῾Η ἀνάσταση τῆς κόρης τοῦ ᾿Ιαείρου καί ἡ θεραπεία τῆς αἱμορροούσης γυναικός
῾Η ἀνάσταση τῆς κόρης τοῦ ᾿Ιαείρου καί ἡ θεραπεία τῆς αἱμορροούσης, τό δίδυμο αὐτό θαῦμα, περιγράφεται καί ἀπό τούς ἄλλους δύο συνοπτικούς εὐαγγελιστές (βλ. Μθ 9,18-26· Μρ 5,22-43).
8,40. ᾿Εγένετο δὲ ἐν τῷ ὑποστρέψαι τὸν ᾿Ιησοῦν ἀπεδέξατο αὐτὸν ὁ ὄχλος· ἦσαν γὰρ πάντες προσδοκῶντες αὐτόν.
῾Ο ᾿Ιησοῦς ἐγκαταλείποντας τήν περιοχή τῶν Γαδαρηνῶν, ὅπου ἡ παρουσία του ἦταν ἀνεπιθύμητη, ἐπιστρέφει στήν Καπερναούμ. ᾿Εκεῖ ὁ ὄχλος ἀπεδέξατο αὐτόν, τόν ὑποδέχτηκε μέ χαρά· ἦσαν πάντες προσδοκῶντες αὐτόν, τόν περίμεναν ὅλοι μέ λαχτάρα.
8.41. Καὶ ἰδοὺ ἦλθεν ἀνὴρ ᾧ ὄνομα ᾿Ιάειρος, καὶ αὐτὸς ἄρχων τῆς συναγωγῆς ὑπῆρχε· καὶ πεσὼν παρὰ τοὺς πόδας τοῦ ᾿Ιησοῦ παρεκάλει αὐτὸν εἰσελθεῖν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ.
Ξαφνικά παρουσιάστηκε μπροστά στόν ᾿Ιησοῦ κάποιος πού ὀνομαζόταν ᾿Ιάειρος. Τό ὄνομα αὐτό εἶναι ὁ ἐξελληνισμένος τύπος τοῦ ἑβραϊκοῦ ᾿Ιαΐρ (πρβλ. ᾿Αρ 32,41· Δε 3,14· Κρ 10,3· ᾿Εσθήρ 2,5), πού στά ἑλληνικά μεταφράζεται «Φωτεινός» ἤ «Φώτιος». ῾Ο ᾿Ιάειρος ἦταν ἄρχων, δηλαδή προϊστάμενος, τῆς συναγωγῆς, ὑπεύθυνος γιά τήν τήρηση τῆς τάξεως, αὐτός πού ὅριζε τούς ἀναγνῶστες τῶν ἁγιογραφικῶν περικοπῶν καί ἔδινε τόν λόγο σέ ἐκείνους πού ἤθελαν νά μιλήσουν. Γιά τήν ἐποπτεία κάθε συναγωγῆς ὑπῆρχαν τρεῖς ἤ τέσσερις ἀρχισυνάγωγοι.
῾Ο ἀρχισυνάγωγος ᾿Ιάειρος γονάτισε μπροστά στόν ᾿Ιησοῦ καί τόν παρακαλοῦσε νά ἔλθει στό σπίτι του. ῾Η στάση του -πεσὼν παρὰ τοὺς πόδας τοῦ ᾿Ιησοῦ (βλ. σχόλια στό 5,12)- δηλώνει ὅτι ὁ θρησκευτικός αὐτός ἀξιωματοῦχος ἀναγνωρίζει τόν ᾿Ιησοῦ ὡς ἀνώτερό του καί ἐλπίζει στήν βοήθειά του.
8,42. ὅτι θυγάτηρ μονογενὴς ἦν αὐτῷ ὡς ἐτῶν δώδεκα, καὶ αὕτη ἀπέθνησκεν. ᾿Εν δὲ τῷ ὑπάγειν αὐτὸν οἱ ὄχλοι συνέπνιγον αὐτόν.
