Ἡ θεραπεία τοῦ δαιμονισμένου στή χώρα τῶν Γαδαρηνῶν
Μετά ἀπό τήν κατάπαυση τῆς τρικυμίας καί οἱ ἄλλοι δύο συνοπτικοί εὐαγγελιστές (βλ. Μθ 8,28-34· Μρ 5,1-20) ἱστοροῦν τήν θεραπεία τοῦ δαιμονισμένου στά Γάδαρα, τήν ὁποία περιγράφει ἐδῶ ὁ Λουκᾶς. Ἡ ὁμολογία τῶν δαιμονίων καί ἡ ἐκδίωξή τους ἀπό τούς χοίρους ἔρχεται ὡς ἀπάντηση στό ἐρώτημα τῶν ἔκθαμβων μαθητῶν· «τίς ἄρα οὗτός ἐστιν;» (8,25). Μέ τήν ὑποταγή τῆς δαιμονικῆς λεγεώνας ἀποδεικνύεται γιά ἄλλη μιά φορά ἡ θεϊκή ἐξουσία τοῦ Ἰησοῦ, στήν ὁποία ὑποτάχθηκε ἡ τρικυμισμένη θάλασσα.
8,26. Καὶ κατέπλευσεν εἰς τὴν χώραν τῶν Γαδαρηνῶν, ἥτις ἐστὶν ἀντίπερα τῆς Γαλιλαίας.
Μετά τήν κατάπαυση τῆς τρικυμίας ὁ Ἰησοῦς κατέπλευσεν, ἔφθασε στήν παραλία καί ἀποβιβάσθηκε εἰς τὴν χώραν τῶν Γαδαρηνῶν. Τά Γάδαρα ἦταν μία πόλη στήν εὐρύτερη περιοχή τῆς Δεκαπόλεως, ἀνατολικά τοῦ Ἰορδάνη, σέ σημαντική ἀπόσταση ἀπό τήν λίμνη Γεννησαρέτ. Γνώριζε μεγάλη ἀκμή ἐκείνη τήν ἐποχή καί τά περίχωρά της ἁπλώνονταν μέχρι τήν νοτιοανατολική ὄχθη τῆς λίμνης. Ἔτσι ἡ περιοχή ἀντίπερα τῆς Γαλιλαίας, ἡ ἀπέναντι ὄχθη τῆς Γαλιλαίας, ἦταν γνωστή καί ὡς «χώρα τῶν Γαδαρηνῶν». Στά παράλια τῆς λίμνης ὑπῆρχε μία μικρότερη πόλη, ἡ Γέρσα ἤ Γέργεσα, ὅπου ὁ Κύριος θεράπευσε τόν δαιμονισμένο. Γι’ αὐτό οἱ εὐαγγελιστές Ματθαῖος καί Μᾶρκος ὀνομάζουν τήν περιοχή «χώραν τῶν Γεργεσηνῶν» (Μθ 8,28· Μρ 5,1).
8,27. Ἐξελθόντι δὲ αὐτῷ ἐπὶ τὴν γῆν ὑπήντησεν αὐτῷ ἀνήρ τις ἐκ τῆς πόλεως, ὃς εἶχε δαιμόνια ἐκ χρόνων ἱκανῶν, καὶ ἱμάτιον οὐκ ἐνεδιδύσκετο καὶ ἐν οἰκίᾳ οὐκ ἔμενεν, ἀλλ’ ἐν τοῖς μνήμασιν.
