Κυρ. Ε΄ Λουκᾶ Λκ 16,19-31

Ἡ παραβολή τοῦ πλουσίου καί τοῦ φτωχοῦ Λαζάρου

  lazar Μετά τήν ὀφειλόμενη ἀπάντηση στόν «μυκτηρισμό» τῶν φαρισαίων (βλ. στ. 14) ὁ Κύριος συνεχίζει τήν διδαχή του γιά τόν πλοῦτο μέ μία ἀκόμη παραβολή. ῾Η παραβολή τοῦ πλουσίου καί τοῦ φτωχοῦ Λαζάρου παρουσιάζει ἐναργέστερα τήν ἀλήθεια πού ἀνέπτυξε ἡ προηγούμενη παραβολή, τοῦ φρονίμου οἰκονόμου (βλ. στ. 1-13). Μέ τρόπο παραστατικό τονίζει ὅτι ἀνάμεσα στήν ἐπίγεια καί στήν πέραν τοῦ τάφου ζωή ὑπάρχει σύνδεσμος ἀδιάρρηκτος, μία φυσική συνέχεια καί ἀπαρασάλευτη συνέπεια.
    Εἰδικώτερα, προβάλλει τήν μεγάλη διαφορά ἀνάμεσα στόν κλῆρο τῶν πλουσίων, οἱ ὁποῖοι σπαταλώντας τά πλούτη τους ἀπολαμβάνουν σ᾿ αὐτή τήν ζωή πολυτέλεια καί ἡδονή, χωρίς νά φροντίσουν νά ἀποκτήσουν «φίλους ἐκ τοῦ μαμωνᾶ τῆς ἀδικίας» (στ. 9), καί στόν κλῆρο τῶν φτωχῶν πού καρτερικά ὑπομένουν στερήσεις καί κακουχίες. Στήν παραβολή, ὅπως γενικά στήν Καινή Διαθήκη, οἱ λέξεις πλούσιος καί φτωχός δέν χρησιμοποιοῦνται μέ τήν κοινή, τήν κοινωνική ἔννοια, ἀλλά ἔχουν καί μία πνευματική χροιά. ῾Ο πλούσιος δέν κατέχει ἁπλῶς πολλά ἀγαθά, ἀλλά ἔχει ἐπικεντρώσει σ᾿ αὐτά τό ἐνδιαφέρον καί τόν σκοπό τῆς ζωῆς του ἀδιαφορώντας γιά τόν Θεό· εἶναι ὑλιστής. ᾿Αντίθετα, ὁ φτωχός μαζί μέ τήν ἔνδεια διαθέτει ἐπίσης μετριοφροσύνη καί ταπείνωση καί στηρίζει τήν ἐλπίδα του στόν Θεό· εἶναι εὐσεβής.
   Χρησιμοποιώντας ἐκφράσεις ἀνθρωπομορφικές καί εἰκόνες ἀπό τήν φυσική ζωή ἡ παραβολή περιγράφει μέ τόν πιό ζωηρό, ἁπλό καί κατανοητό τρόπο τήν μεταφυσική πραγματικότητα, ὅπου ἀνατρέπεται τελείως τό σκηνικό τῆς παρούσης ζωῆς. ῾Ο πλούσιος πού ἐδῶ διαχειρίσθηκε τά πλούτη του φίλαυτα καί χωρίς φιλανθρωπία ἐκεῖ θά βασανίζεται αἰώνια, δίχως καμία ἐλπίδα σωτηρίας. ᾿Αντίθετα, ὁ φτωχός Λάζαρος πού ἀγόγγυστα ὑπέφερε τήν φτώχεια, τήν ἀρρώστεια, τήν καταφρόνια βρίσκει αἰώνια παρηγοριά, ἀνάπαυση καί δόξα στούς κόλπους τοῦ ᾿Αβραάμ.
  ῾Η παραβολή διαιρεῖται σέ δύο μέρη καί τό καθένα ἀπό αὐτά περιλαμβάνει δύο σκηνές. Τό πρῶτο μέρος διαδραματίζεται στήν γῆ. Προβάλλει τήν σκηνή τοῦ πλουσίου, πού ζῆ μέσα στήν πολυτέλεια καί στίς ἀπολαύσεις, καί τήν σκηνή τοῦ φτωχοῦ Λαζάρου, πού μαστίζεται ἀπό τήν φτώχεια καί τήν ταλαιπωρία. Τό δεύτερο μέρος ἐκτυλίσσεται στήν μετά θάνατον πραγματικότητα. Παρουσιάζει ἀφενός τόν φτωχό Λάζαρο, πού ἀπολαμβάνει τήν δόξα τοῦ παραδείσου, καί ἀφετέρου τόν πλούσιο, πού ὑποφέρει τά βάσανα τῆς κόλασης.
  Οἱ δύο σκηνές τοῦ πρώτου μέρους ἀπεικονίζουν τήν παροῦσα πραγματικότητα, γνωστή σέ ὅλους. Τοῦ δευτέρου μέρους οἱ σκηνές ἀφοροῦν στήν ζωή πέραν τοῦ τάφου, ἀπρόσιτη στήν ἀνθρώπινη γνώση. ῾Ο θεάνθρωπος Κύριος γνωρίζει τήν παροῦσα πραγματικότητα ὡς ἄνθρωπος, ἀλλά καί τήν μέλλουσα ὡς Θεός. Καί τίς δύο τίς γνωρίζει μέ ἀπόλυτη βεβαιότητα. Μόνον Αὐτός ἔχει πλήρη καί τέλεια γνώση τοῦ φυσικοῦ καί τοῦ μεταφυσικοῦ κόσμου καί καταθέτει τήν ἀξιόπιστη μαρτυρία του μέ ὅσα μᾶς ἀποκαλύπτει στήν παραβολή.
 

16,19. ῎Ανθρωπος δέ τις ἦν πλούσιος, καὶ ἐνεδιδύσκετο πορφύραν καὶ βύσσον εὐφραινόμενος καθ᾿ ἡμέραν λαμπρῶς.