῾Ο ᾿Ιάειρος εἶχε ἕνα μονάκριβο κορίτσι περίπου δώδεκα ἐτῶν, τό ὁποῖο κινδύνευε νά πεθάνει. ῾Ο πόνος τοῦ πατέρα πού χάνει τό μονάκριβο παιδί του, ἀλλά καί ὁ φόβος τοῦ ἰουδαίου, πού θεωροῦσε τήν ἀτεκνία δεῖγμα μεγάλης τιμωρίας τοῦ Θεοῦ, κάνουν τόν ᾿Ιάειρο νά ζητᾶ γονατιστός τήν βοήθεια τοῦ ᾿Ιησοῦ. ῾Ο ᾿Ιησοῦς, συμπονώντας τόν δυστυχισμένο πατέρα, ἀνταποκρίνεται στό αἴτημά του.
῾Η πίστη τοῦ ᾿Ιαείρου δέν ἦταν, βέβαια, τόσο μεγάλη ὅσο τοῦ ἑκατοντάρχου τῆς Καπερναούμ. ᾿Εκεῖνος ζήτησε ἀπό τόν ᾿Ιησοῦ νά θεραπεύσει τόν δοῦλο του ἀπό μακριά μέ ἕνα μόνο λόγο του (βλ. Μθ 8,8· Λκ 7,7). ῾Ο ᾿Ιάειρος τόν παρακάλεσε νά τόν ἐπισκεφθεῖ καί νά βάλει τό χέρι του πάνω στό ἑτοιμοθάνατο κορίτσι (βλ. Μθ 9,18). Εἶχε ἴσως πληροφορηθεῖ τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ἐπιτελέσθηκαν κάποια ἄλλα σημεῖα (βλ. Μθ 8,3.15· Μρ 1,31.41· Λκ 4,40· 5,13). ῾Ο Κύριος, ὡστόσο, πού θαύμασε τήν πίστη τοῦ ἐθνικοῦ (Μθ 8,10· Λκ 7,9), δέν ἀπορρίπτει καί τήν ἀσθενέστερη πίστη τοῦ ἰσραηλίτη ᾿Ιαείρου.
Στόν δρόμο πρός τό σπίτι τοῦ ἀρχισυναγώγου οἱ ὄχλοι συνέπνιγον αὐτόν. Τά πλήθη συνωθοῦνταν γύρω ἀπό τόν Διδάσκαλο, πού δέν κρατοῦσε ἀποστάσεις, ἀλλά σκορποῦσε σέ ὅλους ἁπλόχερα τίς εὐεργεσίες του καί δέν καταφρονοῦσε κανέναν.
8,43-44. Καὶ γυνὴ οὖσα ἐν ῥύσει αἵματος ἀπὸ ἐτῶν δώδεκα, ἥτις ἰατροῖς προσαναλώσασα ὅλον τὸν βίον οὐκ ἴσχυσεν ὑπ᾿ οὐδενὸς θεραπευθῆναι, προσελθοῦσα ὄπισθεν ἥψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ, καὶ παραχρῆμα ἔστη ἡ ῥύσις τοῦ αἵματος αὐτῆς.
Μέσα στό πλῆθος πού περιέβαλλε τόν ᾿Ιησοῦ εἰσχώρησε καί μία γυναίκα, ἡ ὁποία ἔπασχε ἀπό συνεχῆ ἐξαντλητική αἱμορραγία. ῾Υπέφερε δώδεκα χρόνια. ῎Εκανε κάθε δυνατή ἀνθρώπινη προσπάθεια γιά τήν θεραπεία της. Ξόδεψε ὅλη τήν περιουσία της στούς γιατρούς. ῾Η κατάστασή της ὅμως ὄχι μόνο δέν βελτιώθηκε, ἀλλά χειροτέρευσε (βλ. Μρ 5,26).