Μόλις ὁ Ἰησοῦς ἀποβιβάσθηκε στήν στεριά, ἀνήρ τις ἐκ τῆς πόλεως, κάποιος ἄνδρας καταγόμενος ἀπό τήν πόλη ἐκείνη, ἔτρεξε ἀμέσως νά τόν συναντήσει (βλ. Μρ 5,6). Ὁ ἄνθρωπος αὐτός ἐκ χρόνων ἱκανῶν, ἐδῶ καί πολλά χρόνια, βρισκόταν κάτω ἀπό τήν ἀνελέητη ἐξουσία τῶν δαιμόνων. Ἡ τραγική του κατάσταση ἦταν γνωστή σέ ὅλους τούς κατοίκους τῆς περιοχῆς· ἱμάτιον οὐκ ἐνεδιδύσκετο καὶ ἐν οἰκίᾳ οὐκ ἔμενεν, ἀλλ’ ἐν τοῖς μνήμασιν, γυρνοῦσε γυμνός ἔξω ἀπό τήν πόλη καί κατοικοῦσε στά μνήματα. Τά μνήματα τήν ἐποχή ἐκείνη ἦταν σκαμμένα μέσα σέ βράχους ἤ χτισμένα σάν μικρά μονόχωρα οἰκήματα, ὅπου μποροῦσε κανείς νά προστατευθεῖ ἀπό τό καῦμα τοῦ ἥλιου, τό κρύο ἤ τήν βροχή. Ἐκεῖ ὁδηγοῦσε τόν ταλαίπωρο δαιμονισμένο ὁ μισάνθρωπος κυρίαρχός του, γιά νά τόν κρατᾶ μακριά ἀπό τούς ἀνθρώπους, μόνο καί ἀβοήθητο, ἕρμαιο τῆς δαιμονικῆς κακεντρέχειας. Μέ τόν τρόπο αὐτό ἔβαζε σέ μεγαλύτερη ταλαιπωρία καί τούς συγγενεῖς του, οἱ ὁποῖοι ἀναγκάζονταν κάθε φορά νά τόν ἀναζητοῦν μέ πόνο κι ἀγωνία. Στόχευε ἴσως ὁ πονηρός καί στήν καλλιέργεια τῆς πλανεμένης ἀντίληψης, πού καί τότε ἐνδημοῦσε, ὅτι οἱ ψυχές τῶν νεκρῶν γίνονται δαίμονες.
Σύμφωνα μέ τόν εὐαγγελιστή Ματθαῖο, ὁ Ἰησοῦς συνάντησε στήν περιοχή αὐτή δύο δαιμονισμένους (βλ. 8,28). Ὁ Λουκᾶς, ὅπως καί ὁ Μᾶρκος (βλ. 5,2), κάνουν λόγο μόνο γιά ἕναν. Προφανῶς πρόκειται γιά τόν ἕναν ἀπό τούς δύο πού ἀναφέρει ὁ Ματθαῖος· ἴσως αὐτός ἦταν σέ χειρότερη κατάσταση ἤ αὐτός προϋπάντησε τόν Ἰησοῦ καί «προσέπεσεν αὐτῷ» (στ. 28).
8,28. Ἰδὼν δὲ τὸν Ἰησοῦν καὶ ἀνακράξας προσέπεσεν αὐτῷ καὶ φωνῇ μεγάλῃ εἶπε· τί ἐμοὶ καὶ σοί, Ἰησοῦ, υἱὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου; Δέομαί σου, μή με βασανίσῃς.
Ὅταν ὁ δαιμονισμένος βρέθηκε μπροστά στόν Ἰησοῦ, ἔπεσε στήν γῆ βγάζοντας κραυγές τρόμου, σάν τόν δοῦλο πού γονατίζει μπροστά στό ἀφεντικό του περιμένοντας νά πέσει ἐπάνω του τό μαστίγιο. Ὁ διάβολος δέν ἀντέχει οὔτε στιγμή τήν παρουσία τοῦ πανάγιου καί πανάγαθου Κυρίου. Χρησιμοποιώντας τό στόμα τοῦ δαιμονισμένου, παρά τήν δειλία του, μέ θράσος διακήρυξε ὅτι δέν θέλει νά ἔχει καμία σχέση μέ τόν Ἰησοῦ, πού τόν ἀπογυμνώνει ἀπό τά λάφυρά του. Ἔλεγε μέ δυνατή φωνή· τί ἐμοὶ καὶ σοί, Ἰησοῦ, υἱὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου; (πρβλ. Μρ 1,24· 3,10-11· Λκ 4,34).
Τά δαιμόνια εἶχαν ἤδη λάβει πολλά δείγματα τῆς δυνάμεως τοῦ Ἰησοῦ. Ἐμπειρικά πλέον γνώριζαν τήν ἐξουσία πού ἀσκοῦσε ἐναντίον τους καί τήν συμπόνια πού ἔδειχνε πρός τούς δαιμονισμένους. Γι’ αὐτό, ἀντιλαμβάνονται τί τούς περιμένει, καί μέ φόβο τόν ἱκετεύουν -ὅλα μαζί σάν νά ἦταν ἕνα ἤ ἕνα ἀπό ὅλα γιά λογαριασμό καί τῶν ἄλλων- λέγοντας· δέομαί σου, μή με βασανίσῃς. Γνωρίζουν ὅτι τούς περιμένει ἡ κόλαση, ὅπου θά βασανίζονται αἰώνια. Ζητοῦν ὅμως νά τούς δοθεῖ κάποια προσωρινή ἄνεση· νά μήν καταδικασθοῦν «πρὸ καιροῦ» (Μθ 8,29).
