Ἡ παραβολή τοῦ ἄφρονος πλουσίου
12,16. Εἶπε δὲ παραβολὴν πρὸς αὐτοὺς λέγων· ἀνθρώπου τινὸς πλουσίου εὐφόρησεν ἡ χώρα.
Παραστατικός διδάσκαλος ὁ Κύριος, γιά νά καταστήσει ζωηρότερη καί εὐκρινέστερη τήν ἀλήθεια πού διατύπωσε στόν προηγούμενο στίχο διηγεῖται μία παραβολή.
Κάποιου πλούσιου ἀνθρώπου εὐφόρησεν ἡ χώρα, ἔδωσε, δηλαδή, καρπό πολύ. ῾Η λέξη χώρα ἐκτός ἀπό τήν σημασία τήν ὁποία διατηρεῖ μέχρι σήμερα, σήμαινε ἐπίσης τήν καλλιεργημένη γῆ (πρβλ. Λκ 21,21· ᾿Ιω 4,35· ᾿Ια 5,4) καί χρησιμοποιεῖται ἀντί τοῦ «ἀγρός ἤ κτῆμα». ᾿Εδῶ δηλώνει ὅτι ὅλα τά χωράφια πού καλλιεργοῦσε ὁ πλούσιος ἀπέδωσαν πλούσια σοδειά. Πλουσιοπάροχα χάρισε ὁ Θεός τήν εὐλογία του καί ἔκανε τόν πλούσιο ἀκόμη πλουσιώτερο.
«Γιατί εὐφόρησεν ἡ χώρα ἑνός ἀνθρώπου πού δέν ἐπρόκειτο νά κάνει κανένα καλό μέ τά περισσότερα κέρδη του;», ἀναρωτιέται ὁ Μ. Βασίλειος. ῾Η ἀπάντηση εἶναι ὅτι ἔτσι ὁ Θεός ἔδειξε τήν δική του ἀγαθότητα30[1]. ῾Ικανοποίησε τήν ἐπιθυμία τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ γιά πλούτη, ὥστε νά τόν φυλάξει ἀπό ἀδικίες καί κλοπές. Τοῦ ἔδωσε ὅμως καί μία εὐκαιρία γιά ἐλεημοσύνη. ῾Ο τρόπος, βέβαια, μέ τόν ὁποῖο ὁ πλούσιος θά διαχειριζόταν τήν μεγάλη του σοδειά θά ἦταν καθοριστικός γιά τήν ἡμέρα τῆς κρίσεως.
12,17. καὶ διελογίζετο ἐν ἑαυτῷ λέγων· τί ποιήσω, ὅτι οὐκ ἔχω ποῦ συνάξω τοὺς καρπούς μου;
῾Ο πλούσιος δέν εὐχαριστεῖ τόν Θεό γιά τήν εὐφορία τῶν χωραφιῶν του. Δέν προλαβαίνει κἄν νά χαρεῖ γιά τήν πλούσια καρποφορία. Κατακλύζεται ἀπό σκέψεις καί ἀγωνίες· τί ποιήσω, ὅτι οὐκ ἔχω ποῦ συνάξω τοὺς καρπούς μου; ῾Η ἀφθονία τῶν ἀγαθῶν, ἀντί νά δώσει μία ἄνεση στόν πλούσιο, τόν φορτώνει μέ φροντίδες. Βρέθηκε σέ ἀμηχανία, διότι δέν εἶχε χώρους τόσο εὐρύχωρους, ὥστε νά χωρέσουν ὅλοι οἱ καρποί του. Στενοχώρια δέν προκαλεῖ μόνον ἡ φτώχεια μέ τήν στέρηση τῶν ἀναγκαίων ἀλλά καί ὁ πλοῦτος μέ τήν ἀφθονία τῶν περιττῶν, ὅταν ἡ λογική δέν πρυτανεύει στήν διαχείρισή τους.