῾Ο μωσαϊκός νόμος θεωροῦσε ἀκάθαρτη τήν γυναίκα πού εἶχε αἱμορραγία. ῞Οποιος ἀκουμποῦσε τήν ἴδια ἤ ἀντικείμενα πού ἐκείνη εἶχε ἀγγίξει, γινόταν ἐπίσης ἀκάθαρτος καί ἔπρεπε νά κάνει μία σειρά καθαρμῶν, γιά νά καθαρισθεῖ καί νά συμμετέχει στήν κοινωνία τῶν ῾Εβραίων (βλ. Λε 15,25-27). ῾Η αἱμορροοῦσα, λοιπόν, ζοῦσε στό περιθώριο τῆς κοινωνικῆς καί θρησκευτικῆς ζωῆς. Οὔτε στόν ναό ἐπιτρεπόταν νά πάει ἀλλά οὔτε καί νά συναναστραφεῖ ἄλλους. Γι᾿ αὐτό πλησίασε τόν ᾿Ιησοῦ κρυφά προσελθοῦσα ὄπισθεν, ἀπό πίσω, ὥστε νά μήν τήν ἀντιληφθεῖ κανείς. Θά ἔχανε τότε τήν εὐκαιρία τῆς θεραπείας καί θά τῆς ἔμενε ἡ ντροπή γιά τήν ἀσθένεια πού κουβαλοῦσε. ῾Υπῆρχε ἄλλωστε κίνδυνος νά τήν κακοποιήσουν ἀκόμη καί νά τήν λιθοβολήσουν. Φοβισμένα καί ταπεινά ἥψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ, ἄγγιξε τήν ἄκρη τοῦ ἱματίου του, μέ τήν πεποίθηση ὅτι μπορεῖ ὁ ᾿Ιησοῦς νά τῆς χαρίσει ἀκόμη καί ἔτσι τήν θεραπεία· «ἔλεγε γὰρ ἐν ἑαυτῇ, ἐὰν μόνον ἅψωμαι τοῦ ἱματίου αὐτοῦ, σωθήσομαι» (Μθ 9,21· πρβλ. Μρ 5,28).
Πράγματι, μόλις ἡ γυναίκα ἄγγιξε τόν ᾿Ιησοῦ, ἀμέσως σταμάτησε ἡ αἱμορραγία καί ἀποκαταστάθηκε ἡ ὑγεία της. ῾Ο Λουκᾶς ὡς γιατρός σημειώνει τήν ἄμεση θεραπεία χρησιμοποιώντας ἰατρική ὁρολογία· καὶ παραχρῆμα ἔστη ἡ ῥύσις τοῦ αἵματος αὐτῆς. «῞Οπως ἄν κάποιος φέρει τό μάτι του κοντά σέ φῶς πού λάμπει ἤ φρύγανο κοντά σέ φωτιά, ἀμέσως θά λάβουν ἐνέργεια, ἔτσι μόλις ἡ αἱμορροοῦσα πρόσφερε πίστη σέ ἐκεῖνον πού μποροῦσε νά τήν θεραπεύσει, ἀμέσως ἔλαβε τήν θεραπεία», γράφει ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος.
8,45. Καὶ εἶπεν ὁ ᾿Ιησοῦς· τίς ὁ ἁψάμενός μου; ᾿Αρνουμένων δὲ πάντων εἶπεν ὁ Πέτρος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ· ἐπιστάτα, οἱ ὄχλοι συνέχουσί σε καὶ ἀποθλίβουσι, καὶ λέγεις τίς ὁ ἁψάμενός μου;
῾Ο ᾿Ιησοῦς ρωτᾶ· τίς ὁ ἁψάμενός μου; ῾Ο ἴδιος, βέβαια, ὡς παντογνώστης γνώριζε πολύ καλά ποιός καί γιατί τόν ἄγγιξε. Κάνει, ὡστόσο, τήν ἐρώτηση αὐτή, ἐπειδή θέλει νά διαλύσει τόν φόβο τῆς γυναίκας ὅτι ἔκλεψε τήν θεραπεία της· νά διορθώσει τήν ἐσφαλμένη της ἀντίληψη, ὅτι θά μποροῦσε νά διαφύγει ἀπό τήν προσοχή τοῦ ᾿Ιησοῦ ἡ ἐνέργειά της· νά ἀποκαλύψει, τέλος, καί στούς ἄλλους τήν πίστη τῆς ἄρρωστης γυναίκας, καθώς καί τήν δική του δύναμη καί παγγνωσία.