8,29. Παρήγγειλε γὰρ τῷ πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ ἐξελθεῖν ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου. Πολλοῖς γὰρ χρόνοις συνηρπάκει αὐτόν, καὶ ἐδεσμεῖτο ἁλύσεσι καὶ πέδαις φυλασσόμενος, καὶ διαρρήσσων τὰ δεσμὰ ἠλαύνετο ὑπὸ τοῦ δαίμονος εἰς τὰς ἐρήμους.
Δίχως νά βραδύνει ὁ Κύριος δίνει ἐντολή στό ἀκάθαρτο πνεῦμα ἐξελθεῖν ἀπό τοῦ ἀνθρώπου. Εἶχε ἔλθει μέ σκοπό νά ἐλευθερώσει τόν δυστυχισμένο ἄνθρωπο ἀπό τήν μακροχρόνια καταδυνάστευση τοῦ διαβόλου· πολλοῖς γὰρ χρόνοις συνηρπάκει αὐτόν. Τό ρῆμα «συναρπάζω» χρησιμοποιεῖται ἐδῶ ὡς συνώνυμο τῶν ρημάτων «κυριεύω» καί «ἐξουσιάζω».
Ὑπό τήν ἐπήρεια τοῦ δαιμονίου ὁ ἄνδρας ἐκεῖνος γινόταν ἀνήμερο θηρίο. Δέν ἀναφέρεται νά προξενοῦσε στούς ἄλλους κακό, καταλαμβανόταν ὅμως ἀπό μανία αὐτοκαταστροφῆς. Ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ εὐαγγελιστής Μᾶρκος, μέ πέτρες ξέσχιζε τά μέλη τοῦ σώματός του (βλ. Μρ 5,5). Ἦταν ἀδύνατο νά τόν συγκρατήσουν οἱ δικοί του. Τοῦ ἔδεναν τά χέρια μέ ἁλυσίδες, ἁλύσεσι, γιά νά μήν κάνει κακό στόν ἑαυτό του. Τοῦ ἔδεναν, ἐπίσης, καί τά πόδια μέ σιδερένια δεσμά, πέδαις, γιά νά μή φεύγει καί ἀπομονώνεται. Αὐτός ὅμως ἔσπαζε τά δεσμά καί ἔτρεχε στίς ἐρημιές ὑποτασσόμενος στήν δαιμονική ἐξουσία.
8,30. Ἐπηρώτησε δὲ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς λέγων· τί σοί ἐστιν ὄνομα; Ὁ δὲ εἶπε· λεγεών· ὅτι δαιμόνια πολλὰ εἰσῆλθεν εἰς αὐτόν.
Ὁ Ἰησοῦς ρωτᾶ τόν δαιμονισμένο· τί σοί ἐστιν ὄνομα; Ὡς Θεός, βέβαια, γνώριζε τήν ἀπάντηση. ῎Ηθελε ὅμως νά ἀκούσουν καί ὅσοι παρευρίσκονταν ὅτι ἦταν πάρα πολλά τά δαιμόνια πού εἶχαν ἐγκατασταθεῖ μέσα σέ ἐκεῖνον τόν ἄνθρωπο. Ἡ λατινική λέξη λεγεὼν (ἀπό τό ρῆμα lego = ἀθροίζω, συλλέγω) δηλώνει σῶμα στρατοῦ συγκροτούμενο ἀπό μικρότερους λόχους. Ἦταν ἡ μεγαλύτερη μονάδα τοῦ ρωμαϊκοῦ στρατοῦ. Ὁ ἀριθμός τῶν στρατιωτῶν κυμαινόταν ἀπό τόπο σέ τόπο καί ἀπό χρόνο σέ χρόνο. Στά χρόνια τῆς Καινῆς Διαθήκης ἡ λεγεών ἀπαρτιζόταν ἀπό 4.000 - 6.000 πεζούς καί 300 ἱππεῖς.
8,31. καὶ παρεκάλει αὐτὸν ἵνα μὴ ἐπιτάξῃ αὐτοῖς εἰς τὴν ἄβυσσον ἀπελθεῖν.
Ἡ «ἄβυσσος» (στερητικό ἀ + βυθός) εἶναι ὁ τόπος πού δέν ἔχει βυθό, ἔχει βάθος ἀπέραντο. Στήν Καινή Διαθήκη σημαίνει τόν ἅδη (βλ. Ρω 10,7) καί εἰδικώτερα τόν τόπο τοῦ ἅδη ὅπου κατοικοῦν οἱ δαίμονες (βλ. Ἀπ 9,1.2.11· 11,7· 17,8· 20,1.3), μέχρι τήν ὥρα τῆς τελικῆς τους τιμωρίας, ὁπότε θά ριφθοῦν «εἰς τὴν λίμνην τοῦ πυρὸς καὶ τοῦ θείου» (Ἀπ 20,10).