   Κάποιος ἄνθρωπος ἦταν πλούσιος. Σκόπιμα ὁ Κύριος ἀποσιωπᾶ τό ὄνομά του. ῾Ο ἅγιος Κύριλλος ᾿Αλεξανδρείας ἐφιστᾶ ἰδιαίτερα τήν προσοχή τοῦ ἀναγνώστη στήν λεπτομέρεια αὐτή· «᾿Επιτήρησον ἀκριβῶς τοῦ Σωτῆρος τοὺς λόγους, πολύ τι τὸ σοφὸν ἐμφαίνοντας». ῾Η ἀνωνυμία ὑποδηλώνει τήν ἀπαρέσκεια τοῦ Κυρίου γιά τόν «ἀφιλοικτείρμονα», τόν ἄσπλαγχνο πλούσιο ἀλλά καί γιά κάθε πλούσιο πού ἐπιδεικνύει τήν ἴδια ἄσπλαγχνη καί ἀθεόφοβη συμπεριφορά. Γιά τούς ἀνόμους, ἐξάλλου, λέει ὁ Θεός· «οὐ μὴ μνησθῶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν διὰ χειλέων μου» (Ψα 15,4). Γι᾿ αὐτό ὁ ᾿Ιησοῦς περιορίζεται νά πεῖ· ἄνθρωπος δέ τις ἦν πλούσιος.
  ῾Ο ἅγιος Χρυσόστομος σέ μία ἀπό τίς ἑπτά ὑπέροχες ὁμιλίες τίς ὁποῖες ἀφιερώνει στήν παραβολή αὐτή χαρακτηρίζει τόν πλούσιο ὡς ἑξῆς· «῎Ανθρωπος οὐκ ἔχων ἀνθρώπου καρπόν. ῞Οπου γὰρ πλοῦτος καὶ ἁρπαγαί, λύκος ὁ βλεπόμενος· ὅπου πλοῦτος καὶ θηριωδία, λέοντα ὁρῶ καὶ οὐκ ἄνθρωπον». Εἶχε χάσει τήν ἀνθρωπιά του ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος· κυνηγώντας τά πλούτη εἶχε καταντήσει θηρίο ἀνήμερο (πρβλ. Ψα 48,13. 21).
  Τά πολυτελῆ ἐνδύματα τοῦ πλουσίου φανερώνουν τό μέγεθος τοῦ πλούτου του ἀλλά καί τήν κενοδοξία καί ἐπιδειξιομανία του· ἐνεδιδύσκετο πορφύραν καὶ βύσσον. «Πορφύρα» λέγεται τό θαλάσσιο κοχύλι τοῦ ὁποίου ὁ χυμός χρησιμοποιήθηκε στήν ἀρχαιότητα γιά τήν βαφή ὑφασμάτων σέ κόκκινο χρῶμα. Στήν συνέχεια, ὀνομάστηκε ἔτσι καί τό ὕφασμα, κυρίως τό μάλλινο, πού ἦταν βαμμένο μέ τήν βαφή αὐτή καί οἱ χιτῶνες πού κατασκευάζονταν ἀπό αὐτό τό ὕφασμα. Τό πιό φημισμένο κέντρο παραγωγῆς πορφύρας ἦταν ἡ Τύρος τῆς Φοινίκης. Τίς πορφύρες φοροῦσαν ὡς ἐξωτερικό ἔνδυμα συνήθως μόνο οἱ βασιλιάδες καί οἱ ἄρχοντες, διότι ἦταν πανάκριβες.
  «Βύσσος» ἦταν ἕνα εἶδος λιναριοῦ πού καλλιεργοῦνταν στήν Αἴγυπτο. ῎Ετσι ὀνομαζόταν, ἐπίσης, τό λεπτό, ἁπαλό καί πανάκριβο λινό ὕφασμα πού κατασκευαζόταν ἀπό τόν βύσσο. Εἶχε χρῶμα ὑποκίτρινο καί τό χρησιμοποιοῦσαν ὡς ἐσωτερικό ἔνδυμα οἱ βασιλεῖς καί οἱ πλούσιοι.
  ῾Η ἔκφραση εὐφραινόμενος καθ᾿ ἡμέραν λαμπρῶς ἀπεικονίζει τήν μεγαλοπρέπεια καί τήν λαμπρότητα τῶν συμποσίων πού καθημερινά ἀπολάμβανε ὁ πλούσιος. Φαίνεται ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτός μαζί μέ τά πλούτη εἶχε καί καλή ὑγεία καί εὐεξία καί εὐχέρεια, ὥστε νά μπορεῖ νά ἀπολαμβάνει τήν τρυφή τῶν συμποσίων. Κανένα πρόβλημα ἤ δυσκολία δέν ἀνέκοπτε τήν ἀπόλαυσή του. ῾Η κάθε ἡμέρα του κυλοῦσε ἀνέμελα καί, κατά τήν κοινή γνώμη τοῦ κόσμου, εὐτυχισμένα. Αὐτό ὅμως πού τελείως τοῦ διέφυγε ἦταν ἡ ἀνάγκη νά φροντίσει καί γιά τήν ψυχή του· «ἐνῶ, δηλαδή, καλοτάιζε τήν δούλη, τήν σάρκα του, ἄφηνε νά λιμοκτονεῖ ἡ ἀρχόντισσα ψυχή του», παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Χρυσόστομος.
 

16,20. Πτωχὸς δὲ τις ἦν ὀνόματι Λάζαρος, ὃς ἐβέβλητο πρὸς τὸν πυλῶνα αὐτοῦ ἡλκωμένος.
  Σέ ἀντίθεση πρός τόν ἀνώνυμο πλούσιο ὁ φτωχός ἀναφέρεται «ὀνομαστί»36 . Εἶναι ἀσφαλῶς μία ἔνδειξη τιμῆς, διότι τά ὀνόματα τῶν δικαίων δέν λησμονοῦνται ἀλλά «ἐν βίβλῳ ζωῆς ἀπογράφονται» (πρβλ. Λκ 10,20· Φι 4,3· ῾Εβ 12,23· ᾿Απ 17,8· 20,12· 21,27).