῾Ο Πέτρος, ὡς ὁ πιό αὐθόρμητος, ἐκφράζει τήν σκέψη καί τῶν ἄλλων ἀποστόλων· ἐπιστάτα, οἱ ὄχλοι συνέχουσί σε καὶ ἀποθλίβουσι, καὶ λέγεις τίς ὁ ἁψάμενός μου; ῾Ο ὁρμητικός του χαρακτήρας δέν τόν ἀφήνει νά σκεφθεῖ ὅτι ὁ Κύριος θά εἶχε κάποιο λόγο γιά νά κάνει μιά τέτοια ἐρώτηση.
8,46. ῾Ο δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπεν· ἥψατό μού τις· ἐγὼ γὰρ ἔγνων δύναμιν ἐξελθοῦσαν ἀπ᾿ ἐμοῦ.
῾Ο ᾿Ιησοῦς ἐξηγεῖ ὅτι δέν ἀναφέρεται σέ ἕνα τυχαῖο ἄγγιγμα, ἀλλά σέ μία ἐπαφή πού εἵλκυσε ἀπό μέσα του θεραπευτική δύναμη. Συγκαταβαίνοντας στήν ἀδυναμία τῶν ἀκροατῶν του, μιλάει ὅπως ἐκεῖνοι θά μποροῦσαν νά τόν καταλάβουν, «πρὸς τὴν ὑπόνοιαν τῶν ἀκουόντων», κατά τόν ἅγιο Χρυσόστομο25. Διευκρινίζει· ἔγνων δύναμιν ἐξελθοῦσαν ἀπ’ ἐμοῦ. ᾿Από τήν φράση αὐτή γίνεται φανερό ὅτι ἡ δύναμη μέ τήν ὁποία ἐπιτελοῦσε ὁ ᾿Ιησοῦς τά σημεῖα βρισκόταν μέσα του, χωρίς ποτέ νά ἐξαντλεῖται οὔτε νά μειώνεται, διότι αὐτός ἦταν ἡ πηγή τῆς δυνάμεως καί κάθε ἀγαθοῦ (βλ. σχόλια στό 6,19).
῾Ο εὐαγγελιστής Μᾶρκος συμπληρώνει ὅτι ὁ Κύριος, στήν συνέχεια, ἔρριξε γύρω του ἕνα ἐρευνητικό βλέμμα· «καὶ περιεβλέπετο ἰδεῖν τὴν τοῦτο ποιήσασαν» (5,32). Δέν κάλεσε ἀμέσως τήν γυναίκα, ἀλλά τῆς ἔδωσε ἕνα χρονικό περιθώριο, ὥστε μόνη της νά ὁμολογήσει τήν πράξη της.
8,47. ᾿Ιδοῦσα δὲ ἡ γυνὴ ὅτι οὐκ ἔλαθε, τρέμουσα ἦλθε καὶ προσπεσοῦσα αὐτῷ δι᾿ ἣν αἰτίαν ἥψατο αὐτοῦ ἀπήγγειλεν αὐτῷ ἐνώπιον παντὸς τοῦ λαοῦ, καὶ ὡς ἰάθη παραχρῆμα.