Οἱ δαίμονες δέν θέλουν νά ἐπιστρέψουν στήν ἄβυσσο (πρβλ. Μρ 1,24· Λκ 4,34). Τρέμουν τόν τόπο τῆς τιμωρίας καί τῶν βασάνων. Δέν ἐπιθυμοῦν βέβαια οὔτε τόν παράδεισο, διότι εἶναι τόπος ἁγιότητος καί ἀγάπης. Προτιμοῦν νά κινοῦνται στόν κόσμο, γιά νά καταδυναστεύουν τούς ἀνθρώπους· αὐτό συνιστᾶ τήν μοναδική τους χαρά καί ἀπόλαυση.
8,32. Ἦν δὲ ἐκεῖ ἀγέλη χοίρων ἱκανῶν βοσκομένων ἐν τῷ ὄρει· καὶ παρεκάλουν αὐτὸν ἵνα ἐπιτρέψῃ αὐτοῖς εἰς ἐκείνους εἰσελθεῖν· καὶ ἐπέτρεψεν αὐτοῖς.
Τά δαιμόνια παρακαλοῦσαν τόν Κύριο νά τούς ἐπιτρέψει νά εἰσβάλουν σέ μία μεγάλη ἀγέλη χοίρων πού ἔβοσκε ἐκεῖ κοντά. Ὁ παρατατικός παρεκάλουν δηλώνει τήν ἐπίμονη παράκλησή τους, ἡ ὁποία φανερώνει ὅτι ἀναγνώριζαν τήν δύναμη τοῦ Ἰησοῦ καί παραδέχονταν τήν δική τους πλήρη ἀδυναμία. Ὁ Κύριος, πράγματι, ἐπέτρεψεν αὐτοῖς, ἔδωσε τήν συγκατάθεσή του. Δίχως αὐτήν δέν μποροῦσαν νά κάνουν τήν παραμικρή κίνηση, δέν μποροῦσαν νά ἐξουσιάσουν οὔτε καί τούς χοίρους! Ὁ παντογνώστης Ἰησοῦς γνώριζε ἀσφαλῶς τί θά ἐπακολουθήσει. Πρίν φθάσει ὅμως ἡ ὥρα τῆς τελικῆς κρίσεως, ἀνέχεται τήν δράση τῶν δαιμόνων μέσα στόν κόσμο, ὥστε παλεύοντας μέ τούς ἀνθρώπους νά τούς καθιστοῦν ἄξιους βραβείων. Διότι ἄν δέν ὑπῆρχαν ἀντίπαλοι δέν θά ὑπῆρχαν καί ἀγῶνες, κι ἄν δέν ὑπῆρχαν ἀγῶνες δέν θά ὑπῆρχαν καί στεφάνια νίκης, σημειώνει ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος. Οἱ πειρασμοί τούς ὁποίους προκαλοῦν οἱ δαίμονες ἀναδεικνύουν τούς πιστούς καί ἑτοιμάζουν τά στεφάνια τῆς δόξας τους. Ἡ δύναμη τοῦ σατανᾶ, ἐξάλλου, καθίσταται ἀνίκανη νά βλάψει ἐκείνους πού ἑκούσια μένουν ἀσφαλισμένοι μέσα στήν θεία χάρη.
8,33. Ἐξελθόντα δὲ τὰ δαιμόνια ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου εἰσῆλθον εἰς τοὺς χοίρους, καὶ ὥρμησεν ἡ ἀγέλη κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν λίμνην καὶ ἀπεπνίγη.