  Τό ὄνομα Λάζαρος, κοινότατο στούς ᾿Ιουδαίους, εἶναι ὁ ἐξελληνισμένος τύπος τοῦ ἑβραϊκοῦ ᾿Ελεάζαρ, πού σημαίνει «ὁ Θεός εἶναι βοηθός μου». ῾Ο ᾿Ιησοῦς δίνει στόν φτωχό ἄνθρωπο τῆς παραβολῆς αὐτό τό ὄνομα γιά νά δείξει ὅτι οἱ ταπεινοί φτωχοί τῆς γῆς στηρίζονται στόν Θεό. Λάζαρος ὀνομαζόταν καί ὁ φίλος τοῦ Κυρίου, ὁ ἀδελφός τῆς Μάρθας καί τῆς Μαρίας (βλ. ᾿Ιω 11,1-2), τόν ὁποῖο θά δοῦν ἀναστημένο οἱ φαρισαῖοι, χωρίς, ὡστόσο, νά πιστέψουν στόν Χριστό πού τόν ἀνέστησε. Νά χρησιμοποιεῖ ἄραγε ὁ Κύριος τό ὄνομα αὐτό ὡς προφητεία γιά τήν μέλλουσα ἀπιστία τους; Πάντως εἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι σέ καμία ἄλλη παραβολή δέν δίνει ὀνόματα στά πρόσωπα ὁ Κύριος.
 ῾Ο φτωχός Λάζαρος ἐβέβλητο πρὸς τὸν πυλῶνα, ἦταν πεταμένος μπροστά στήν μεγάλη πύλη, στήν κύρια εἴσοδο ἀπό τήν ὁποία ἔμπαινε κανείς στό ἀρχοντικό τοῦ πλουσίου. ῾Η κατάστασή του ἦταν ἀξιοθρήνητη. Δέν βασανιζόταν μόνον ἀπό τήν φτώχεια καί τήν ἐγκατάλειψη. ῾Υπέφερε, ἐπιπλέον, ἀπό μία βαρειά ἀρρώστια ἡ ὁποία μάλιστα εἶχε γεμίσει τό σῶμα του μέ πληγές, ἦταν ἡλκωμένος καί, ἑπομένως, ἐντελῶς ἀνήμπορος νά κάνει μόνος του ὁ,τιδήποτε γιά νά ἀντιμετωπίσει τά βάσανά του.
  Βαρύτερη ἀκόμη γινόταν ἡ θλίψη τοῦ Λαζάρου, διότι, ὅπως πολύ χαρακτηριστικά γράφει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, ἦταν ναυαγός μέσα στό λιμάνι, διψοῦσε ἀφόρητα πλάι στήν πηγή. Μαστιζόταν ἀπό μεγάλη φτώχεια, ἐνῶ βρισκόταν κοντά σέ ἕναν πάμπλουτο, ὁ ὁποῖος σπαταλοῦσε ἀλόγιστα τά πλούτη του σέ πολυτελῆ ἐνδύματα καί ἡδυπαθῆ συμπόσια! ῾Η ἀπαρηγόρητη θλίψη δίπλα στήν ἄλυπη χλιδή γίνεται πιό ὀδυνηρή· «ἱκανὸν τοῦτο σκοτῶσαι (=νά σκοτίσει) ψυχήν», καταθέτει ὁ μεγαλομάρτυρας μετά τούς διωγμούς, ὁ πολύπαθος ἅγιος Χρυσόστομος.
  Περιγράφοντας τό μέγεθος τῶν συμφορῶν τοῦ φτωχοῦ Λαζάρου ὁ ᾿Ιησοῦς ἔμμεσα στηλιτεύει τήν σκληροκαρδία τοῦ πλουσίου. Εἶχε τόσο κοντά του ἕναν ἄνθρωπο φτωχό, ἀνέστιο, πληγιασμένο, καί ὅμως ἔμενε ἀσυγκίνητος! Αὐτό βαρύνει μέ μεγαλύτερο κρίμα τήν ἀσπλαγχνία του. ῞Οποιος δέν νιώθει οἶκτο καί συμπάθεια γιά τόν συνάνθρωπό του πού πάσχει ἀπό πεῖνα καί ἀρρώστια μοιάζει μέ ἄλογο θηρίο, παρατηρεῖ ὁ ἅγιος ᾿Αστέριος ᾿Αμασείας. ᾿Ενῶ ὁ ἄνθρωπος διαθέτει λογική καί συναίσθημα καί, ἐπιπλέον, πλάσθηκε καθ᾿ ὁμοίωσιν τοῦ πανάγαθου Θεοῦ, ὁ πλούσιος τῆς παραβολῆς ἔμενε ἀσυμπαθής στίς τόσο ὀδυνηρές συμφορές οἱ ὁποῖες ἔπλητταν τόν συνάνθρωπο πού εἶχε δίπλα του!

 16,21. καὶ ἐπιθυμῶν χορτασθῆναι ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τοῦ πλουσίου· ἀλλὰ καὶ οἱ κύνες ἐρχόμενοι ἀπέλειχον τὰ ἕλκη αὐτοῦ.
  ῾Η ἔσχατη πενία καί ἡ ἀνυπόφορη πεῖνα τοῦ φτωχοῦ Λαζάρου ζωγραφίζεται ἀνάγλυφα στήν ἐπιθυμία του χορτασθῆναι ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τοῦ πλουσίου. Λαχταροῦσε νά χορτάσει μέ τά ψίχουλα πού ἔπεφταν ἀπό τό τραπέζι τοῦ πλουσίου. ᾿Ενῶ παρακολουθοῦσε ἀπό κοντά τήν ζωή τοῦ πλουσίου πού κυλοῦσε μέσα στήν χλιδή καί στήν τρυφή, δέν φαίνεται νά ἐπιθύμησε τά πορφυρά πολυτελῆ ἐνδύματα ἤ τά ποικίλα ἑλκυστικά ἐδέσματα· ἐπιζητοῦσε μόνον ὅ,τι τοῦ ἦταν ἀναγκαῖο.
  ᾿Ακόμη ζωηρότερα προβάλλει τό οἰκτρό κατάντημα τοῦ Λαζάρου ἡ πληροφορία· ἀλλὰ καὶ οἱ κύνες ἐρχόμενοι ἀπέλειχον τὰ ἕλκη αὐτοῦ. ῏Ηταν τόση ἡ ἀνημποριά του, ὥστε δέν εἶχε οὔτε τήν δύναμη νά ἀπομακρύνει τά σκυλιά πού τόν πλησίαζαν καί ἔγλυφαν τίς πληγές του· ἦταν ἕνας ζωντανός νεκρός! Καί πόσο θά ὄξυνε τόν πόνο του τό γεγονός ὅτι τά σκυλιά τοῦ φέρονταν πιό συμπονετικά ἀπό τόν ἄσπλαγχνο πλούσιο! ᾿Εκεῖνα πλησίαζαν τόν ταλαίπωρο Λάζαρο καί ἴσως τόν ἀνακούφιζαν κάπως γλείφοντας μέ τήν γλῶσσα τους τίς πληγές του. Τί οἰκτρό θέαμα!
