Ἄν συναντοῦσες στούς δρόμους τοῦ Ζιτόμιρ τῆς Οὐκρανίας τό 1917 ἕναν τριαντάχρονο ἱερέα μέσα στήν παγωνιά, μέ παλιοπάπουτσα καί μέ ἕνα μόνο ζωστικό -ραμμένο μπροστά-, θά ἀνακάλυπτες τόν ἐλεήμονα π. Ἀρκάδιο Ὀστάλσκι. Τό γούνινο παλτό του, τό ζεστό παντελόνι του, οἱ δερμάτινες μπότες του ἔντυσαν τούς φτωχούς. Ἐπιλογή του τά εὐτελῆ καί φτωχά.
Ἄν περπατοῦσες τίς γειτονιές τοῦ Ζιτόμιρ στόν καιρό πού ξέσπασε ὁ ἐμφύλιος πόλεμος, θά ἀντίκριζες μέσα στήν ἀρρώστια, στήν πείνα, στήν κακουχία τή βαθειά εἰρήνη τοῦ Θεοῦ. Μία φιλανθρωπική ἀδελφότητα, μέ τήν εὐλογία τοῦ ἐπισκόπου Θαδδαίου, ἀγκάλιαζε τίς ἀνάγκες τῶν ἀνθρώπων ἀπό ὅλες τίς πόλεις. Ἱδρυτής της καί ἀκάματος διάκονός της ὁ π. Ἀρκάδιος. Μέσα στήν ταπεινή προσφορά καί στήν ἀκτημοσύνη του μαγνήτιζε πιστούς συνεργάτες.
Ἄν ἔμπαινες στόν ναό τοῦ Ἁγίου Νικολάου προσκυνητής, θά ἀνακαινιζόσουν ἀπό τίς καθημερινές κατανυκτικές ἀκολουθίες τοῦ ἐφημερίου του. Θά ἐνθουσιαζόσουν ἀπό τίς ἐμπνευσμένες καί συναρπαστικές ὁμιλίες του μέ ἐποικοδομητικό ἤ ἀντιαιρετικό περιεχόμενο. Θά διέκρινες τόν θεολόγο π. Ἀρκάδιο, πού σπούδασε στό Ἐκκλησιαστικό Σεμινάριο τοῦ Βολίνσκι καί στή Θεολογική Ἀκαδημία τοῦ Κιέβου. Ἑδραίωμα γιά τούς πιστούς, πού τόν ἐπονόμασαν «χρυσόστομο».
Ἄν βρισκόσουν στό μικρό ἐξομολογητήρι τοῦ ναοῦ γύρω στό μεσονύκτιο, θά ἀντίκριζες ἕνα ἁπλωμένο πετραχήλι -ὧρες πολλές μέ ὑπομονή- νά ἀνακουφίζει ψυχές. Σκυμμένος πάνω τους μέ προσοχή καί διάκριση ἔστεκε ὁ π. Ἀρκάδιος. Παρακινοῦσε καί βοηθοῦσε τούς πιστούς νά φανερώνουν μέ μετάνοια ὅλα τά ἁμαρτήματά τους.
Ἄν παρακολουθοῦσες τή θεία Λειτουργία μία Κυριακή τήν ἄνοιξη τοῦ 1922, θά ἔβλεπες ἕναν φρουρό ἀκοίμητο τῆς Ἐκκλησίας. Ἦταν τότε πού οἱ μπολσεβίκοι ἄρχισαν νά ἁρπάζουν ἀπό τούς ναούς ὅλα ἀνεξαιρέτως τά πολύτιμα ἐκκλησιαστικά ἀντικείμενα. Ὁ π. Ἀρκάδιος μέ ἐγκύκλιο τοῦ πατριάρχη Τύχωνος θέλησε νά προστατεύσει τουλάχιστον ὅσα χρησιμοποιοῦνταν στή θεία λατρεία. Αὐτό τοῦ κόστισε. Ἡ σύλληψή του ἔγινε ἀπό τήν ΓκεΠεΟυ τήν ὥρα πού ἔβγαινε ἀπό τόν ναό. Οἱ πιστοί προσπάθησαν νά ἀποσπάσουν ἀπό τά χέρια της τόν καλό ποιμένα. Κλείστηκαν μαζί του στή φυλακή τοῦ Ζιτόμιρ.
Ἄν τολμοῦσες νά βρεθεῖς στό τρομερό δικαστήριο πού στήθηκε ἐναντίον του, θά ἀποροῦσες μέ τήν ἀγόρευση τοῦ εἰσαγγελέα, ὅπου τόνισε τήν ἐνοχή τοῦ ταπεινοῦ λευΐτη: «Ἄνθρωποι σάν τόν ἱερέα Ἀρκάδιο ὄχι μόνο δέ χρειάζονται στό σοβιετικό κράτος, ἀλλά καί εἶναι ἐπιζήμιοι γι᾽ αὐτό». Τό δικαστήριο τόν καταδίκασε σέ θάνατο μέ τουφεκισμό. Ἄυπνος καί ταλαιπωρημένος ἀποκρίθηκε: «Εὐγνωμονῶ τόν Κύριο. Ὁ θάνατος εἶναι γιά μένα θεῖο δῶρο». Οἱ πιστοί προστάτευσαν τόν ποιμένα τους. Ἡ ποινή του μετατράπηκε σέ φυλάκιση πέντε ἐτῶν. Τό 1924 ἀμνηστεύτηκαν οἱ φυλακισμένοι κληρικοί πού τόλμησαν νά διαφυλάξουν τά ἐκκλησιαστικά σκεύη.