Μέ τήν ἄδεια τοῦ Ἰησοῦ, λοιπόν, τά δαιμόνια βγῆκαν ἀπό τόν δαιμονισμένο καί μπῆκαν στά γουρούνια. Ἐκεῖνα τότε τρομαγμένα ὅρμησαν στόν γκρεμό, ἔπεσαν στήν λίμνη καί πνίγηκαν. Σύμφωνα μέ τήν πληροφορία πού δίνει ὁ εὐαγγελιστής Μᾶρκος (βλ. 5,13), τά γουρούνια ἦταν περίπου δύο χιλιάδες. Ὁ Κύριος ἐπέτρεψε νά πνιγοῦν γιά ποικίλους λόγους, ὅπως·
α) νά ἀποδειχθεῖ ὅτι ὁ σατανᾶς εἶναι ὑπαρκτή ὀντότητα, πρόσωπο· δέν εἶναι ἡ προσωποποίηση τοῦ κακοῦ·
β) νά ἀποδειχθεῖ ἡ καταστροφική μανία τῶν δαιμονίων, πού μόνο γιά τό κακό καί τόν ὄλεθρο ἐπιστρατεύουν τίς δυνάμεις τους·
γ) νά γίνει φανερό πόσοι καί ποιοί κατοικοῦσαν τόσα χρόνια στόν δυστυχισμένο ἄνδρα·
δ) νά λάμψει γιά ἄλλη μιά φορά ἡ θεϊκή δύναμη τοῦ Ἰησοῦ·
ε) νά φανερωθεῖ ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ πού καί τούς κατοίκους τῆς περιοχῆς φύλαξε ἀπό τήν κακία τόσων δαιμονίων -δέν ἐπέτρεψε νά βλάψουν τούς ἀνθρώπους- καί τόν ἴδιο τόν δαιμονισμένο προστάτευσε ἀπό χειρότερες συμφορές·
στ) νά φανεῖ ἡ ἀχαριστία τῶν Γαδαρηνῶν, οἱ ὁποῖοι μετά ἀπό ἕνα τόσο μεγάλο σημεῖο, ἀντί νά εὐχαριστήσουν τόν Κύριο, τόν διώχνουν ἀπό τήν χώρα τους·
ζ) νά τιμωρηθεῖ ἡ παρανομία τῶν ἰουδαίων, οἱ ὁποῖοι παρά τήν ἀπαγόρευση τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου (βλ. Λε 11,7· Δε 14,8) ἀσχολοῦνταν μέ τήν ἐκτροφή χοίρων. Ἦταν μία πολύ ἀποδοτική ἐπιχείρηση, καθόσον οἱ Ρωμαῖοι πού κατοικοῦσαν στήν Παλαιστίνη καί τό πλῆθος τῶν ἐθνικῶν πού διέμενε στήν περιοχή τῆς Δεκαπόλεως ἀκριβοπλήρωναν τό δυσεύρετο στά μέρη ἐκεῖνα χοιρινό κρέας. ῎Ηθελε ὁ Κύριος νά δώσει ἕνα δεῖγμα τῆς δικαιοκρισίας του, νά φανερώσει ὅτι ἡ δύναμή του δέν εὐεργετεῖ μόνο ἀλλά μπορεῖ ἐπίσης, ὅταν αὐτός κρίνει, νά τιμωρεῖ αὐστηρά, γιά τόν σωφρονισμό καί τήν μετάνοια τῶν ἀνθρώπων. Ὁ Κύριος, ὅπως παρατηρεῖ ὁ Βασίλειος Σελευκείας, «συγχωρεῖ τὰ ἐλάττονα, ἵν’ ἐπιγνῶμεν τὰ μείζονα». Ἐπιτρέπει κάποιες φορές μία μικρή ζημία, γιά νά μᾶς χαρίσει μεγάλες ἀποκαλύψεις.
Ἐξάλλου, εἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι ἡ σοφία τοῦ Κυρίου στρέφει τά βέλη τῶν δαιμονίων ἐναντίον τους. «Ἐνῶ σχεδίαζαν νά βλάψουν τό ἔργο του, ἔπαθαν αὐτά τήν μεγαλύτερη βλάβη. Συνέβη, δηλαδή, τό ἀντίθετο ἀπό αὐτό πού ἐπιθυμοῦσαν. Ἔλαμψε ἡ δύναμη τοῦ Χριστοῦ καί φανερώθηκε ἡ δική τους ἀσθένεια καί κακία», σχολιάζει εὔστοχα ὁ Ζιγαβηνός.
8,34. Ἰδόντες δὲ οἱ βόσκοντες τὸ γεγενημένον ἔφυγον, καὶ ἀπήγγειλαν εἰς τὴν πόλιν καὶ εἰς τοὺς ἀγρούς.