῞Οταν ἡ γυναίκα διαπίστωσε ὅτι δέν ξέφυγε τήν προσοχή τοῦ ᾿Ιησοῦ, ὅπως αὐτή νόμιζε, ἦρθε τρέμοντας ἀπό τόν φόβο μήπως τιμωρηθεῖ γιά τήν τολμηρή της ἐνέργεια. ῎Επεσε γονατιστή μπροστά του καί ὁμολόγησε σέ ἐκεῖνον πού ὅλα τά γνώριζε καί ἐνώπιον τοῦ λαοῦ τόν λόγο γιά τόν ὁποῖο τόν ἄγγιξε. Πίστευε ὅτι ἀγγίζοντας τό ἱμάτιό του θά θεραπευθεῖ. Πραγματικά, ὅπως ἡ ἴδια βεβαιώνει, θεραπεύθηκε ἀμέσως.
8,48. ῾Ο δὲ εἶπεν αὐτῇ· θάρσει, θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου εἰς εἰρήνην.
῾Ο Κύριος προσφωνεῖ στοργικά τήν φοβισμένη γυναίκα καί τήν ἐνθαρρύνει λέγοντας· θάρσει, θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου εἰς εἰρήνην. Τονίζει ὅτι δέν πρέπει νά αἰσθάνεται ἐνοχές πού τόν πλησίασε· οὔτε τόν νόμο πρόσβαλε οὔτε τούς ἀνθρώπους μίανε οὔτε τόν ἴδιο ἔθιξε. ᾿Αντίθετα, ἔκανε μία σπουδαία πράξη πίστεως, πού τήν κατέστησε μέτοχο τῆς δυνάμεώς του καί τῆς ἐξασφάλισε τήν σωτηρία. ῾Επομένως, ὄχι μόνο δέν πρέπει νά θεωρεῖται ἀξιοκατάκριτη, ἀλλά ἀξίζει νά προβάλλεται ὡς πρότυπο πρός μίμηση. Τέλος, τήν βεβαιώνει ὅτι μπορεῖ νά νιώθει ἀπόλυτα εἰρηνική. Αὐτός πού τήν ἐλευθέρωσε ἀπό τήν ἀρρώστια, πού μάστιζε τό σῶμα της, φροντίζει νά εὐεργετήσει καί τήν ψυχή της χαρίζοντάς της τήν εἰρήνη· γι᾿ αὐτό τήν ἀποκαλεῖ θύγατερ, προσφώνηση πού δέν ἀπηύθυνε σέ ἄλλη γυναίκα.
8,49- 50. ῎Ετι αὐτοῦ λαλοῦντος ἔρχεταί τις παρὰ τοῦ ἀρχισυναγώγου λέγων αὐτῷ ὅτι τέθνηκεν ἡ θυγάτηρ σου· μὴ σκύλλε τὸν διδάσκαλον. ῾Ο δὲ ᾿Ιησοῦς ἀκούσας ἀπεκρίθη αὐτῷ λέγων· μὴ φοβοῦ· μόνον πίστευε, καὶ σωθήσεται.
᾿Ενῶ ἀκόμη ὁ Κύριος μιλοῦσε στήν γυναίκα, ἔρχεται κάποιος παρὰ τοῦ ἀρχισυναγώγου, ἀπό τό σπίτι τοῦ ᾿Ιαείρου, γιά νά τοῦ φέρει τό δυσάρεστο μήνυμα· ἡ κόρη του πέθανε. ῏Ηταν πλέον περιττή καί ἀνώφελη ἡ ἐπίσκεψη τοῦ ᾿Ιησοῦ. Γι᾿ αὐτό, προσθέτει· μὴ σκύλλε τὸν διδάσκαλον. Γιά τήν σημασία τοῦ ρήματος «σκύλλω» βλ. σχόλια στό 7,6.