  ῾Ωστόσο, ὁ φτωχός Λάζαρος δέν ἐμφανίζεται πουθενά στήν παραβολή νά γογγύζει, νά ἀγανακτεῖ καί νά κακολογεῖ τόν πλούσιο ἤ νά μέμφεται τήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Αὐτό πρέπει ἰδιαίτερα νά προσεχθεῖ. ῎Αν ἦταν δύσκολο νά σωθεῖ ὁ πλούσιος μέσα στήν ἄνεση καί στήν καλοπέρασή του, δέν ἦταν καί γιά τόν φτωχό εὔκολο νά ἀποφύγει τήν ἀγανάκτηση, τήν στενοχώρια, τόν γογγυσμό πού προκαλεῖ ἡ καταφρόνια καί ἡ στέρηση. Γιά πολλούς ἡ φτώχεια ἀποδείχθηκε κακός σύμβουλος. ῎Οχι ὅμως γιά τόν φτωχό Λάζαρο. Αὐτός ἀποτελεῖ τό ὑπόδειγμα τοῦ φτωχοῦ ἀνθρώπου πού ἀντιμετωπίζει μέ καρτερία καί μακροθυμία τίς θλίψεις (πρβλ. ᾿Ια 5,7-11). ᾿Ακριβῶς ἡ ὑπομονή του στά βάσανα καί ἡ ἐμπιστοσύνη του στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ τόν ὁδήγησαν στήν σωτηρία, στήν αἰώνια ἀνάπαυση καί δόξα.

 16,22. ᾿Εγένετο δὲ ἀποθανεῖν τὸν πτωχὸν καὶ ἀπενεχθῆναι αὐτὸν ὑπὸ τῶν ἀγγέλων εἰς τὸν κόλπον ᾿Αβραάμ· ἀπέθανε δὲ καὶ ὁ πλούσιος καὶ ἐτάφη.
  ῾Ο θάνατος ἔφερε τήν λύτρωση τοῦ Λαζάρου ἀπό τά βάσανα. Δέν γίνεται λόγος γιά τήν ταφή του, διότι σίγουρα δέν τοῦ ἔκαναν τιμητική κηδεία, ὅπως στόν πλούσιο. ῎Ετσι ὅπως τόν εἶχε καταντήσει ἡ ἀσθένειά του, πληγιασμένο καί ἀποκρουστικό, δέν ἀποκλείεται νά τόν ἔθαψαν κάπου μακριά ἀπό τήν πόλη, ὥστε νά μήν καταστεῖ ἑστία μολύνσεως.
 Περνοῦμε ἤδη στό δεύτερο μέρος τῆς παραβολῆς καί προβάλλει μπροστά μας ἡ πρώτη σκηνή τοῦ μέρους αὐτοῦ, ὁ Λάζαρος στήν μετά θάνατον πραγματικότητα· ᾿Ενῶ τό νεκρό σῶμα τοῦ φτωχοῦ ἐπαίτη δέν εἶχε κανέναν στήν γῆ νά τό προπέμψει, ἡ ψυχή του ὁδηγήθηκε στόν παράδεισο μέ τιμητική συνοδεία ἀγγέλων· ἐγένετο δὲ ἀποθανεῖν τὸν πτωχὸν καὶ ἀπενεχθῆναι αὐτὸν ὑπὸ τῶν ἀγγέλων εἰς τὸν κόλπον ᾿Αβραάμ. ῎Ελαβε ὁ φτωχός Λάζαρος τό βραβεῖο γιά τήν ὑπομονή του, τόν καρπό τῆς κακοπάθειάς του, τό στεφάνι γιά τήν φτώχεια πού μέ θαυμαστή καρτερία ἀντιμετώπισε.
  Παραβάλλοντας τόν θάνατο τοῦ φτωχοῦ Λαζάρου μέ τόν θάνατο τοῦ ἄφρονος πλουσίου (Λκ 12,20) ὁ ἅγιος Χρυσόστομος παρατηρεῖ· «Σάν αἰχμάλωτο ἔσερναν οἱ ἄγγελοι τόν ἄφρονα πλούσιο, ἐνῶ τόν φτωχό Λάζαρο τόν περιστοίχιζαν ὡς νικητή».
  ῾Ο παράδεισος δηλώνεται μέ τήν ἔκφραση εἰς τὸν κόλπον ᾿Αβραάμ. «Κόλπος» λέγεται τό μέρος τοῦ σώματος πού εἶναι ἀνάμεσα στούς δύο βραχίονες, τό στῆθος, ὁ κόρφος. «Εἶμαι στόν κόλπο κάποιου» σημαίνει ὅτι βρίσκομαι σέ πολύ στενή σχέση μέ κάποιον, ἑπομένως κοινωνῶ καί στήν εὐτυχία του. Στήν παραβολή ὁ Κύριος ὀνομάζει τόν παράδεισο «κόλπο τοῦ ᾿Αβραάμ», γιά νά δείξει ὅτι αἰτία γιά τήν καταδίκη τοῦ πλουσίου δέν εἶναι τά πλούτη ἀλλά ἡ ἀσπλαγχνία του. Πλούσιος ἦταν καί ὁ ᾿Αβραάμ ἀλλά μέ τήν εὐσπλαγχνία καί τήν φιλοξενία του, καρπούς τῆς μεγάλης πίστεώς του, εἰσῆλθε στόν παράδεισο· μέ τό δικό του ὄνομα μάλιστα ὀνομάζεται ὁ παράδεισος.
  Θεολογώντας ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ ὁμολογητής θεωρεῖ τούς κόλπους τοῦ ᾿Αβραάμ σύμβολο τοῦ ἐπιφανέντος Θεοῦ, τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. Αὐτός χορηγεῖ στούς πιστούς κάθε ἀγαθό καί ἡ παρουσία του ἀποτελεῖ τήν αἰώνια μακαριότητα, τήν «χώρα τῶν ζώντων», ὅπου βρίσκουν ἀνάπαυση καί δόξα οἱ ψυχές τῶν δικαίων.
