- Κυρία, νά βγοῦμε μιά φωτογραφία σήμερα, τελευταία μέρα στό σχολεῖο; μέ ρωτοῦν μόλις μπαίνω στό Γ΄3.
- Γιά νά θυμόμαστε τά ὄμορφα πού περάσαμε μαζί φέτος...
- Σᾶς ἀρέσουν οἱ φωτογραφίες;
- Ναί, κρατοῦν ζωντανές τίς στιγμές μας...
- Καί μετά ἀπό χρόνια εἶναι πολύτιμες!
- Οἱ φωτογραφικές μηχανές, βέβαια, δέν ἀποδίδουν ἀπόλυτα ὅσα φωτογραφίζουν. Καθένας μας ὡστόσο ἔχει μιά τέλεια φωτογραφική μηχανή πού μπορεῖ νά τή χρησιμοποιεῖ κάθε στιγμή καί νά ἀποθηκεύει αὐτόματα τίς φωτογραφίες της.
- Ἐννοεῖτε τήν κάμερα πού ἔχει τό κινητό μας;
- Ὄχι, αὐτή πού σᾶς λέω δέν χρειάζεται μπαταρίες οὔτε φόρτιση οὔτε κάποιο δίσκο ἀποθήκευσης.
Τά παιδιά μέ κοιτοῦν ἀπορημένα.
- Δέν πάει τό μυαλό σας, ἔ; Γιά σκεφτεῖτε το λιγάκι... Ἡ πιό ἀκριβής φωτογραφική μηχανή, τελειότερη ἀπό τίς για- πωνέζικες καί τίς γερμανικές εἶναι... τά μάτια μας!
- Ἔ, κυρία, τόσο εὔκολο ἦταν;
- Ἔχετε ποτέ σκεφτεῖ πῶς θά ἤμασταν χωρίς αὐτά; O Θεός μᾶς χάρισε αὐτό τό ὑπέροχο ὄργανο καί δέν τό τοποθέτησε οὔτε στό χέρι οὔτε στό πόδι οὔτε στό στομάχι οὔτε στά πλευρά, ἀλλά στήν κορυφή τοῦ σώματός μας, γιά νά παρακολουθεῖ ἀπό ἐκεῖ καί νά φωτογραφίζει τά πάντα. Λεπτότατο καί πολύτιμο ὄργανο...
- Ναί, κυρία, γι᾽ αὐτό λέμε συχνά «τά μάτια σου δεκατέσσερα» ἤ «σάν τά μάτια μου θά τό προσέχω»...
- Ἔτσι ἀκριβῶς! Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες τό εἶχαν συλλάβει αὐτό καί δημιούργησαν πλῆθος ρημάτων πού δηλώνουν τήν ὅραση. Μόνο στόν ποιητή Ὅμηρο, ὁ ὁποῖος εἰκάζεται ὅτι τή στεροῦνταν, μπορεῖ κανείς νά βρεῖ μοναδικά ρήματα, ὅπως τό «λεύσσω», πού σημαίνει «βλέπω κάτι νά ἀστράφτει», ἀπ᾽ ὅπου προέρχεται καί τό λευκό χρῶμα. Τό «θεῶμαι», πού σημαίνει βλέπω κάτι μέ θαυμασμό καί ἀπό αὐτό παράγονται οἱ λέξεις θέατρο, θεατής, θέαμα καί θαῦμα! Τό «σκοπῶ», πού δείχνει ὅτι παρατηρῶ προσεχτικά. Μπορεῖτε νά σκεφτεῖτε ἄλλα ρήματα ὁράσεως σημαντικά;
Ἡ τάξη μεταμορφώνεται σέ λεξικό:
- Κοιτάζω!
- Παρατηρῶ!
- Βλέπω!
- Ἀντικρίζω!
- Κατοπτεύω!
- Ἀτενίζω…
- Ἀγναντεύω…
- Προσηλώνομαι!
- Παρακολουθῶ!
- Κυρία, ἡ γλῶσσα μας μοιάζει μέ ἕνα πανέμορφο οὐράνιο τόξο: ἔχει τόσες ἀποχρώσεις γιά κάθε ἔννοια πού πραγματικά σέ μαγεύει... παρατηρεῖ στοχαστικά ἡ ποιήτρια τῆς τάξης.
- Ἔτσι εἶναι, Ἀλεξάνδρα. Καί τώρα ἑτοιμαστεῖτε γιά μία ἐρώτηση κρίσεως. Ἐσεῖς βλέπετε; Ἤ καλύτερα, γνωρίζετε πῶς νά βλέπετε;
- Τί ἐννοεῖτε, κυρία;
- Τά μάτια μας εἶναι μέ μιά λέξη τά παράθυρα τῆς ψυχῆς μας. Ὅ,τι μπαίνει ἀπό ἐκεῖ ἐγκαθίσταται στήν καρδιά μας. Αὐτά εἶναι ἡ ἀκρόπολη τῆς ψυχῆς καί ὅποιος τήν αἰχμαλωτίζει συλλαμβάνει καί ὅλη μας τήν ὕπαρξη. Ἀνάλογα μέ τό τί βλέπουν τά μάτια μας διαμορφώνεται καί ἡ σκέψη καί στή συνέχεια οἱ πράξεις μας.
