Δέν ἦταν ἕνας καί δυό ἀλλά πολλοί οἱ δικοί τους ἅγιοι, φρουροί ἄγρυπνοι στήν πόλη τους, τήν ἱστορική Στρώμνιτσα. Πεντεκαίδεκα Μάρτυρες, ὅπως εὐλαβικά τούς ἔλεγαν οἱ Στρωμνιτσιῶτες, πού ἀπό γενιά σέ γενιά νοηματοδοτοῦσαν τόν καθημερινό τους μόχθο μέσα στήν παρουσία τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ καί τῶν ἁγίων του. Τῶν πεντεκαίδεκα μαρτύρων. Ἦταν οἱ πολύ δικοί τους, αὐτοί πού ἄρδευσαν τή γῆ τους μέ τόν ἁγιασμένο ἱδρώτα τῆς ἀκάματης ἱεραποστολῆς καί τό δάκρυ τῶν ἀσκητικῶν παλαισμάτων. Οἱ τέσσερις ἀπ᾽ αὐτούς ξένοι ὁδηγήθηκαν στόν τόπο τους ὅταν ὁ ἄρχοντας τῆς Νίκαιας ἀκολουθώντας τίς ἐντολές τοῦ αὐτοκράτορα Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτη (361 - 363 μ.Χ.) ἐξαπέλυε ἀπηνῆ διωγμό ἐναντίον τῶν χριστιανῶν. Ἦταν ὁ Τιμόθεος, ὁ Κομάσιος ὁ στρατιώτης, ὁ μοναχός Εὐσέβιος καί ὁ Θεόδωρος, ἕνας ἀπό τούς τριακόσιους δέκα ὀκτώ πατέρες τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Οἱ τέσσερις εὐσεβεῖς ἄνδρες μέ τήν ἁγία βιοτή καί τή φλογερή διδασκαλία τους ἔγιναν οἱ ἀγγελιοφόροι τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ στήν Τιβεριούπολη (= Στρώμνιτσα). Ἡ χαριτόβρυτη πολιτεία τους εἵλκυσε καί ἄλλους συνεργούς στόν ἀμπελώνα τοῦ Χριστοῦ. Συντάχθηκαν πλάι τους οἱ ἱερεῖς Πέτρος, Ἰωάννης, Σέργιος, Θεόδωρος καί Νικηφόρος, οἱ διάκονοι Βασίλειος καί Θωμᾶς, οἱ μοναχοί Ἱερόθεος, Δανιήλ καί Χαρίτων καί ὁ λαϊκός Σωκράτης ὁ στρατιώτης. Ἀγγελική ἡ πολιτεία τους καί τό φῶς της διέλυε τόν ζόφο τῶν εἰδώλων καί ὁδηγοῦσε τίς ψυχές ἀπό τά χαμερπῆ στά οὐράνια, ἀπό τήν πλάνη στήν ἀληθινή θεογνωσία.
Ἡ ἱεραποστολική διακονία τῶν δεκαπέντε ἐργατῶν τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ εὔφρανε τούς ἀγγέλους. Ἡ περίσσια καρποφορία κατήσχυνε τόν διάβολο, ὁ ὁποῖος μέ τούς τρόπους πού διαθέτει ἔκανε γνωστή τή δράση τους στά ὄργανά του, τόν Οὐάλλη καί τόν Φίλιππο, πού ἦταν οἱ διοικητές τῆς περιοχῆς, φανατικοί εἰδωλολάτρες, τυφλά ὄργανα τοῦ δυσσεβοῦς Ἰουλιανοῦ. Ἀκούγοντας τή δράση τῶν καλλίνικων ἀγωνιστῶν, ἔσπευσαν ἀπό τή Θεσσαλονίκη στήν Τιβεριούπολη, τούς συνέλαβαν καί τούς προσήγαγαν σέ δημόσια δίκη.
Στίς ἀπειλές καί στά δελεάσματα οἱ δεκαπέντε ἀθλητές τῆς ἀλήθειας μέ θαυμαστή ὁμοψυχία ἀντιτάσσουν σθεναρή τήν ὁμολογία τους: «Ποτέ δέν θά θυσιάσουμε στούς δαίμονες καί στά εἴδωλά τους». Ἡ γενναία ἀπάντησή τους συνεπάγεται τόν θάνατο. Τόν βιώνουν μέ χαρά, ὅπως ὅλες οἱ ἐκλεκτές ψυχές πού ἀκολουθοῦν τό ἐσφαγμένο Ἀρνίο «ὅπου ἄν ὑπάγῃ». Ὁ μοναδικός πόνος στίς εὐσεβεῖς καρδιές τους εἶναι νά μή μείνει καμιά ψυχή στό σκοτάδι.