  ῞Οπως ὁ φτωχός ἔτσι καί ὁ πλούσιος κατέληξε στόν θάνατο. Γιά τόν θάνατό του σημειώνεται· ἀπέθανε δὲ καὶ ὁ πλούσιος καὶ ἐτάφη. Τά πλούτη του φάνηκαν ἀνίσχυρα νά παρατείνουν τήν ζωή του. Θά τοῦ ἔγινε προφανῶς μεγαλόπρεπος ἐνταφιασμός, ἀλλά δέν τοῦ πρόσφερε ἀπολύτως τίποτε. ῎Επεσε ἡ αὐλαία καί βρέθηκε ξαφνικά σέ ἕνα σκηνικό τελείως διαφορετικό.
  Σχολιάζει χαρακτηριστικά ὁ ἅγιος Χρυσόστομος· «Μή προσπερνᾶς ἀδιάφορα τό “ἐτάφη”, ἀγαπητέ μου. ᾿Εδῶ νά σκεφθεῖς τά τραπέζια τά ἐπιχρυσωμένα, τίς κλίνες, τούς τάπητες, τά σκεπάσματα, ὅλα τά ἄλλα πού γέμιζαν τό σπίτι του, τά μύρα, τά ἀρώματα, τό πολύ κρασί, τίς ποικιλίες τῶν ἐδεσμάτων, τά καρυκεύματα, τούς μαγείρους, τούς κόλακες, τούς ἀκολούθους, τούς ἱκέτες, ὅλη τήν ἄλλη ἐπίδειξη, πού ἔσβησε καί καταμαράθηκε. ῞Ολα στάχτη, ὅλα τέφρα καί σκόνη, θρῆνοι καί ὀδυρμοί, χωρίς κανείς νά μπορεῖ πλέον νά βοηθήσει, οὔτε νά ἐπαναφέρει τήν ψυχή πού ἔφυγε... ᾿Ανάμεσα ἀπό τόσο προσωπικό, γυμνός καί μόνος μεταφερόταν. Τίποτε ἀπό τήν τόσο μεγάλη εὐπορία του δέν μποροῦσε νά μεταφέρει ἀπό ἐδῶ, ἀλλά ἀπομακρυνόταν ἔρημος καί ἀπροστάτευτος. Δέν ἦταν παρών κανείς ἀπό τούς ὑπηρέτες, κανείς πού νά τόν βοηθήσει καί νά τόν γλυτώσει ἀπό τήν κόλαση καί τήν τιμωρία. ᾿Αποσπάσθηκε ἀπό ὅλους ἐκείνους καί παραλήφθηκε μόνο γιά νά ὑποστεῖ τίς ἀφόρητες τιμωρίες».
  Τραγική ἡ τελευταία σκηνή τῆς παραβολῆς καί ἐντελῶς διαφορετική ἀπό τήν προηγούμενη. ᾿Ενῶ ὁ τυραννισμένος Λάζαρος ἀπολαμβάνει, ὁ ἁβροδίαιτος πλούσιος βασανίζεται. ᾿Εδῶ εἶναι ὅλα ἀντίθετα ἀπό τά περιστατικά τῆς ἐπί γῆς ζωῆς του.

16,23. Καὶ ἐν τῷ ᾅδῃ ἐπάρας τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ, ὑπάρχων ἐν βασάνοις, ὁρᾷ τὸν ᾿Αβραὰμ ἀπὸ μακρόθεν καὶ Λάζαρον ἐν τοῖς κόλποις αὐτοῦ.
  ᾿Από τήν πολυτέλεια καί τήν καλοπέραση τοῦ ἀρχοντικοῦ του ὁ πλούσιος βρέθηκε ἐν τῷ ᾅδῃ. ῾Ο ἅδης, τό ἑβραϊκό «σεώλ», εἶναι ἡ περιοχή τοῦ κάτω κόσμου, τό βασίλειο τῶν νεκρῶν. ᾿Εκεῖ σάν σέ φρούριο ἰσχυρό κρατοῦσε ὁ θάνατος φυλακισμένους τούς ἀπ᾿ αἰῶνος νεκρούς, δικαίους καί ἀδίκους. Αὐτό τό φρούριο θά συντρίψει ὁ Κύριος ὅταν μέ τόν θάνατό του θά κατεβεῖ στόν χῶρο τοῦ ἅδη καί θά ἀναστηθεῖ.
  ῾Ο θάνατος ἅρπαξε καί μετέφερε τόν πλούσιο τῆς παραβολῆς σ᾿ ἐκεῖνον τόν κόσμο τόν ὁποῖο ἠθελημένα ἀγνοοῦσε, ὅταν ζοῦσε καί προφανῶς τόν περιφρονοῦσε σάν νά ἦταν ἕνα εὐφάνταστο παραμύθι. ᾿Εμπειρικά πλέον διαπίστωσε ὅτι ἡ ψυχή δέν πεθαίνει μαζί μέ τό σῶμα, ἀλλά ὅποιος δέν ἐκμεταλλεύθηκε σωστά τόν χρόνο τῆς ἐπίγειας ζωῆς του ὑποφέρει ἀφόρητα.
  ᾿Ενῶ βασανιζόταν ὁ πλούσιος, σήκωσε κάποια στιγμή τά μάτια του ἀναζητώντας βοήθεια. Κοντά του δέν βρισκόταν κανείς. Διέκρινε ὅμως ἀπὸ μακρόθεν, ἀπό μακριά τόν ᾿Αβραάμ καί στήν ἀγκαλιά του εὐτυχισμένο τόν Λάζαρο. ῞Οπως ἀκριβῶς γινόταν ὀδυνηρότερο τό βασανιστήριο τοῦ φτωχοῦ καθώς ἦταν ριγμένος μπρός στήν πύλη τοῦ πλουσίου καί ἔβλεπε τά ξένα ἀγαθά, ἔτσι ὀδυνηρότερη γίνεται ἡ τιμωρία τοῦ πλουσίου καθώς ἀντικρύζει ὅσα ἀπολαμβάνει ὁ περιφρονημένος Λάζαρος.
 

16,24. Καὶ αὐτὸς φωνήσας εἶπε· πάτερ ᾿Αβραάμ, ἐλέησόν με καὶ πέμψον Λάζαρον ἵνα βάψῃ τὸ ἄκρον τοῦ δακτύλου αὐτοῦ ὕδατος καὶ καταψύξῃ τὴν γλῶσσάν μου, ὅτι ὀδυνῶμαι ἐν τῇ φλογὶ ταύτῃ.