Οἱ βοσκοί τῶν χοίρων, αὐτόπτες μάρτυρες τῆς θεραπείας τοῦ δαιμονισμένου καί τῆς καταστροφῆς τῆς ἀγέλης τῶν χοίρων, φεύγουν εἰς τὴν πόλιν, γιά νά ἐνημερώσουν, ὅπως ὄφειλαν, τούς κυρίους τους. Στόν δρόμο ἀναγγέλλουν τά γεγονότα καί σέ ὅλους ὅσους συναντοῦν εἰς τοὺς ἀγρούς. Ἔτσι διαδόθηκε τό σημεῖο. Ἡ ἀπώλεια τῶν χοίρων κατέστησε τούς χοιροβοσκούς κήρυκες τοῦ θαύματος (βλ. Μθ 8,33).
8,35. Ἐξῆλθον δὲ ἰδεῖν τὸ γεγονός, καὶ ἦλθον πρὸς τὸν Ἰησοῦν καὶ εὗρον καθήμενον τὸν ἄνθρωπον, ἀφ’ οὗ τὰ δαιμόνια ἐξεληλύθει, ἱματισμένον καὶ σωφρονοῦντα παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ, καὶ ἐφοβήθησαν.
Οἱ ἰδιοκτῆτες τῶν χοίρων ἔσπευσαν νά ἐλέγξουν τήν ἀκρίβεια τῆς διηγήσεως τῶν βοσκῶν. Μαζί τους βγῆκαν ἀπό τήν πόλη καί ἦλθαν πρός τόν Ἰησοῦ καί πολλοί ἄλλοι κινούμενοι ἀπό περιέργεια· «πᾶσα ἡ πόλις ἐξῆλθεν εἰς συνάντησιν τῷ Ἰησοῦ», γράφει ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος (8,34).
Ὅλοι αὐτοί εἶδαν καθήμενον κοντά στόν Κύριο καί στούς μαθητές τὸν ἄνθρωπον πού γιά πολλά χρόνια τριγυρνοῦσε στίς ἐρημιές σάν ἀγρίμι καί κούρνιαζε μακρυά ἀπό κατοικημένες περιοχές, στά μνήματα. Τόν εἶδαν ἱματισμένον, ντυμένο. Ποῦ βρῆκε τά ροῦχα αὐτός πού ὥς τώρα «ἱμάτιον οὐκ ἐνεδιδύσκετο» (στ. 27); Δέν ἀπαντᾶ σ’ αὐτό τό ἐρώτημα ἡ ἱερή διήγηση. Ἐξυπακούεται ὅμως ὅτι μᾶλλον κάποιος ἀπό τούς χοιροβοσκούς ἤ καί ἀπό τούς μαθητές τοῦ Κυρίου τοῦ ἔδωσε ροῦχα νά ντυθεῖ. Ἔτσι οἱ συντοπίτες του βρῆκαν ἱματισμένον αὐτόν πού ξέσχιζε τά ροῦχα καί τίς σάρκες του ἀκόμη καί γυρνοῦσε γυμνός καί καταπληγωμένος· σωφρονοῦντα αὐτόν πού μανιασμένος ἔσπαζε τίς σιδερένιες ἁλυσίδες· παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ τόν ἄλλοτε τόσο ἄγριο καί φοβερό, «ὥστε μὴ ἰσχύειν τινὰ παρελθεῖν διὰ τῆς ὁδοῦ ἐκείνης» (Μθ 8,28)! Τέτοια θαυμαστά σημεῖα ἐπιτελεῖ ἡ ἀγάπη τοῦ Κυρίου. Ἀλλοιώνει τόν ἄνθρωπο καί τόν μεταμορφώνει μέ τήν θεία χάρη.
Οἱ κάτοικοι τῆς περιοχῆς, ὡστόσο, μπροστά στό θέαμα πού ἀντίκρυσαν, ἐφοβήθησαν· ἔχοντας συναίσθηση τῆς ἐνοχῆς τους γιά τήν ἐκτροφή τῶν χοίρων φοβήθηκαν μήπως ὁ Ἰησοῦς, μέ τήν δύναμη πού διαθέτει, τούς τιμωρήσει παραδειγματικά.
8,36. Ἀπήγγειλαν δὲ αὐτοῖς οἱ ἰδόντες πῶς ἐσώθη ὁ δαιμονισθείς.
Οἱ αὐτόπτες μάρτυρες τοῦ γεγονότος, οἱ ἰδόντες, δηλαδή οἱ βοσκοί καί ὅσοι ἦταν στήν συνοδία τοῦ Ἰησοῦ καί παρακολούθησαν τήν θαυμαστή θεραπεία διηγήθηκαν πῶς σώθηκε ὁ δαιμονισμένος ἀπό τήν τρομερή μάστιγα πού τόν τυραννοῦσε.