῾Η εἴδηση θά προκάλεσε ὁπωσδήποτε μεγάλο πόνο στόν πατέρα. Μέχρι τήν ὥρα ἐκείνη διατηροῦσε μέσα του κάποια ἐλπίδα. Εἶχε δεχθεῖ τόσο πρόθυμα ὁ ᾿Ιησοῦς νά τόν ἀκολουθήσει καί μόλις εἶχε δώσει ἕνα ἀκόμη δεῖγμα τῆς δυνάμεώς του θεραπεύοντας τήν αἱμορροοῦσα. Πίστευε ὁ ᾿Ιάειρος ὅτι ὁ θαυμαστός αὐτός διδάσκαλος μποροῦσε νά θεραπεύσει ἀκόμη καί τά βαρύτερα νοσήματα. ῾Η πίστη του ὅμως δέν ἦταν τόση, ὥστε νά ἐλπίζει σέ μιά νεκρανάσταση.
῾Ωστόσο, πρίν προλάβει ὁ ᾿Ιάειρος νά ἐκφράσει τό παράπονό του, ὅτι ἄν δέν καθυστεροῦσαν στόν δρόμο, ἡ κόρη του θά ἀπέφευγε ἴσως τόν θάνατο (πρβλ. ᾿Ιω 11,32), ἀκούει τήν φωνή τοῦ ᾿Ιησοῦ· μὴ φοβοῦ· μόνον πίστευε, καὶ σωθήσεται. Δέν διέφυγε τήν προσοχή τοῦ Κυρίου τό μήνυμα πού ἔφθασε στόν ἀρχισυνάγωγο οὔτε ἡ ὀδύνη τοῦ δύστυχου πατέρα, πού ἔβλεπε νά σωριάζονται ὅλες του οἱ ἐλπίδες. Μέ ἀγάπη καί καλωσύνη στρέφεται πρός αὐτόν καί τόν ἐνθαρρύνει. Κανείς ἄλλος, βέβαια, δέν θά τολμοῦσε νά τόν παρηγορήσει μέ τά ἴδια λόγια· μόνον αὐτός πού, ὅπως πρόκειται νά ἀποδείξει, εἶναι ὁ ἐξουσιαστής τοῦ θανάτου καί χορηγός τῆς ζωῆς. Δέν διστάζει, λοιπόν, νά παροτρύνει τόν ᾿Ιάειρο, πού εἶχε νικήσει τούς πρώτους δισταγμούς καί ὥς ἐκείνη τήν στιγμή προσδοκοῦσε τό θαῦμα, νά μή χάσει τήν πίστη του τήν ὥρα τῆς σκληρῆς δοκιμασίας. Τοῦ εἶχε δώσει, ἐξάλλου, ἕνα συγκλονιστικό παράδειγμα γιά τήν δύναμη τῆς πίστεως θεραπεύοντας τήν αἱμορροοῦσα. ῾Ο Κύριος, πρίν κάνει ἕνα σημεῖο, ζητᾶ πάντοτε ἀπό τούς ἀνθρώπους πίστη, διότι ἀποβλέπει στήν οὐσιαστική τους ὠφέλεια. ῾Ο ἴδιος, ἀναμφίβολα, δέν ἀδυνατεῖ νά ἐπιτελέσει τό σημεῖο ἀκόμη καί σέ ἀπίστους, ἀλλά δέν προσφέρει ποτέ τίς εὐεργεσίες του σέ ἐκείνους πού δέν ἔχουν τίς προϋποθέσεις νά τίς ἀξιοποιήσουν.
8,51. ᾿Ελθὼν δὲ εἰς τὴν οἰκίαν οὐκ ἀφῆκεν εἰσελθεῖν οὐδένα εἰ μὴ Πέτρον καὶ ᾿Ιωάννην καὶ ᾿Ιάκωβον καὶ τὸν πατέρα τῆς παιδὸς καὶ τὴν μητέρα.