  ῎Εχοντας συναίσθηση τῆς ἀπάνθρωπης συμπεριφορᾶς του πρός τόν Λάζαρο ὁ πλούσιος δέν τολμᾶ νά ἀπευθυνθεῖ σ᾿ αὐτόν. Πιθανόν νά νομίζει -κρίνοντας ἐξ ἰδίων- ὅτι ὁ περιφρονημένος ἔτρεφε ἐναντίον του κάποια μνησικακία, ὑποθέτει ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος. ᾿Απευθύνεται στόν ᾿Αβραάμ καί μάλιστα φωνάζοντας δυνατά, φωνήσας, καί διότι ἦταν πολύ μεγάλη ἡ ἀπόσταση ἀνάμεσά τους καί διότι ἔτσι ἐκφράζει τόν ἀβάσταχτο πόνο του. Προφανῶς ὁ πλούσιος τῆς παραβολῆς ἦταν ᾿Ιουδαῖος. Γι᾿ αὐτό ἀναγνωρίζοντας -παρά τήν ἀπόσταση- τόν ᾿Αβραὰμ τόν προσφωνεῖ πάτερ.
  Σύντομα ἀλλά πολύ ἐκφραστικά ἀποδίδεται ἡ ὀδύνη τοῦ πλουσίου· ἐλέησόν με καὶ πέμψον Λάζαρον ἵνα βάψῃ τὸ ἄκρον τοῦ δακτύλου αὐτοῦ ὕδατος καὶ καταψύξῃ τὴν γλῶσσάν μου, ὅτι ὀδυνῶμαι ἐν τῇ φλογὶ ταύτῃ. ῾Ικετεύει τόν πατριάρχη νά τόν λυπηθεῖ, ἐνῶ ὁ ἴδιος, βέβαια, δέν ἔδειξε ἐλάχιστη συμπόνια στήν ζωή του! Περνώντας ὅμως στήν αἰωνιότητα ἔπεσαν τά προσωπεῖα καί ἄλλαξαν ἀπότομα οἱ ρόλοι. Αὐτός πού ἄλλοτε ντυνόταν στό χρῶμα τῆς φωτιᾶς μέ τά πορφυρά του ἐνδύματα, τώρα εἶναι κυκλωμένος ἀπό πύρινες φλόγες! Αὐτός πού ἀπολάμβανε λαμπρά συμπόσια, ἐπιθυμεῖ ἔστω καί μία σταγόνα νά δροσίσει τήν γλῶσσα του! Αὐτός πού ἔρριχνε περιφρονητικό τό βλέμμα του στόν φτωχό Λάζαρο, τόν παραπεταμένο στήν πύλη του, τώρα τόν ἀποζητᾶ μέ ἀγωνία νά ἀνακουφίσει μέ τήν ἄκρη τοῦ δακτύλου του, ἔστω καί γιά κλάσμα δευτερολέπτου, τόν ἀφόρητο πόνο του! ῾Ο λόγος τῆς Γραφῆς προειδοποιεῖ· «ἡ κρίσις ἀνέλεος τῷ μὴ ποιήσαντι ἔλεος» (᾿Ια 2,13)!
  Σχολιάζοντας τήν ἀλλαγή πού ἐπῆλθε στήν ζωή τοῦ πλουσίου ὁ ἅγιος Χρυσόστομος σημειώνει· «Φύλλα ἦν· χειμὼν κατέλαβε, καὶ πάντα ἐξηράνθη· ὄναρ ἦν· ὡς δὲ ἡμέρα ἐγένετο, ἀπῆλθε τὸ ὄναρ· σκιὰ ἦν· ἦλθεν ἡ ἀλήθεια, καὶ παρέδραμεν ἡ σκιά». ῾Η ἐπίγεια ζωή μοιάζει μέ φύλλα πού ξηραίνονται ἀπό τήν χειμωνιά τοῦ θανάτου· μέ ὄνειρο πού χάνεται σάν φθάσει τό ξημέρωμα· μέ τήν σκιά πού ἐξαφανίζεται, ὅταν λάμψει ἡ ἀλήθεια τῆς αἰωνιότητος.
  ῾Η φρίκη τῆς κολάσεως ἀποδίδεται στήν παραβολή μέ τήν εἰκόνα τῆς φωτιᾶς. Αὐτό δέν σημαίνει ὅτι στήν κόλαση θά ὑπάρχουν πύρινες φλόγες. ᾿Αποδίδει ὅμως ἡ φωτιά τήν τραγικότητα τοῦ κολασμένου ἡ ὁποία, βέβαια, θά λειτουργεῖ μεταφορικά στήν πνευματική συχνότητα.

16,25. Εἶπε δὲ ᾿Αβραάμ· τέκνον, μνήσθητι ὅτι ἀπέλαβες σὺ τὰ ἀγαθά σου ἐν τῇ ζωῇ σου, καὶ Λάζαρος ὁμοίως τὰ κακά· νῦν δὲ ὧδε παρακαλεῖται, σὺ δὲ ὀδυνᾶσαι.
  Εἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι ὁ ᾿Αβραάμ δέν ἐπιπλήττει τόν ἄσπλαγχνο πλούσιο, δέν τοῦ μιλᾶ μέ γλῶσσα αὐστηρή ἀλλά μέ πραότητα καί τρυφερότητα προσφωνώντας τον τέκνον. ᾿Ηχεῖ ὅμως πιό ἀποκαρδιωτική ἡ ἀπάντησή του, διότι παρά τήν καλωσύνη του καί παρ᾿ ὅτι δέν ἀρνήθηκε τήν συγγένεια μαζί του, δέν τοῦ δίνει καμία ἐλπίδα. Δέν πρόκειται οὔτε ἐλάχιστα νά καταπραΰνει τόν πόνο του, καί αὐτό τό παρουσιάζει ὡς κάτι φυσικό καί δίκαιο. Τόν προτρέπει νά θυμηθεῖ τήν ἐπίγεια ζωή του, τήν ἀνάμνηση τῆς ὁποίας φαίνεται ὅτι διατηροῦν οἱ κολασμένοι· μνήσθητι ὅτι ἀπέλαβες σὺ τὰ ἀγαθά σου ἐν τῇ ζωῇ σου, καὶ Λάζαρος ὁμοίως τὰ κακά· νῦν δὲ ὧδε παρακαλεῖται, σὺ δὲ ὀδυνᾶσαι.