8,37. Καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν ἅπαν τὸ πλῆθος τῆς περιχώρου τῶν Γαδαρηνῶν ἀπελθεῖν ἀπ’ αὐτῶν, ὅτι φόβῳ μεγάλῳ συνείχοντο. Αὐτὸς δὲ ἐμβὰς εἰς τὸ πλοῖον ὑπέστρεψεν.
Ἐνῶ ἡ θεραπεία τοῦ δαιμονισμένου προκάλεσε, ἀναμφίβολα, τόν θαυμασμό στούς κατοίκους ὅλης τῆς περιοχῆς, δέν τούς ἐμπόδισε νά ἀποπέμψουν τόν Ἰησοῦ· ἠρώτησαν αὐτὸν ἅπαν τὸ πλῆθος τῆς περιχώρου τῶν Γαδαρηνῶν ἀπελθεῖν ἀπ’ αὐτῶν. Ὁ λόγος ἦταν, ὄχι μόνο ὁ φόβος γιά τήν ἐνδεχόμενη παραδειγματική τιμωρία, ἀλλά καί τό ὅτι δέν ἤθελαν νά ἀπαρνηθοῦν τήν παρανομία τους· φόβῳ μεγάλῳ συνείχοντο μή χάσουν τά κέρδη πού τούς ἐξασφάλιζε ἡ παράνομη ἐκτροφή χοίρων. Δέν ἔνιωσαν τόν φόβο ἐκεῖνο πού γεννιέται στόν ἄνθρωπο, ὅταν συναισθάνεται τήν ἁμαρτωλότητά του (πρβλ. Λκ 5,8). Δέν ἦταν ἁπλῶς ἁμαρτωλοί οἱ Γαδαρηνοί, ἦταν πωρωμένοι. Δέν μποροῦσαν νά ἐκτιμήσουν ποιός ἦταν αὐτός πού τούς ἐπισκέφθηκε. Δέν ἤθελαν νά ἀπαλλαγοῦν ἀπό τά πάθη καί τίς ἀδυναμίες τους. Στήν περίπτωσή τους εἶχε ἐφαρμογή ὁ λόγος πού εἶπε ὁ Κύριος στόν Νικόδημο· «αὕτη δέ ἐστιν ἡ κρίσις, ὅτι τὸ φῶς ἐλήλυθεν εἰς τὸν κόσμον, καὶ ἠγάπησαν οἱ ἄνθρωποι μᾶλλον τὸ σκότος ἢ τὸ φῶς· ἦν γὰρ πονηρὰ αὐτῶν τὰ ἔργα» (Ἰω 3,19). Οἱ Γαδαρηνοί ἔμειναν ἀσυγκίνητοι μπροστά στήν θαυμαστή θεραπεία τοῦ συνανθρώπου τους. Τούς ἀπασχολοῦσε περισσότερο ἡ οἰκονομική ζημία τήν ὁποία τούς προκάλεσε ἡ ἀπώλεια τῶν χοίρων. Ἔβαζαν τό ἄμεσο ὑλικό τους συμφέρον πάνω ἀπό τόν νόμο τοῦ Θεοῦ. Τούς ἀναστάτωνε ἀκόμη καί ἡ σκέψη ὅτι μπορεῖ νά ἀλλάξουν τά σχέδια καί οἱ συνήθειές τους. Γι’ αὐτό, προτίμησαν νά φύγει ἀπό κοντά τους ὁ Χριστός παρά νά ἀλλάξει ὁ τρόπος τῆς ζωῆς τους.
Ὁ Ἰησοῦς ἐμβὰς εἰς τὸ πλοῖον ὑπέστρεψεν, μπῆκε στό πλοῖο καί ἐπέστρεψε «εἰς τὴν ἰδίαν πόλιν» (Μθ 9,1), τήν Καπερναούμ. Δέν ἐπιβάλλει ποτέ τήν παρουσία του ἀναγκαστικά. Σέβεται ἀπόλυτα τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου. Τήν ἴδια στάση παρήγγειλε νά κρατοῦν καί οἱ μαθητές του (βλ. Μθ 10,23).
8,38. Ἐδέετο δὲ αὐτοῦ ὁ ἀνήρ, ἀφ’ οὗ ἐξεληλύθει τὰ δαιμόνια, εἶναι σὺν αὐτῷ· ἀπέλυσε δὲ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς λέγων.