῾Ο Κύριος, ὅταν ἔφτασε στό σπίτι τοῦ ἀρχισυναγώγου, δέν ἄφησε κανέναν νά μπεῖ στό δωμάτιο τῆς νεκρῆς κόρης παρά μόνον τούς πιό οἰκείους της, τούς γονεῖς της, καί τούς πιό οἰκείους του, τρεῖς μαθητές του, τόν Πέτρο, τόν ᾿Ιάκωβο καί τόν ᾿Ιωάννη. ᾿Αθόρυβα καί ἥσυχα ἤθελε νά κάνει τό μεγάλο θαῦμα. «Οὐ γὰρ δὴ ὁ ταπεινὸς ᾿Ιησοῦς θέλει πρὸς ἐπίδειξίν τι ποιεῖν», σχολιάζει ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος26. ᾿Από τούς μαθητές διάλεξε τρεῖς, διότι ἦταν ἀρκετοί ὡς μάρτυρες (βλ. Δε 19,15)· καί διάλεξε αὐτούς τούς τρεῖς, διότι αὐτοί ἦταν ἱκανοί νά μεταφέρουν καί νά βεβαιώσουν τό σημεῖο καί στούς ὑπόλοιπους. Αὐτούς τούς ἴδιους πῆρε, ἐπίσης, μαζί του ὁ Κύριος στήν Μεταμόρφωση (βλ. Μθ 17,1· Μρ 9,2· Λκ 9,28) καί στόν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ (βλ. Μθ 26,37· Μρ 14,33).
8,52-53. ῎Εκλαιον δὲ πάντες καὶ ἐκόπτοντο αὐτήν. ῾Ο δὲ εἶπε· μὴ κλαίετε· οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει. Καὶ κατεγέλων αὐτοῦ, εἰδότες ὅτι ἀπέθανεν.
Στό σπίτι τοῦ ᾿Ιαείρου ἔκλαιον δὲ πάντες καὶ ἐκόπτοντο αὐτήν, ὅλοι ἔκλαιγαν καί θρηνοῦσαν χτυπώντας τά στήθη τους γιά τόν θάνατο τοῦ κοριτσιοῦ. ῾Ο εὐαγγελιστής Ματθαῖος μᾶς πληροφορεῖ ὅτι εἶχαν καταφθάσει ἤδη καί οἱ «αὐληταί» (βλ. 9,23), οἱ ὁποῖοι σύμφωνα μέ τίς συνήθειες τῆς ᾿Ανατολῆς τόνιζαν μέ τούς αὐλούς τους πένθιμα ἄσματα. ῾Υπῆρχε συνήθεια καί ὁ πιό φτωχός ᾿Ισραηλίτης ἀκόμη, στήν κηδεία ἀγαπητοῦ του προσώπου νά μισθώνει αὐλητές καί μοιρολογῆτρες.
῎Αν καί ἦταν ἤδη βεβαιωμένο γεγονός ὁ θάνατος τοῦ κοριτσιοῦ, ὁ ᾿Ιησοῦς λέγει στούς παρευρισκομένους· μὴ κλαίετε· οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει (πρβλ. ᾿Ιω 11,11). Θέλει νά κατευνάσει τήν ταραχή τῶν ἀνθρώπων καί νά τούς προετοιμάσει γιά τό θαῦμα πού θά ἀκολουθήσει. Δέν θά ἔχει διάρκεια ὁ θάνατος αὐτός, γι᾿ αὐτό τόν χαρακτηρίζει ὡς ὕπνο. «῞Οπως τότε πού γαλήνευσε τήν θάλασσα, πρῶτα εἶχε ἐπιτιμήσει τούς μαθητές γιά τήν δειλία καί τήν ὀλιγοπιστία τους, ἔτσι καί τώρα φροντίζει πρῶτα νά καταπραΰνει τήν ταραχή τῶν παρευρισκομένων, δείχνοντας ταυτόχρονα ὅτι δέν τοῦ εἶναι δύσκολο νά ἀνασταίνει νεκρούς», ἑρμηνεύει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος.
