖ τόν πόνο του, οὔτε βρέθηκε χέρι νά σκουπίσει τά δάκρυά του. Ἔνιωθε νά περισσεύει πάνω σ᾽ αὐτό τό φλούδι τῆς γῆς.
Τελευταία μέρα στό σχολεῖο. Ὅλα τά παιδιά περίμεναν μέ λαχτάρα τά Χριστούγεννα. Κι ὁ Ἄρης τά περίμενε μέ λαχτάρα. Ἡ χριστουγεννιάτικη γιορτή τοῦ σχολείου ζέστανε τήν πονεμένη καρδιά του. Εἶχε καί μία κρυφή χαρά. Ὁ Τάσος ὁ συμμαθητής του τοῦ πρότεινε νά πάει στό σπίτι τους μερικές μέρες καί ἦρθε στό σχολεῖο ἕτοιμος μέ τόν σάκο του.
Μά ὁ Τάσος σήμερα οὔτε πού τόν πλησίασε, οὔτε κἄν τόν κοίταξε. Μόνο σάν χτύπησε τό κουδούνι γιά νά φύγουν, τοῦ ψιθύρισε μέ κατεβασμένο τό κεφάλι: «Δέν ἀφήνει ὁ πατέρας μου»!
Τοῦ ἦρθε νά βάλει τά κλάματα ὁ Ἄρης, μά κρατήθηκε.
-Δέν πειράζει, εἶπε καί σήκωσε ἀπογοητευμένος τόν σάκο του.
-Τί ἔγινε, Ἄρη, πᾶμε ταξιδάκι; ἄκουσε τήν περιπαιχτική φωνή τοῦ Φώτη νά τόν εἰρωνεύεται καί τότε ἄναψε τό αἷμα του καί δίχως νά μπορεῖ νά ἐλέγξει τόν ἑαυτό του ἡ γροθιά του ἔπεσε βαρειά στό πρόσωπο τοῦ Φώτη. Τό μόνο πού εἶδε ἦταν τά αἵματα πού ἔτρεξαν ἀπό τή μύτη τοῦ συμμαθητῆ του κι ἀφήνοντας τόν σάκο καταγῆς τό ἔβαλε στά πόδια.
Στάθηκε στήν κεντρική πλατεία ὁ Ἄρης καί μέ τίς γροθιές του ἀκόμα σφιγμένες πλησίασε τή φάτνη τοῦ Χριστοῦ. Τοῦ ἦρθε νά κλωτσήσει τόν ξύλινο φράκτη πού τήν ἀσφάλιζε κι ἦταν ἕτοιμος νά τό κάνει, ὅταν δίπλα του ἄκουσε μιά φωνή νά τόν παρακαλάει:
-Νεαρέ, μπορεῖς σέ παρακαλῶ πολύ νά μέ βοηθήσεις;
Γύρισε καί κοίταξε ξαφνιασμένος τή νεαρή γυναίκα πού τοῦ μίλησε.
-Μπορεῖς νά τόν βάλεις μέσα στόν φράκτη; Δέν μπορῶ νά τόν σηκώσω, ἐξήγησε χαμογελαστή, δείχνοντας τήν κοιλιά της σέ προχωρημένη ἐγκυμοσύνη.
Ἔνιωσε τίς γροθιές του νά χαλαρώνουν καί νά ἀνοίγουν ὁ Ἄρης. Ἀγκάλιασε τό μικρό ἀγόρι καί σάν πούπουλο τό σήκωσε καί τό ἔβαλε μέσα στόν φράκτη.
-Ἔλα, ἔλα κι ἐσύ!
Τό μικρό ἀγόρι τόν τραβοῦσε ἀπό τό χέρι καί μέ μία δρασκελιά βρέθηκε μέσα στή φάτνη δίπλα στόν μικρό Χριστό.
-Ἔ, τί κάνετε ἐκεῖ; ἀκούστηκε αὐστηρή ἡ φωνή ἑνός ὑπαλλήλου τοῦ Δήμου, εἰδικοῦ γιά τή φύλαξη τοῦ χώρου.
Τά ἔχασε ὁ Ἄρης καί κοίταξε μέ ἀγωνία τή γυναίκα.
- Μπήκαμε νά προσκυνήσουμε τόν Χριστούλη! ἀπάντησε μέ φυσικότητα ὁ μικρός καί ἔσκυψε καί φίλησε τό Βρέφος πού ἦταν ξαπλωμένο μέσα στή φάτνη.
- Ἄντε, προσκύνησε κι ἐσύ!
Ὁ Ἄρης πού δέν περίμενε αὐτή τήν ἐξέλιξη κοίταξε ἀμήχανα τό παιδί. Ἡ ἁπλότητα μέ τήν ὁποία τόν κοιτοῦσε, ἡ φυσικότητά του τόν ἔκαναν νά χαμογελάσει.
-Ἐσύ εἶσαι μεγάλος καί πρέπει νά γονατίσεις! τοῦ εἶπε καί τόν τράβηξε πρός τά κάτω.