«῎Εχεις ἀποθήκας τῶν πτωχῶν τάς γαστέρας, πολλά δυναμένας χωρεῖν, καί ἀκαταλύτους καί ἀφθάρτους», γράφει ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος ἀπευθυνόμενος στόν ἄφρονα τῆς παραβολῆς. ῎Αν μοίραζε ἀπό τήν περίσσεια σοδειά του στούς φτωχούς, θά ἔλυνε τό πρόβλημα πού τοῦ προέκυψε, καί ἐπιπλέον, θά κέρδιζε καταθέσεις στόν οὐρανό. Διότι, ὅπως διαβάζουμε στό βιβλίο τῶν Παροιμιῶν, «δανείζει Θεῷ ὁ ἐλεῶν πτωχόν, κατὰ δὲ τὸ δόμα αὐτοῦ ἀνταποδώσει αὐτῷ» (19,17). ῾Ο ἄνθρωπος ὅμως τῆς παραβολῆς ἤθελε νά ἀποθηκεύσει τά ἀγαθά του στόν κόσμο αὐτόν ἀπό τόν ὁποῖο κάποια στιγμή θά ἔφευγε, καί δέν σκέφθηκε νά τά ἀποθηκεύσει μέ τήν ἐλεημοσύνη στόν ἄλλο κόσμο, ὅπου ἦταν βέβαιο ὅτι κάποτε θά ἔφθανε.
12,18. Καὶ εἶπε· τοῦτο ποιήσω· καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας καὶ μείζονας οἰκοδομήσω, καὶ συνάξω ἐκεῖ πάντα τὰ γενήματά μου καὶ τὰ ἀγαθά μου.
Μετά ἀπό πολλή σκέψη ὁ πλούσιος κατέληξε σέ μία ἀπόφαση· τοῦτο ποιήσω, αὐτό θά κάνω, εἶπε. ᾿Αλλά ἡ ἀπόφασή του τόν ἔβαλε σέ καινούργιες ἔγνοιες καί σέ μεγάλες δαπάνες· καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας καὶ μείζονας οἰκοδομήσω. ᾿Αποφάσισε νά γκρεμίσει τίς ἀποθῆκες του καί νά τίς ξαναχτίσει εὐρυχωρότερες. Καί ἄν τά χωράφια του εἶχαν εὐφορία καί τήν ἑπόμενη χρονιά, θά ξαναγκρέμιζε ἄραγε τίς ἀποθῆκες του, γιά νά τίς ξαναχτίσει καινούργιες;
Τήν ἀφροσύνη τοῦ πλουσίου ὑπογραμμίζει, ἐπίσης, ἡ ἐπίμονη ἐπανάληψη τῆς κτητικῆς ἀντωνυμίας μου. Θεωρεῖ δικά του τά γενήματα, τούς καρπούς τῆς γῆς, καί τά ἀγαθά, τά ποικίλα ἄλλα ἀποθηκεύσιμα προϊόντα. Λησμονεῖ ὅτι ὅλα αὐτά εἶναι δῶρα τοῦ Θεοῦ. Στόν Δημιουργό ἀνήκει τό χῶμα τῆς γῆς, ὁ ἥλιος καί ἡ βροχή· αὐτός παρέχει τά πρῶτα σπέρματα καί τίς πρῶτες ὕλες. «Τί δὲ ἔχεις ὃ οὐκ ἔλαβες; εἰ δὲ καὶ ἔλαβες, τί καυχᾶσαι ὡς μὴ λαβών;», γράφει ἀργότερα στούς Κορινθίους ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Α´ Κο 4,7).
12,19. καὶ ἐρῶ τῇ ψυχῇ μου· ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη πολλά· ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου.
῾Ικανοποιημένος γιά τήν ἀπόφαση πού πῆρε ὁ πλούσιος πλανᾶται νομίζοντας ὅτι θά μπορεῖ, ὅταν πλέον γεμίσει τίς καινούργιες του ἀποθῆκες, νά πεῖ στήν ψυχή του· ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη πολλά. Μέσα στό παραλήρημά του ἀδυνατεῖ νά σκεφθεῖ ὅτι ἀκόμη καί ἄν ἔχει τά ἀγαθά στίς ἀποθῆκες του, δέν ἐξουσιάζει αὐτός τά χρόνια τῆς ζωῆς του (πρβλ. ᾿Ια 4, 13-16). Ξεχνᾶ ὅτι εἶναι ἄδηλο τό τέλος του. Ξεχνᾶ, ἐπίσης, πόσο ἄστατη εἶναι ἡ ζωή τῶν ἀνθρώπων καί πόσοι κίνδυνοι ἀπειλοῦν τά πολλά ἀγαθά του.