   Τό ρῆμα «ἀπολαμβάνω» σημαίνει «λαμβάνω κάτι ὡς ἀνταμοιβή». ᾿Ακόμη καί ἄν ἐπικαλεσθεῖ ὁ πλούσιος κάποιες καλές του πράξεις, ἤδη μέ τήν πληθώρα τῶν ἀγαθῶν πού ἀπήλαυσε στήν ἐπίγεια ζωή ἔλαβε τήν ἀμοιβή του (πρβλ. Β´ Θε 1,5-10). Καί ὁ φτωχός Λάζαρος, ἄν ἔπεσε σέ κάποια παραπτώματα, μέ ὅσες συμφορές ὑπέμεινε ξεπλήρωσε τό χρέος του πρίν περάσει τό κατώφλι τοῦ θανάτου.
   ῾Ο πλούσιος ἔρχεται ἀντιμέτωπος μέ τήν σκληρή καί ὠμή πραγματικότητα. Αὐτά πού ἐκτιμοῦσε ὡς ἀγαθά δέν ἔχουν καμία ἀξία πέραν τοῦ τάφου. Καί ἐπειδή ἀκριβῶς τά θεωροῦσε δικά του, καί δέν σκέφθηκε ὅτι ὁ Θεός τοῦ τά ἔδωσε μέ σκοπό νά τά διαχειριστεῖ σωστά, θά ὑποφέρει αἰώνια. ᾿Αντίθετα, οἱ συμφορές τοῦ Λαζάρου τελείωσαν μέ τόν θάνατό του, καί αἰώνια θά ἀναπαύεται.
   ᾿Από τόν διάλογο αὐτό συνάγεται καί ἕνα ἀκόμη συμπέρασμα, πού ἰδιαίτερα θά δυσαρέστησε τούς ᾿Ιουδαίους οἱ ὁποῖοι ἄκουσαν τήν παραβολή. ῾Η συγγένεια μέ τόν ᾿Αβραάμ, γιά τήν ὁποία τόσο κόπτονταν, δέν ἀποτελεῖ ἐγγύηση γιά τήν εἴσοδο στήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ. ῾Ο καθένας θά κριθεῖ ἀνάλογα μέ τά ἔργα του (βλ. Ρω 2,6· Β´ Κο 5,10· ᾿Απ 20,12). Μόνη της ἡ περιτομή δέν ἐξασφαλίζει τήν σωτηρία, ὅπως ἤθελαν νά ἰσχυρίζονται οἱ ᾿Ιουδαῖοι.
 

16,26. καὶ ἐπὶ πᾶσι τούτοις μεταξὺ ἡμῶν καὶ ὑμῶν χάσμα μέγα ἐστήρικται, ὅπως οἱ θέλοντες διαβῆναι ἔνθεν πρὸς ὑμᾶς μὴ δύνωνται, μηδὲ οἱ ἐκεῖθεν πρὸς ἡμᾶς διαπερῶσιν.
   ῾Ο πατριάρχης ᾿Αβραάμ ἀναφέρει καί ἕναν πρόσθετο λόγο γιά τόν ὁποῖο εἶναι ἀδύνατο νά βοηθήσει τόν δυστυχισμένο πλούσιο. ῾Υπάρχει χάσμα, καί μάλιστα μεγάλο, ὥστε νά εἶναι ἀδύνατη ἡ διάβαση ἀπό τήν κόλαση πρός τόν παράδεισο καί ἀντίστροφα. Μέ μία ἀκόμη εἰκόνα ἀπό τήν φυσική ζωή ὁ Κύριος ρίχνει φῶς στήν πραγματικότητα πέρα ἀπό τόν τάφο. Τό ἀγεφύρωτο χάσμα δηλώνει ὅτι ἡ κατάσταση μετά τόν θάνατο θά εἶναι ἀμετάβλητη· «μετανοίας καιρὸς οὐκ ἔτι ὑμῖν ὑπελέλειπτο», τονίζει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος.
  Δέν ὑπάρχουν στόν ἅδη περιθώρια γιά μετάνοια καί στήν κόλαση ἡ τιμωρία θά εἶναι ἀνελέητη. ᾿Επιπλέον, καμία ἐπικοινωνία δέν θά ὑπάρχει μεταξύ δικαίων καί ἀδίκων. Αὐτό εἶναι «τὸ ἀνεπιχείρητον (= ἀμετάκλητο) πρόσταγμα τοῦ Θεοῦ» τό ὁποῖο κατά τόν Ζιγαβηνό «δίκην χάσματος» βρίσκεται μεταξύ τῶν δύο καταστάσεων τῆς μετά θάνατον πραγματικότητος.
 

16,27-28. Εἶπε δέ· ἐρωτῶ οὖν σε, πάτερ, ἵνα πέμψῃς αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον τοῦ πατρός μου· ἔχω γὰρ πέντε ἀδελφούς· ὅπως διαμαρτύρηται αὐτοῖς, ἵνα μὴ καὶ αὐτοὶ ἔλθωσιν εἰς τὸν τόπον τοῦτον τῆς βασάνου.