Γιά τοῦτο καί ὁ Πέτρος ἐλέγχει μέ παρρησία τούς τυράννους παρακινώντας τους σέ μετάνοια. Τά βασανιστήρια πού ἀκολουθοῦν εἶναι φοβερά. Τοῦ κόβουν μέ μανία τά χέρια. Μά καί κομμένα τά μέλη τῶν μαρτύρων σκορποῦν γύρω τίς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ καί θαυματουργοῦν. Τό δεξί χέρι τοῦ μάρτυρα χαρίζει τό φῶς σέ μία τυφλή χριστιανή πού τό ἀσπάζεται μέ θαυμασμό καί εὐλάβεια.
Οἱ πιστοί τῆς Τιβεριούπολης περιέβαλαν μέ τιμή καί εὐλάβεια τά ἱερά λείψανα τῶν ἀγαπημένων ἁγίων καί φύλαξαν μέ ἱερότητα στή μνήμη καί στήν καρδιά τήν ἡμέρα τῆς ἡρωικῆς τους ἀθλήσεως. Ἦταν 28 Νοεμβρίου τοῦ 362 μ.Χ.
Ὁ μεγαλοπρεπής ναός τῶν ἁγίων αἰῶνες ὁλόκληρους ἀποτελοῦσε καταφυγή κι ἐλπίδα γιά τούς εὐσεβεῖς Στρωμνιτσιῶτες κάθε γενιᾶς. Κι ὅταν τό καλοκαίρι τοῦ 1913 ἡ συνθήκη τοῦ Βουκουρεστίου αὐθαίρετα καί ἄδικα ἐπιδίκασε τήν πόλη τῆς Στρώμνιτσας στούς Βουλγάρους, οἱ κάτοικοί της κατώδυνοι ἐγκατέλειψαν τήν προγονική τους ἑστία. Μαζί τους στήν ἐρειπωμένη ἀπό τόν πόλεμο πόλη τοῦ Κιλκίς, ὅπου κατέφυγαν, ἔφεραν τούς ἱερούς θησαυρούς τους: τήν παλαιά εἰκόνα τῶν Πεντεκαίδεκα ἱερομαρτύρων καί τό δεξί χέρι τοῦ ἱερομάρτυρα Πέτρου τοῦ πρεσβυτέρου. Τά ἐναπόθεσαν στόν ναό τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος, τόν ὁποῖο μετονόμασαν σέ ναό τῶν Πεντεκαίδεκα Ἱερομαρτύρων καί γύρω ἀπό τόν ναό ξανάρχισαν τή ζωή τους. Ἐκεῖ μεγαλώνουν τά παιδιά τους. Τούς δείχνουν τήν ἁγία πρόθεση ὅπου σκηνώνει ἡ ἐλπίδα πού δέν καταισχύνει, τά φέρνουν νά προσκυνοῦν τά ἱερά λείψανα, ὅπου ὑπάρχει ἡ δύναμη πού νικᾶ τόν κόσμο.
Κάθε χρόνο στίς 28 Νοεμβρίου ἡ ἱστορική μακεδονική πόλη τοῦ Κιλκίς τιμᾶ τούς πολιούχους της Πεντεκαίδεκα Μάρτυρες μέ λαμπρότητα καί κατάνυξη. Καί κάθε γενιά ἀνανεώνει τήν ἀπόφαση νά ὑφαίνεται ἡ ζωή της γύρω ἀπό τόν ναό, κάτω ἀπό τήν προστασία τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ, πού τά λείψανα καί τίς εἰκόνες τους μετέφεραν οἱ μαρτυρικοί μας πρόγονοι ὡς τό πιό ἱερό φυλαχτό καί τήν ἀκριβότερη περιουσία. Γιατί ὁ πλοῦτος καί ἡ δύναμη τῆς φυλῆς μας δέν εἶναι ὁ χρυσός καί τό πετρέλαιο. Πλοῦτος μας εἶναι ὁ Χριστός καί δύναμή μας οἱ ἅγιοί του. Αὐτό εἶναι τό μέγιστο κοίτασμα τούτης τῆς πατρίδας πού δέν ἀφανίζεται ποτέ, αὐτό εἶναι τό ἁγιασμένο θέμελο αὐτοῦ τοῦ Γένους, πού δέν καταλύεται ποτέ.
Ἰχνηλάτης
"Ἀπολύτρωσις", Νοεμβρ. 2019