Αὐτό ὅμως πού προβάλλει ἀκόμη μεγαλύτερη τήν ἀφροσύνη του εἶναι ἡ ἐντελῶς παράλογη προτροπή πρός τήν ψυχή του· ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου. Στήν ἄυλη ψυχή προσφέρει ὑλικά ἀγαθά, γιά νά ἀναπαυθεῖ καί νά εὐφρανθεῖ! ῾Η ψυχή, ὡστόσο, ἔχει πνευματική ὑπόσταση καί ἑπομένως ἀναζητᾶ ἄλλου εἴδους ἀπολαύσεις. ῎Εκπληκτος ὁ Μ. Βασίλειος ἀναφωνεῖ· «῎Ω τοῦ παραλογισμοῦ! ῎Αν εἶχες ψυχή χοίρου θά τῆς ταίριαζαν αὐτά τά λόγια. Τόσο κτηνώδης εἶσαι, τόσο ἄγευστος ἀπό τά ἀγαθά πού προτιμᾶ ἡ ψυχή καί τῆς προσφέρεις τροφές πού ἀνήκουν μόνο στήν σάρκα καί ὅ,τι προορίζεται γιά τόν ἀφεδρώνα αὐτά προσφέρεις στήν ψυχή;».
12,20. Εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Θεός· ἄφρον, ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ· ἃ δὲ ἡτοίμασας τίνι ἔσται;
῾Η συγκέντρωση ἀγαθῶν πού ἐξυπηρετοῦν τήν ζωή ἀποτελεῖ μία πολύ φρόνιμη καί λογική ἐνέργεια γιά τόν ἄνθρωπο καί μάλιστα γιά τόν οἰκογενειάρχη, διότι ἀπό τήν ἐργατικότητα καί τήν προνοητικότητά του ἐξαρτᾶται ἡ ζωή τῶν μελῶν τῆς οἰκογενείας του. Τήν ὀκνηρία καί ἀπρονοησία κανείς ποτέ δέν τήν ἐπαίνεσε. Καί ὅμως ὁ πλούσιος τῆς παραβολῆς, ὁ ὁποῖος φροντίζει γιά τήν ἀποταμίευση τῶν ἀγαθῶν του, προσφωνεῖται ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό ἄφρον. Δέν τόν καθιστᾶ ἄφρονα ἡ προνοητικότητα, ἀλλά ἡ προσκόλλησή του στά ὑλικά καί ἡ παντελής ἀπουσία τοῦ Θεοῦ ἀπό τά σχέδιά του.
Ἀπό τίς διάφορες κατηγορίες ἀνθρώπων πού χαρακτηρίζει ἡ ἁγία Γραφή ὡς ἄφρονες ἐπισημαίνω τρεῖς · α) τούς ἀθέους (βλ. Ψα 13,1· 52,1), β) τούς πλεονέκτες (βλ. Λκ 12,20) καί γ) ἐκείνους πού ζοῦν χωρίς τήν ἐλπίδα στήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν (βλ. Α´ Κο 15,36). ῾Η ἀθεΐα, ἡ πλεονεξία καί ἡ ἀπελπισία ἀποτελοῦν τρεῖς τρέλλες, οἱ ὁποῖες συνδέονται ἄρρηκτα μεταξύ τους.
῾Υπῆρξε, πράγματι, τραγικό τό τέλος τοῦ ἄφρονος πλουσίου τῆς παραβολῆς. ῾Ο ἴδιος ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος διάβαζε τίς σκέψεις του καί γνώριζε ὅλα τά σχέδιά του, τοῦ ἀναγγέλλει· ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ. Τό ρῆμα «ἀπαιτῶ» ἔφερνε στήν σκέψη τῶν ἀκροατῶν τοῦ Κυρίου τούς τελῶνες καί τήν σκληρότητα μέ τήν ὁποία ἅρπαζαν τούς φόρους ἀπό τόν λαό. ᾿Από τόν προφήτη ᾿Ησαΐα οἱ τελῶνες ὀνομάζονται «οἱ ἀπαιτοῦντες» (᾿Ησ 3,12).
