Τό Δ´ Βασιλειῶν περιγράφει τίς τελευταῖες μέρες τοῦ προφήτη Ἠλία καί τή δράση τοῦ μαθητῆ του, τοῦ προφήτη Ἑλισαίου, ἡ ὁποία συνδέεται μέ πολλά σημεῖα. Ἕνα ἀπό τά πιό συγλονιστικά εἶναι ἡ ἀνάσταση τοῦ γιοῦ μιᾶς Σωμανίτιδος.
Κατεβαίνοντας ἀπό τό Καρμήλιο ὄρος, στό ὁποῖο συχνά ἔμενε ὁ προφήτης Ἑλισαῖος, φιλοξενοῦνταν συνήθως σ᾿ ἕνα σπίτι στήν πόλη Σωμάν. Πολύ φιλόφρονα οἱ νοικοκυραῖοι εἶχαν διαμορφώσει γιά τή διαμονή του ἕνα ξεχωριστό δωμάτιο στόν ἐπάνω ὄροφο τοῦ σπιτιοῦ. Τοῦ πρόσφεραν κάθε φορά πλούσια τή φιλοξενία τους, δίχως νά περιμένουν καμία ἀμοιβή. Στήν ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη τους -αὐθόρμητη ἔκφραση τῆς εὐγενικῆς τους καρδιᾶς-, ὁ Ἑλισαῖος θέλησε νά ἀνταποδώσει κάποια εὐεργεσία. Προσευχήθηκε, λοιπόν, στόν Θεό παρακαλώντας νά χαρίσει στό ἄτεκνο ζευγάρι τή χαρά ἑνός παιδιοῦ. Πραγματικά, τήν ἑπόμενη κιόλας χρονιά ἡ Σωμανίτιδα γέννησε γιό.
Τό παιδί εἶχε ἤδη μεγαλώσει ὅταν, κάποιο καλοκαιρινό πρωινό πού πῆγε νά συναντήσει τόν πατέρα του στό χωράφι, ἔνιωσε ἕναν δυνατό πόνο στό κεφάλι. Ὁ πατέρας του ἔδωσε ἐντολή νά τό ἐπιστρέψουν στό σπίτι καί νά τό παραδώσουν στή μητέρα του, δίχως ὅμως νά ἀντιληφθεῖ τήν κρισιμότητα τῆς κατάστασής του. Στήν ἀγκαλιά τῆς μάνας του τό παιδί ξεψύχησε.
Ὁ πόνος τῆς Σωμανίτιδος ἦταν ἀπερίγραπτος. Ὡστόσο, δέν ἄρχισε νά φωνάζει καί νά ὀδύρεται· οὔτε κἄν ἀνακοίνωσε σέ κανέναν τό γεγονός. Ἔσπευσε νά συναντήσει τόν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ πρῶτα ξάπλωσε πάνω στό δικό του κρεβάτι τό νεκρό παιδί.
Μόλις βρέθηκε μπροστά στόν Ἑλισαῖο, ἔπεσε στά πόδια του ἐκφράζοντας τή βαθειά ὀδύνη τῆς ψυχῆς της. Ἡ συνήθεια αὐτή ὑπῆρχε στά μέρη τῆς Ἀνατολῆς καί ὡς ἔκφραση πίστεως καί ἀγάπης. Παρόμοια βλέπουμε νά πέφτουν στά πόδια τοῦ Χριστοῦ ὁ ἀρχισυνάγωγος Ἰάειρος κι ἄλλοι πού πλησίασαν γιά νά ζητήσουν θεραπεία, ἡ ἁμαρτωλή γυναίκα, ἡ ἀδελφή τοῦ Λαζάρου Μαρία, οἱ μυροφόρες.
Ἡ Σωμανίτιδα ὑπενθυμίζει στόν Ἑλισαῖο ὅτι δέν ζήτησε αὐτή γιό ἀπό τόν Κύριο, ἀλλά, ὅταν ὁ ἴδιος ὁ προφήτης τῆς τό ἀνήγγειλε, τόν παρακάλεσε νά μήν τήν ξεγελάσει καί νά μή διαψεύσει τήν ὑπόσχεσή του συντρίβοντας τίς ἐλπίδες της.
Βλέποντας τήν πονεμένη μάνα ὁ Ἑλισαῖος, δέν μποροῦσε νά μείνει ἀσυγκίνητος. Στέλνει ἀμέσως στό σπίτι της τόν μαθητή του Γιεζί δίνοντάς του τό ραβδί του γιά νά τό τοποθετήσει στό πρόσωπο τοῦ νεκροῦ παιδιοῦ.
Ἀλλά ἡ Σωμανίτιδα δέν ἱκανοποιεῖται μέ τήν ἀποστολή τοῦ Γιεζί. Ζητᾶ νά ἔλθει ὁπωσδήποτε μαζί της ὁ ἴδιος ὁ προφήτης. Μέ τή δική του προσευχή εἶχε ἀποκτήσει τό παιδί καί στήν προσευχή του στήριζε τήν ἐλπίδα της νά τό ξαναπάρει πίσω. Ἡ πίστη καί ἡ ἀποφασιστικότητά της κάμπτουν τόν Ἑλισαῖο καί τόν ἀναγκάζουν νά τήν ἀκολουθήσει.