Δέν ἦταν, βέβαια, εὔκολο νά ἀντιληφθοῦν τήν σημασία τῶν λόγων του ὅσοι βρίσκονταν τήν ὥρα ἐκείνη στό σπίτι τοῦ ᾿Ιαείρου. ᾿Απόλυτα βεβαιωμένοι γιά τόν θάνατο τοῦ κοριτσιοῦ κατεγέλων αὐτοῦ, εἰρωνεύονταν τόν ᾿Ιησοῦ, γελοῦσαν εἰς βάρος του, ἐπειδή εἶπε ὅτι τό κορίτσι κοιμᾶται. ῾Η στάση τους ἀποδεικνύει περίτρανα τήν ἀλήθεια τοῦ σημείου· ᾿Εφόσον ὁ θάνατος ἦταν βέβαιος, ἡ συνέχεια τῆς διηγήσεως ἀποτελεῖ ἀδιάψευστη μαρτυρία γιά τήν θεϊκή δύναμη τοῦ ᾿Ιησοῦ.
8,54. Αὐτὸς δὲ ἐκβαλὼν ἔξω πάντας καὶ κρατήσας τῆς χειρὸς αὐτῆς ἐφώνησε λέγων· ἡ παῖς, ἐγείρου.
῾Ο ᾿Ιησοῦς, ἀφοῦ ἔβγαλε ἔξω ὅλους ἐκείνους πού θορυβοῦσαν, ἔπιασε τό χέρι τῆς νεκρῆς κόρης καί τῆς μίλησε σάν νά ἐπρόκειτο νά τήν ξυπνήσει ἀπό τόν συνηθισμένο ὕπνο· ἡ παῖς ἐγείρου, ξύπνα κορίτσι μου! ῾Ο εὐαγγελιστής Μᾶρκος διασώζει τήν ἀραμαϊκή προσφώνηση· «ταλιθά, κοῦμι· ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον, τὸ κοράσιον, σοὶ λέγω ἔγειρε» (5,41). Μέ παρόμοια κίνηση καί λόγο ὁ Κύριος εἶχε ἀναστήσει καί τόν νεκρό γιό τῆς χήρας στή Ναΐν (βλ. σχόλια στό 7,14).
8,55-56. Καὶ ἐπέστρεψε τὸ πνεῦμα αὐτῆς, καὶ ἀνέστη παραχρῆμα, καὶ διέταξεν αὐτῇ δοθῆναι φαγεῖν. Καὶ ἐξέστησαν οἱ γονεῖς αὐτῆς. ῾Ο δὲ παρήγγειλεν αὐτοῖς μηδενὶ εἰπεῖν τὸ γεγονός.
Στήν ἁγία Γραφή συχνά ἡ ψυχή ὀνομάζεται «πνεῦμα», ἐπειδή δημιουργήθηκε μέ τήν θεία πνοή (βλ. Γέ 2,7) καί ἔχει ὑπόσταση πνευματική. ῾Η ἔκφραση ἐπέστρεψε τὸ πνεῦμα αὐτῆς προϋποθέτει ὅτι θάνατος εἶναι ἡ ἔξοδος τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα.
῾Η δυνατότητα πού εἶχε ἀμέσως τό ἀναστημένο κορίτσι νά φάει καί νά περπατήσει (βλ. Μρ 5,42) φανερώνει ὅτι ἐπανῆλθε πράγματι στήν ζωή -δέν ἦταν φάντασμα (πρβλ. Λκ 24,39-41)- καί ὅτι, ἐπιπλέον, ἡ ὑγεία της ἀποκαταστάθηκε ἀπόλυτα.
Στούς ἔκπληκτους γονεῖς ὁ ᾿Ιησοῦς παραγγέλλει, ἐπίμονα κατά τόν εὐαγγελιστή Μᾶρκο (5,43), νά κρατήσουν μυστικό τό σημεῖο (βλ. σχόλια στό 5,14).
Στεργίου Σάκκου, Ἑρμηνεία στό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο, τόμ. Α΄, σελ. 359-368