- Κυρία, ἔχετε δίκιο. Καί ἡ Εὔα ἀπό ἕνα βλέμμα δέν ὁδηγήθηκε στήν παρακοή;
- Μπράβο, Δημήτρη! Ἐσύ λοιπόν μέ τί μάτια βλέπεις;
- Τί ἐννοεῖτε, κυρία;
- Δέν ρωτῶ γιά τό χρῶμα καί τό σχῆμα τους, βέβαια…
- Ὑπάρχουν δηλαδή εἴδη ματιῶν;
- Βέβαια, ὑπάρχουν μάτια καί μάτια.
- Γιά πεῖτε μας. Ἀκούγεται ἐνδιαφέρον!
- Νά ἀρχίσω μέ τά φθονερά μάτια. Ὅ φθονερός δέν ἀντέχει νά βλέπει τήν πρόοδο καί τήν εὐτυχία τοῦ ἄλλου. Εἶναι ἔπειτα τά μάτια τά εἰρωνικά. Κάνουν νεύματα, κοροϊδεύουν, εἰρωνεύονται μέ μία... ματιά. Ὑπάρχουν ἀκόμη μάτια ἀχόρταγα• οἱ πλεονέκτες ὅ,τι δοῦν τό θέλουν. Ζητοῦν ὅλο καί περισσότερα! Εἶναι καί τά περίεργα μάτια πού ἀρέσκονται νά κοιτάζουν καί νά ἐξετάζουν τά πάντα. Ἄσχημα εἶναι τά μάτια τά ὑπερήφανα, αὐτά πού δέν καταδέχονται νά δοῦν τόν ἄλλο ἀπό κακία, ἀπό ὑπερηφάνεια, ἀπό περιφρόνηση. Εἶναι καί κάτι μάτια πού ἀρέσκονται στά ἄσχημα θεάματα, τά πονηρά. Μάτια πού στό διαδίκτυο, στήν τηλεόραση, στό κινητό ψάχνουν σάν τίς μύγες τίς ἀκαθαρσίες καί μέ αὐτές τρέφονται.
- Ὤχ! Καί τί κάνουμε ἄν τυχόν ἔχουμε τέτοια μάτια; ἀναρωτιέται δυνατά ὁ Κώστας ἀπό τό τελευταῖο θρανίο.
- Βάζουμε γυαλιά ἡλίου! πετάγεται ὁ Νῖκος, τό πειραχτήρι τῆς τάξης.
- Τά γυαλιά προφυλάσσουν τά μάτια μας ἀπό τόν ἥλιο, ἀλλά γιά τή δική μας περίπτωση ἀπαιτοῦνται ἄλλες προφυλάξεις! Βάλτε φίλτρο σέ ὅ,τι σᾶς σερβίρει τό διαδίκτυο. Πεῖτε «στόπ» σέ ὅ,τι βρομίζει τά μάτια τῆς ψυχῆς. Καί κάτι ἀκόμα: ἀναζη- τῆστε φίλους καί φίλες μέ καθαρά μάτια!
- Μέ καθαρά μάτια; Δηλαδή;
- Διάβασα κάπου ἕναν παράξενο χαιρετισμό ἑνός πρωτόγονου λαοῦ: «Σέ βλέπω!», λένε ὅταν συναντιοῦνται. Σέ βλέπω... Ὅταν πρόκειται νά πλησιάσεις ἕνα παιδί τῆς ἡλικίας σου, μήν ξεχνᾶς νά ἐξετάζεις καλά τά μάτια του, ἄν βλέπουν: ὄχι ἄν ἔχει μυωπία ἤ ἀστιγματισμό. Νά διακρίνεις ἄν ἔχει φῶς στά μάτια, γιατί τέτοια μάτια βλέπουν τόν Θεό καί εἶναι τό δῶρο σέ ὅσους κρατοῦν καθαρή τήν καρδιά τους.
- Ἔτσι θά γίνουν ὄμορφα καί τά δικά μας μάτια, κυρία;
- Χρειάζεται καί κάτι ἀκόμη. Ἄν θέλουμε νά ὀμορφύνουν τά μάτια μας, νά τά βυθί- ζουμε σέ ἕνα ἄλλο βλέμμα, πού εἶναι διαρκῶς ἐπάνω μας, στό βλέμμα τοῦ Θεοῦ: στό σπίτι, στόν δρόμο, στήν παρέα, στή γειτονιά. Σέ βλέπω, σοῦ λέει ὁ Θεός, κι αὐτό τό καλοκαίρι, παιδί μου, σέ φωτογραφίζω.
- Κυρία, θέλω νά βγάλω πολλές τέτοιες φωτογραφίες τό καλοκαίρι. Θά πῶ καί στόν ἀδελφό μου γιά αὐτή τή φωτογραφική μηχανή πού μᾶς εἴπατε...
- Μήπως νά προκηρύξουμε κανέναν διαγωνισμό «ἄλλης» φωτογραφίας;
- Εὔχομαι νά βγάλετε ὅλοι σας πολύ ὄμορφες φωτογραφίες! Καί γιατί ὄχι; Ὅταν συναντηθοῦμε τόν Σεπτέμβριο νά βραβεύσουμε τήν καλύτερη! Ἄν καί οἱ πιό ὄμορφες εἶναι αὐτές πού μένουν μυστικές ἐντός μας, λέω σχεδόν ψιθυριστά στόν ἑαυτό μου.
- Καί τώρα, κυρία, μποροῦμε νά βγοῦμε μία φωτογραφία ὅλοι μαζί;
Μ.Ε.Χ.
"Ἀπολύτρωσις" Μάιος 2019