Προέτρεξε, ὡστόσο, ὁ Γιεζί κι ἔβαλε τό ραβδί πάνω στό πρόσωπο τοῦ παιδιοῦ. Αὐτό ὅμως δέν ἔδειξε κανένα σημάδι ζωῆς. Ὁ Θεός ἤθελε νά γίνει τό σημεῖο μέ τήν παρουσία καί τή θερμή προσευχή τοῦ ἴδιου τοῦ προφήτη, ὅπως τό ζήτησε ἡ Σωμανίτιδα.
Ὁταν ὁ Ἑλισαῖος ἔφτασε στό σπίτι της, ἀνέβηκε στό δωμάτιο ὅπου φιλοξενοῦνταν. Ἐκεῖ, πάνω στό δικό του τό κρεβάτι, εἶδε ξαπλωμένο τό νεκρό παιδί. Ἔκλεισε τήν πόρτα τοῦ δωματίου καί ἄρχισε νά προσεύχε- ται, ὅπως ἄλλοτε ὁ Ἠλίας ὅταν ἀνέστησε τόν γιό τῆς χήρας στά Σαρεπτά τῆς Σιδωνίας (βλ. Γ´ Βα 17,19-24).
Σάν τέλειωσε τήν προσευχή του ὁ Ἑλισαῖος, ξάπλωσε πάνω στό νεκρό παιδί ἀκουμπώντας τό στόμα του πάνω στό στόμα τοῦ μικροῦ καί τά μάτια του πάνω στά μάτια ἐκείνου, καί τά χέρια του πάνω σ᾽ ἐκείνου τά χέρια. Προσπάθησε νά τοῦ μεταγγίσει καί νά τοῦ ἐμφυσήσει ζωή καί δύναμη. Ἔτσι ζεστάθηκε τό σῶμα τοῦ παιδιοῦ. Τήν ἴδια προσπάθεια ἔκανε ἑπτά φορές. Μετά τήν ἕβδομη φορά τό παιδί ἄνοιξε τά μάτια του.
Κείμενο
33. καὶ εἰσῆλθεν Ἑλισαιὲ εἰς τὸν οἶκον καὶ ἀπέκλεισε τὴν θύραν κατὰ τῶν δύο ἑαυτῶν καὶ προσηύξατο πρὸς Κύριον·
34. καὶ ἀνέβη καὶ ἐκοιμήθη ἐπὶ τὸ παιδάριον καὶ ἔθηκε τὸ στόμα αὐτοῦ ἐπὶ τὸ στόμα αὐτοῦ καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ καὶ τὰς χεῖρας αὐτοῦ ἐπὶ τὰς χεῖρας αὐτοῦ καὶ διέκαμψεν ἐπ᾿ αὐτόν, καὶ διεθερμάνθη ἡ σὰρξ τοῦ παιδαρίου.
35. καὶ ἐπέστρεψε καὶ ἐπορεύθη ἐν τῇ οἰκίᾳ ἔνθεν καὶ ἔνθεν καὶ ἀνέβη καὶ συνέκαμψεν ἐπὶ τὸ παιδάριον ἕως ἑπτάκις, καὶ ἤνοιξε τὸ παιδάριον τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ.
Μετάφραση
33. Τότε μπῆκε στό δωμάτιο ὁ Ἑλισαῖος, ἔκλεισε τήν πόρτα κι ἔμεινε μόνος μέ τό νεκρό παιδί, καί προσευχήθηκε στόν Κύριο.
34. Στή συνέχεια, ἀνέβηκε καί ξάπλωσε πάνω στό παιδί· ἀκούμπησε τό στόμα του πάνω στό στόμα ἐκείνου, τά μάτια του πάνω στά μάτια ἐκείνου, καί τά χέρια του πάνω σ᾿ ἐκείνου τά χέρια. Καί ἔγειρε πάνω του, καί τό σῶμα τοῦ παιδιοῦ ζεστάθηκε.
35. Ἀποσύρθηκε, ἔπειτα, περπάτησε πέρα-δῶθε μέσα στό σπίτι, καί ἀνέβηκε καί πάλι καί ἔγειρε πάνω στό παιδί ἑπτά φορές. Τότε τό παιδί ἄνοιξε τά μάτια του.
Κατά τόν Βασίλειο Σελευκείας, ὁ προφήτης Ἑλισαῖος μέ τό θαῦμα αὐτό θεωρεῖται τύπος τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος ἔδωσε ζωή στό νεκρό σῶμα τῆς ἀνθρωπότητος. ῏Ηταν νεκρό, διότι εἶχε ξεκο- πεῖ ἀπό τόν Θεό, τήν πηγή τῆς ζωῆς. Μέ τήν ἐνανθρώπησή του ὁ Κύριος πῆρε ὅλα τά μέλη τοῦ σώματός μας, τά ζωοποίησε καί τά ἁγίασε.
Στέργιος Ν. Σάκκος