Γονάτισε δίπλα στό θεῖο Βρέφος ὁ Ἄρης καί τό προσκύνησε. Ὕστερα σηκώθηκε καί σήκωσε στήν ἀγκαλιά του τό μικρό ἀγόρι. Ἡ μαμά ἀπ᾽ ἔξω ἔβγαζε φωτογραφίες καί χαμογελοῦσε εὐτυχισμένη. Χαμογέλασε κι ὁ Ἄρης. Ποτέ κανείς δέν τόν ἔβγαλε φωτογραφία μέσα σέ μία φάτνη ἤ δίπλα σέ ἕνα χριστουγεννιάτικο δέντρο. Οἱ γονεῖς του ἀπό νωρίς τράβηξαν χώρια τή ζωή τους ἀφήνοντάς τον στή γιαγιά καί στόν παππού. Γρήγορα ἔχασε καί τή γιαγιά. Οὔτε πού τή θυμᾶται πῶς ἦταν ὁ Ἄρης. Ἔμεινε μόνος μέ τόν παππού. Ἕναν καλό ἀνθρωπάκο πού τόν μεγάλωσε δίχως νά τοῦ λείψει τίποτα. Τά εἶχε ὅλα ὁ παππούς μά δέν εἶχε ἀγκαλιά...
Κράτησε γιά λίγο στήν ἀγκαλιά του τόν μικρό κι ὕστερα τόν ἄφησε δίπλα στή μαμά του.
- Πές «εὐχαριστῶ!», εἶπε ἡ μανούλα στόν γιό της.
- Εὐχαριστῶ πολύ! εἶπε ἐκεῖνος χαρούμενος. Πῶς σέ λένε;
-Ἄρη, ἀπάντησε. Ἐσένα;
- Ἀποστόλη, εἶπε ὁ μικρός καί σάν μεγάλος τοῦ ἔδωσε τό χέρι.
-Εὐχαριστῶ πολύ, Ἄρη, σοῦ εὔχομαι καλά Χριστούγεννα! εἶπε ἡ νεαρή μητέρα καί τόν κτύπησε χαϊδευτικά στήν πλάτη.
Ἔφυγαν μητέρα καί γιός κι ἔμεινε ὁ Ἄρης μόνος του μέ κάτι ζεστό στήν καρδιά του. Οὔτε θυμό εἶχε πιά οὔτε ὀργή. Γύρισε καί κοίταξε ξανά τή φάτνη. Τό βλέμμα του στάθηκε στόν μικρό Χριστό.
-Σέ προσκύνησα! τοῦ ψιθύρισε καί ξεκίνησε γιά τό σπίτι.
Ὁ παππούς δέν θά τόν περίμενε. Ἤξερε ὅτι θά ἔκανε Χριστούγεννα μέ τόν Τάσο. Θυμήθηκε τή γροθιά πού ἔδωσε στόν Φώτη καί σφίχτηκε τό στομάχι του. Ἔχει γοῦστο νά τοῦ ἔκανε καμιά ζημιά χριστουγεννιάτικα! Θυμήθηκε τόν σάκο του πού τόν ἄφησε στό σχολεῖο. Ἄχ, γιατί δέν μπόρεσε νά συγκρατήσει τόν θυμό του;
Ἄνοιξε τήν πόρτα καί μπῆκε μέσα στό σπίτι του. Ὁ παππούς πού τόν εἶδε τινάχτηκε ὄρθιος σάν παλληκαράκι καί τά μάτια του ἔλαμψαν ἀπό χαρά.
-Παππού, παππού μου! πρόφερε μέ λαχτάρα ὁ Ἄρης σάν εἶδε τή χαρά στά μάτια τοῦ γέρου.
- Ἦρθε ὁ Τάσος κι ἔφερε στεναχωρημένος τόν σάκο σου, γιέ μου. Μοῦ εἶπε καί γιά τή γροθιά πού ἔδωσες. Ἀνησύχησα, παλληκάρι μου, ποῦ ἤσουν;
-Στή Βηθλεέμ! εἶπε ὁ Ἄρης κι ὁ παππούς τόν κοίταξε ἀπορημένος.
-Λυπήθηκα, παιδί μου, πού δέν μπορεῖς νά πᾶς στόν Τάσο.
- Ἐγώ δέν λυπᾶμαι, παππού! Τώρα πιά δέν λυπᾶμαι! Θά κάνουμε μαζί Χριστούγεννα, παππού! Ἔλα νά σέ κάνω μία ἀγκαλιά, εἶναι ὡραῖο πράμα ἡ ἀγκαλιά, παππού!
Κούρνιασε μέσα στή νεανική ἀγκαλιά ὁ παππούς κι ἔνιωσε νά λειώνει ἡ καρδιά του γιά τοῦτο τό ἀδικημένο. Κι ὁ Ἄρης ἔκλαιγε σάν μωρό παιδί γιά τίς ἀγκαλιές πού στερήθηκε, γιά τήν ἀγκαλιά πού στέρησε.
-Τί χαρά μοῦ ἔδωσες, γιέ μου, σήμερα, τί χαρά!
Τήν ἑπόμενη μέρα ὁ ὑπάλληλος τοῦ Δήμου ξαφνιάστηκε ὅταν εἶδε ἕναν νεαρό -δέν τοῦ πῆγε ὁ νοῦς ὅτι ἦταν ὁ χθεσινός- νά σηκώνει σάν πούπουλο ἕναν παππούλη καί νά τόν βάζει μέσα στή φάτνη.
-Ἔ, τί κάνετε ἐκεῖ; φώναξε αὐστηρά.
- Ἤρθαμε νά προσκυνήσουμε! ἀπάντησε χαρούμενος ὁ Ἄρης κι ἔβγαλε μία σέλφι φωτογραφία μέ τό κινητό του. Αὐτός κι ὁ παππούς στή φάτνη. Ἦταν ἡ πρώτη τους φωτογραφία...
- Ἔ, παππού! εἶπε καί τοῦ ἔκλεισε τό μάτι ὁ Ἄρης. Ποτέ δέν εἶναι ἀργά!
Ἑλένη Βασιλείου