Ὁ ἄνθρωπος πού ἀπαλλάχθηκε ἀπό τά δαιμόνια παρακαλεῖ τόν Ἰησοῦ νά τόν δεχθεῖ κοντά του, νά τόν πάρει μαζί του στίς ἱεραποστολικές περιοδεῖες του. Δέν ἤθελε νά ἀποχωρισθεῖ τόν θαυμαστό διδάσκαλο καί μεγάλο του εὐεργέτη. Φοβόταν ἴσως μήπως μακριά του κινδυνεύσει καί πάλι ἀπό τά δαιμόνια. Ἐπιθυμοῦσε, ἐξάλλου, νά τοῦ δείξει τήν εὐγνωμοσύνη του προσφέροντας τίς ὑπηρεσίες του. Ἡ στάση του θυμίζει ἐκείνη τῶν Σαμαρειτῶν, οἱ ὁποῖοι μετά τήν προσωπική γνωριμία τους μέ τόν Κύριο τόν παρακαλοῦσαν νά μείνει μαζί τους (βλ. Ἰω 4,40).
Ὁ Κύριος, ὡστόσο, δέν κράτησε τόν ἄνθρωπο αὐτόν κοντά του· δέν τόν πῆρε στόν κύκλο τῶν μαθητῶν του, διότι εἶχε ἄλλη ἀποστολή νά τοῦ ἀναθέσει. Ἡ φιλανθρωπία του φρόντισε ὥστε, ὅταν ὁ ἴδιος ἀποχώρησε ὅπως τοῦ τό ζήτησαν οἱ Γαδαρηνοί, νά μείνει πίσω του ἕνας ἔνθερμος κήρυκας. Τό πέρασμα τοῦ Ἰησοῦ ἀπό τήν χώρα τῶν Γαδαρηνῶν δέν ἔμεινε ἄκαρπο. Σώθηκε μία ψυχή, πού θά θύμιζε ζωηρά τόν ἐρχομό του καί θά ἀποτελοῦσε ἕναν δριμύ ἔλεγχο ὅλων ἐκείνων οἱ ὁποῖοι τόν ἔδιωξαν.
8,39. ὑπόστρεφε εἰς τὸν οἶκόν σου καὶ διηγοῦ ὅσα ἐποίησέ σοι ὁ Θεός. Καὶ ἀπῆλθε καθ’ ὅλην τὴν πόλιν κηρύσσων ὅσα ἐποίησεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς.
Ὁ Ἰησοῦς «τύπον ἡμῖν ταπεινοφροσύνης διδοὺς... καὶ ἵνα πάντα πρὸς Θεὸν ἀναφέρωμεν τὰ κατορθώματα», ἀποστέλλοντας τόν θεραπευμένο πλέον δαιμονισμένο τοῦ λέγει διηγοῦ ὅσα ἐποίησέ σοι ὁ Θεὸς καί ὄχι «ὅσα σοι ἐποίησα ἐγώ». Εἶναι ἀξιοσημείωτο ἐντούτοις ὅτι ὁ πρώην δαιμονισμένος κηρύττει ὅσα ἐποίησεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς.
Ὁ εὐεργετημένος ἄνθρωπος, πραγματικά, περιόδευσε καθ’ ὅλην τήν πόλιν, ἀλλά καί «ἐν τῇ Δεκαπόλει», ὅπως σημειώνει ὁ εὐαγγελιστής Μᾶρκος (5,20). Ἡ Δεκάπολις ἐκτεινόταν ἀπό τήν Δαμασκό ὥς τήν Ἀραβία καί ἀπαρτιζόταν ἀπό δέκα πόλεις, στίς ὁποῖες συμπεριλαμβάνονταν καί τά Γάδαρα καί ἡ Γέρσα (ἤ Γέργεσα). Σέ ὅλη αὐτή τήν περιοχή, ὁ πρώην δαιμονισμένος διηγοῦνταν τό θαῦμα πού ἔζησε. Ἀπό τήν ἐμπειρία του κατέθετε αὐτό πού, ἀργότερα, ἔγραψε ὁ Ἰωάννης στήν πρώτη του ἐπιστολή· «ἐφανερώθη ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ἵνα λύσῃ τὰ ἔργα τοῦ διαβόλου» (3,8). Τό κήρυγμά του -ἡ πιό εἰλικρινής ἔκφραση τῆς εὐγνωμοσύνης του- θά ἦταν ἀναμφίβολα πολύ δυνατό καί πειστικό· γιά ἐκείνους, βέβαια, πού δέν ἐπέμεναν νά κρατοῦν τήν καρδιά τους προσκολλημένη στά πάθη, στά... γουρούνια.
Στεργίου Σάκκου, Ἑρμηνεία στό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο, τόμ. Α΄, σελ. 349-359