Μέ βιαιότητα, παρά τήν θέλησή του, οἱ δαίμονες θά ἁρπάξουν τήν ψυχή τοῦ ἄφρονος πλουσίου, ὁ ὁποῖος εἶχε τόσο προσκολληθεῖ στίς ὑλικές ἀπολαύσεις, ὥστε τοῦ ἦταν ἀδύνατο καί νά σκεφθεῖ ἀκόμη ὅτι θά ἀποσπασθεῖ κάποτε ἀπό αὐτές. ῎Αν, ἀντίθετα, ἦταν δίκαιος, μέ χαρά καί ἀγαλλίαση θά παρέδιδε τό πνεῦμα του στόν Θεό, ὁπότε κάποια ἄλλη ἀνάλογη ἔκφραση θά χρησιμοποιοῦνταν γιά τόν θάνατό του.
Τόν πόνο τοῦ πλουσίου γιά τόν βίαιο ἀποχωρισμό του ἀπό τήν ζωή καί τήν περιουσία του ἐπιτείνει τό ἐρώτημα πού τοῦ τίθεται· ἃ δὲ ἡτοίμασας τίνι ἔσται; Τά ἀγαθά γιά τά ὁποῖα τόσο μόχθο κατέβαλε ὄχι μόνο δέν θά τά πάρει μαζί του, ἀλλά εἶναι ἄγνωστο ἄν θά εἶναι οἰκεῖοι του ἐκεῖνοι πού θά τά καρπωθοῦν.
12,21. Οὕτως ὁ θησαυρίζων ἑαυτῷ, καὶ μὴ εἰς Θεὸν πλουτῶν.
῾Ο στίχος εἶναι ὁ ἐπίλογος καί τό ἠθικό συμπέρασμα τῆς παραβολῆς. Τό ρῆμα «θησαυρίζω» σημαίνει «ἀποταμιεύω στό θησαυροφυλάκιο, ἀποθηκεύω». Θά πάθει οὕτως, ὅ,τι ἔπαθε ὁ ἄφρων πλούσιος, ὁ θησαυρίζων ἑαυτῷ, καθένας πού μαζεύει τά ἀγαθά μόνο γιά τόν ἑαυτό του. Τό κέρδος του θά εἶναι ἄγχος καί ἀγωνία, αἰφνίδιος θάνατος καί κόλαση αἰώνια.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφει στόν μαθητή του Τιμόθεο· «ἔχοντες δὲ διατροφὰς καὶ σκεπάσματα, τούτοις ἀρκεσθησόμεθα. οἱ δὲ βουλόμενοι πλουτεῖν ἐμπίπτουσιν εἰς πειρασμὸν καὶ παγίδα καὶ ἐπιθυμίας πολλὰς ἀνοήτους καὶ βλαβεράς, αἵτινες βυθίζουσι τοὺς ἀνθρώπους εἰς ὄλεθρον καὶ ἀπώλειαν» (Α´ Τι 6,8-9).
Τό εἰς Θεὸν πλουτῶν δέν σημαίνει νά μαζεύει ὁ ἄνθρωπος πλούτη γιά τόν Θεό, ὁ ὁποῖος ὡς ἀνενδεής ποτέ δέν πρόκειται νά τά χρειασθεῖ. Σημαίνει νά συγκεντρώνει πλούτη πού ἀρέσουν στόν Θεό. «Κατὰ Θεὸν δὲ πλοῦτος, ἡ κτῆσις τῶν ἀρετῶν», γράφει συνοπτικά ὁ Ζιγαβηνός. ῎Αν ὁ ἄνθρωπος ἀκολουθήσει τήν συμβουλή τοῦ Ψαλμωδοῦ, «πλοῦτος ἐὰν ρέῃ, μὴ προστίθεσθε καρδίαν» (61,11), καί δέν στηρίξει τήν πεποίθησή του στά πλούτη του ἀλλά μόνο στόν Θεό, τότε, πράγματι, θεωρεῖ ὡς μέγιστο πλουτισμό του τήν κοινωνία μαζί του καί τήν ἐκτέλεση τοῦ θείου θελήματος. ῾Ο ἅγιος Θεοφύλακτος ἑρμηνεύει· «ταμεῖον γάρ μοι τῶν ἀγαθῶν ἐστιν ὁ Θεός· ἀνοίγω καὶ αἴρω τὰ χρειώδη». ῾Ως ἀσφαλέστερο ταμεῖο του διαλέγει τόν ἴδιο τόν Θεό, ἀπό τόν ὁποῖο μπορεῖ νά λαμβάνει πάντοτε ὅ,τι τοῦ εἶναι ἀναγκαῖο.
Στεργίου Σάκκου, Ἑρμηνεία στό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο, τόμ. B΄, σελ. 206-214