   Τίποτε δέν ἔχει νά ἀντιτάξει ὁ πλούσιος στήν ἀπάντηση τοῦ ᾿Αβραάμ. Τό γνωρίζει πλέον καλά ὅτι εἶναι ἀναπολόγητος. Καμία δικαιολογία δέν μπορεῖ νά ἐλαφρύνει τήν θέση του. Γι᾿ αὐτό, προχωρεῖ σέ μία ἄλλη παράκληση· ἐρωτῶ οὖν σε, πάτερ, ἵνα πέμψῃς αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον τοῦ πατρός μου· ἔχω γὰρ πέντε ἀδελφούς. Ζητᾶ χάρη ὄχι γιά τόν ἑαυτό του ἀλλά γιά τούς ἀδελφούς του. ᾿Αξιώνει νά ἐπιτελεσθεῖ ἕνα θαῦμα· νά ἀναστηθεῖ ὁ Λάζαρος καί νά σταλεῖ στό πατρικό ἀρχοντικό, ὥστε τά πέντε ἀδέλφια του, πού γνώριζαν τήν ἐλεεινή κατάσταση τοῦ ἄλλοτε πάμφτωχου καί πληγιασμένου ἀνθρώπου, νά τόν δοῦν ὑγιῆ καί δοξασμένο καί νά πεισθοῦν γιά τήν ζωή μετά τόν θάνατο. Πιστεύει ὅτι μέ ἕνα τόσο φοβερό σημεῖο τά ἀδέλφια του θά ὁδηγηθοῦν στήν ὀρθή πίστη καί θά γλυτώσουν τά βασανιστήρια τῆς κολάσεως. ᾿Εντούτοις, ὁ Θεός δέν χρησιμοποιεῖ τρόπους ἐκφοβισμοῦ γιά νά ἀναγκάσει τούς ἀνθρώπους νά πιστέψουν. ῏Ηταν, ἐξάλλου, ἄκριτο καί ἀσεβές ἀπό μέρους τοῦ πλουσίου νά ὑποδεικνύει τρόπους πειθοῦς καί σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων, σάν νά μήν εἶχε προνοήσει ἤδη ὁ ἴδιος ὁ Θεός.
 

16,29-31. Λέγει αὐτῷ ᾿Αβραάμ· ἔχουσι Μωϋσέα καὶ τοὺς προφήτας· ἀκουσάτωσαν αὐτῶν. ῾Ο δὲ εἶπεν· οὐχί, πάτερ ᾿Αβραάμ, ἀλλ᾿ ἐάν τις ἀπὸ νεκρῶν πορευθῇ πρὸς αὐτούς, μετανοήσουσιν. Εἶπε δὲ αὐτῷ· εἰ Μωϋσέως καὶ τῶν προφητῶν οὐκ ἀκούουσιν, οὐδὲ ἐάν τις ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ πεισθήσονται.
  ῾Η ἀπάντηση τοῦ ᾿Αβραάμ στήν τελευταία ἀξίωση τοῦ πλουσίου εἶναι· ἔχουσι Μωϋσέα καὶ τοὺς προφήτας· ἀκουσάτωσαν αὐτῶν. ᾿Αγαπᾶς ἐσύ περισσότερο τούς ἀδελφούς σου ἀπό τόν Θεό πού τούς ἔπλασε; Αὐτός «μυρίους ἐπέστησεν διδασκάλους», γιά νά τούς δείξουν τόν δρόμο γιά τήν σωτηρία.
  ᾿Εφόσον οἱ ᾿Ιουδαῖοι διδάσκονταν στίς συναγωγές τους τόν μωσαϊκό νόμο καί τά συγγράμματα τῶν προφητῶν, ἦταν σάν νά εἶχαν ἀνάμεσά τους τούς ἁγίους ἐκείνους ἄνδρες. ῎Αν ἄκουγαν μέ προσοχή τά θεόπνευστα κηρύγματά τους, θά πληροφοροῦνταν τήν ἀλήθεια γιά τήν μεταφυσική πραγματικότητα καί θά ὁδηγοῦνταν στήν μετάνοια. ῾Υπάρχουν στήν Παλαιά Διαθήκη ὄχι μόνον ἀρκετοί ὑπαινιγμοί ἀλλά καί μαρτυρίες γιά τήν μετά θάνατον ζωή καί τήν ἀνταπόδοση τῶν πράξεων.
  ῾Ο πλούσιος ἐκφράζει μία ἔνσταση, τήν ὁποία ἐπικαλοῦνται πολλοί οἱ ὁποῖοι στό βάθος τους δέν θέλουν νά πιστεύσουν· ἐάν τις ἀπὸ νεκρῶν πορευθῇ πρὸς αὐτούς, μετανοήσουσιν, ἄν ἐμφανισθεῖ ἀναστημένος κάποιος ἀπό τούς νεκρούς, τότε μόνον οἱ ἄπιστοι θά μετανοήσουν.
  ῾Η ἀπάντηση, ὡστόσο, πού λαμβάνει εἶναι ἀποστομωτική· εἰ Μωϋσέως καὶ τῶν προφητῶν οὐκ ἀκούουσιν, οὐδὲ ἐάν τις ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ πεισθήσονται, ἐφόσον ἀπορρίπτουν τήν μαρτυρία τῆς θεόπνευστης Γραφῆς, δέν πρόκειται νά πεισθοῦν νά μετανοήσουν, ἀκόμη κι ἄν κάποιος νεκρός ἀναστηθεῖ. Τήν ἰσχύ τοῦ λόγου αὐτοῦ ἀπέδειξε περίτρανα ἡ ἀμετανοησία τῶν ᾿Ιουδαίων. Εἶδαν ἀναστημένο τόν ἄλλο Λάζαρο, τόν φίλο τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά ἀντί νά μετανοήσουν, σχεδίαζαν πῶς νά τόν θανατώσουν (βλ. ᾿Ιω 12,10). ᾿Αργότερα, ἔμαθαν γιά τήν ἀνάσταση τοῦ ᾿Ιησοῦ ἀπό τούς ἴδιους τούς φρουρούς τοῦ τάφου του, καί ἀντί νά μετανοήσουν, ἔσπευσαν νά διαδώσουν ψευδεῖς πληροφορίες (βλ. Μθ 28,11-14).
  Τά θαύματα, πού τόσο τά ἐπιζητοῦν οἱ ἄπιστοι, δέν ὁδηγοῦν στήν πίστη. ᾿Εντυπωσιάζουν, δέν ἀποκαλύπτουν τίποτε γιά τό πρόσωπο τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. ᾿Αντίθετα τό κήρυγμα τῆς θεόπνευστης Γραφῆς ἀνοίγει ἕνα παράθυρο μέσα ἀπό τό ὁποῖο βλέπει ὁ πιστός τά μετά θάνατον. Οἱ πιστοί ἐνισχύονται στήν πίστη ἀπό τά θαύματα πού ἐπιτελεῖ ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ· οἱ ἄπιστοι θά βροῦν τρόπους νά τά ὑπονομεύσουν ἤ σύντομα θά καταχωνιάσουν τίς πρῶτες ἰσχυρές ἐντυπώσεις στήν λήθη, ὥστε νά μήν ἐπέλθει καμία ἀλλαγή στήν ζωή τους.


Στεργίου Σάκκου, Ἑρμηνεία στό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο, τόμ. Β΄, σελ. 359-373