Ἄν μελετοῦσες τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ στή ζωή του, θά ἀνακάλυπτες μέ θαυμασμό τίς ἔκτακτες παρεμβάσεις του. Ἡ σύζυγός του, ἐνῶ ἐκεῖνος βρισκόταν στή φυλακή, παντρεύτηκε ἕναν ἀξιωματικό τοῦ Κόκκινου Στρατοῦ. Οἱ ἀρχές χορήγησαν ἀμέσως τό διαζύγιο. Ἐλεύθερος πιά ἀφοσιώθηκε στήν προσευχή καί στήν ἐκκλησιαστική διακονία. Ἀξιώθηκε νά καρεῖ μοναχός. Ἀφέθηκε ὁλοκληρωτικά στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Τό 1926 τιμήθηκε μέ τό ὀφίκιο τοῦ ἀρχιμανδρίτη. Λίγο ἀργότερα χειροτονήθηκε στή Μόσχα ἐπίσκοπος Λούμπνι. Τήν ἄνοιξη τοῦ 1927 κρυφά τέλεσε στήν ἔδρα του τή Λειτουργία τοῦ Πάσχα. Πρίν τήν ἀπόλυση ἔφυγε κυνηγημένος. Ἦταν ἡ πρώτη καί ἡ τελευταία του φορά πού λειτούργησε στήν ἐπαρχία του.
Ἄν ἰχνηλατοῦσες τή γήινη πορεία του, θά ἔβρισκες χνάρια χαραγμένα μέ αἷμα, μέ δάκρυ, μά καί μέ μύρα εὐγνώμονης ἀγάπης. Στά βουνά τοῦ Καυκάσου μαζί μέ ἄλλους κρυμμένους ἀσκητές λάτρευε τόν ζωντανό Κύριο. Μέσα στίς περιπλανήσεις του ἀρρώστησε ἀπό πλευρίτιδα. Ἐνοχοποιήθηκε ἄδικα γιά ἕνα ἀντισοβιετικό ἐγκύκλιο γράμμα. Στίς ἀνακρίσεις στάθηκε ἤρεμος, ἀκέραιος. Ἡ τρόικα τῆς ΓκεΠεΟυ στίς 23 Ἰουλίου ἀποφάσισε τόν ἐγκλεισμό τοῦ ἐπισκόπου στά εἰδικά φρικτά στρατόπεδα Σολοφκί (πρώην μονή). Μόνο ἡ μεταφορά τῶν κρατουμένων ἦταν ἐξουθενωτική. Σέ κάθε στάση οἱ φρουροί πετοῦσαν πτώματα. Στό Σολοφκί κάτω ἀπό τίς σκληρές, ἀπάνθρωπες ἐργασίες λύγιζαν σώματα καί ψυχές. Μέσα στήν παγερή ἀτμόσφαιρα τοῦ θανάτου ὁ ἱεράρχης ζέσταινε τίς καρδιές μέ τήν ἐλπίδα τῆς Ἀνάστασης.
Ἄν ποθεῖς νά ἀνακαινίσεις τήν πίστη σου κοντά του, ἔλα καί σκύψε στούς κρουνούς τῆς λατρευτικῆς του ζωῆς. Μέσα στίς σκληρές κακουχίες ἱερουργοῦσε ἀκατάπαυστα. Στά ἐννέα χρόνια τοῦ ἐγκλεισμοῦ του στό Σολοφκί ἡ ψυχή του ἐλεύθερα δοξολογοῦσε τόν Κύριο. Στό φοβερό ἀπομονωτήριο τοῦ λόφου Σεκίρναγια δέν ἔνιωσε ποτέ μόνος. Μέ τά πόδια κρεμασμένα σέ ὁριζόντια δοκάρια ὕψωνε τά βλέμματα εὐγνώμονα στοῦ Ἐμμανουήλ τή λυτρωτική παρουσία. Γονατισμένος στό γυμνό πέτρινο δάπεδο μέ ζεστή καρδιά ὑμνοῦσε τόν Ἰησοῦ, τόν σωτήρα του. Τόν Νοέμβριο τοῦ 1937 ὑποβλήθηκε στό μαρτύριο τῶν ἀνακρίσεων. Καταδικάστηκε στήν ἔσχατη ποινή. Γαλήνιος ὁδηγήθηκε στό ἐκτελεστικό ἀπόσπασμα στίς 29 Δεκεμβρίου. Ἔσπευσε νά συνιερουργήσει στήν ἁγία τράπεζα τοῦ οὐρανοῦ μέ ὅλο τόν χορό τῶν ἁγίων ἱερομαρτύρων κοντά στόν Μέγα Ἀρχιερέα Χριστό.
Οὐρανοδρόμος
"Ἀπολύτρωσις", Δεκ. 2019