Ἕνα θέαμα παράξενο καί τρομακτικό. Χιλιάδες γερμανοί ἀλεξιπτωτιστές ἔχουν κατακλύσει τόν κρητικό οὐρανό. Ξαφνικά ἀνοίγουν τά ἄσπρα, κόκκινα, πράσινα ἀλεξίπτωτά τους καί πέφτουν στό ἔδαφος. «Τραγικά πολύχρωμα ὄρνια πού χυμοῦν στή γῆ, γιά νά ἁρπάξουν τό θήραμά τους». Ἔτσι τούς χαρακτηρίζει γλαφυρά ὁ ἕλληνας πρωθυπουργός Ἐμμανουήλ Τσουδερός. «Οὐρανίτες» τούς ὀνομάζει ὁ ἁπλός κρητικός λαός, ἀφοῦ ἡ λέξη ἀλεξιπτωτιστής τοῦ ἦταν τελείως ἄγνωστη ἐκεῖνο τόν καιρό. Ἀρχηγός τῶν ἐπίλεκτων αὐτῶν μονάδων εἶναι ὁ γερμανός ἀντιπτέραρχος Κούρτ Στοῦντεντ. Μάλιστα εἶναι αὐτός πού ἵδρυσε τό ἀσυναγώνιστο σῶμα τῶν ἀλεξιπτωτιστῶν.
«Εἴκοσι Μάη ἤτανε ἀνήμερα τήν Τρίτη π᾽ ἀρχίξανε οἱ Γερμανοί νά πέφτουνε στήν Κρήτη».
Τά Χανιά, τό Ρέθυμνο, τό Ἡράκλειο δέχονται τίς ἐπιθέσεις τῶν ἀλεξιπτωτιστῶν. Πολλοί ὅμως, πρίν ἀκόμη πατήσουν στή γῆ, πέφτουν κάτω νεκροί. Δέχονται τό ἄγριο κυνηγητό τοῦ ἑλληνικοῦ καί βρετανικοῦ στρατοῦ, μά καί τῶν τολμηρῶν Κρητικῶν. Ἡ Κρήτη τήν κρίσιμη αὐτή στιγμή, τόν Μάιο τοῦ 1941, δέν ἔχει τά στρατευμένα παιδιά της, γιά νά τήν ὑπερασπιστοῦν. Πολλά ἔχουν ἀφήσει τήν τελευταία τους πνοή κεῖ πάνω στά χιονισμένα βουνά τῆς Πίνδου, πολεμώντας ἡρωικά. Τό καταπληκτικό εἶναι πώς τώρα, ἐνόψει τῆς γερμανικῆς λαίλαπας, συμμετέχει ἐνεργά ὁ ἄμαχος πληθυσμός, γέροι, γυναῖκες, παιδιά. Πολεμᾶ μ᾽ ὁτιδήποτε βρεῖ μπροστά του, μέ δρεπάνια, μαχαίρια, μαγκοῦρες. Χαρακτηριστικό τό τηλεγράφημα τῆς γερμανικῆς διοίκησης Κρήτης πρός τό Βερολίνο: «Ἐδῶ, μᾶς πολεμᾶνε ἀκόμα καί οἱ πέτρες!».
Οἱ Γερμανοί ὑπολόγιζαν πώς μέσα σ᾽ ἕνα εἰκοσιτετράωρο θά εἶχαν δική τους τήν Κρήτη. Δέν εἶχαν ὅμως ὑπολογίσει τόν λεβέντικο κόσμο της. Χάρη στό ἀνυπέρβλητο θάρρος, στή γενναία ἀντίσταση καί στό πνεῦμα αὐτοθυσίας του, οἱ ἐχθροί χρειάστηκαν 11 ὁλόκληρες μέρες γιά τήν κατάκτηση τῆς μεγαλονήσου. Ὁ ἐμπνευστής τῆς 7ης μεραρχίας τῶν ἀλεξιπτωτιστῶν, ὁ Στοῦντεντ, ἐξομολογεῖται: «Ὁμολογῶ ὅτι ἔπεσα ἔξω στούς ὑπολογισμούς μου, ὅταν πρότεινα αὐτή τήν ἐπίθεση. Τό ἀποτέλεσμα ἦταν ὄχι μόνο νά χάσω πολύτιμους ἀλεξιπτωτιστές, πού τούς εἶχα σάν παιδιά μου, ἀλλά καί νά ἐκλείψει τό σῶμα τῶν ἀλεξιπτωτιστῶν, πού ἐγώ εἶχα δημιουργήσει. Ἡ Κρήτη ὑπῆρξε ὁ τάφος τῶν γερμανῶν ἀλεξιπτωτιστῶν». Γι᾽ αὐτό, δέν τόλμησαν οἱ Γερμανοί ξανά παρόμοια ἐπιχείρηση.
Τόν θαυμασμό του γιά τήν πεισματική ἀντίσταση τοῦ ἡρωικοῦ κρητικοῦ λαοῦ ἐκφράζει ὁ ραδιοφωνικός σταθμός τῆς Μόσχας: «Ἐπολεμήσατε ἄοπλοι ἐναντίον πανόπλων καί ἐνικήσατε. Μικροί ἐναντίον μεγάλων καί ἐπικρατήσατε. Δέν ἦτο δυνατόν νά γίνει ἄλλως, διότι εἶσθε Ἕλληνες. Ἐκερδίσαμεν χρόνον, διά νά ἀμυνθῶμεν. Ὡς Ρῶσοι καί ὡς ἄνθρωποι σᾶς εὐγνωμονοῦμε».
Ἀλλά τό νησί δέν ὑποκύπτει τελικά μόνο κάτω ἀπό τό βάρος τῆς σιδηρόφρακτης γερμανικῆς αὐτοκρατορίας, ἀλλά γεύεται καί τό πικρό ποτήρι τῆς ἀντεκδίκησης. Ἐπειδή στήν ἐπιχείρηση αὐτή τῶν 11 ἡμερῶν οἱ ἀπώλειες τῶν Γερμανῶν ἦταν τόσο μεγάλες πού ξεπερνοῦσαν τά θύματα ὅλου τοῦ πολέμου κατά τῆς Ἑλλάδος καί Γιουγκοσλαβίας, οἱ Γερμανοί προβαίνουν σέ ἀντίποινα.
Παραδειγματικά καταστρέφουν τήν κωμόπολη Κάνδανο, μόλις τήν κυριεύουν (25 Μαΐου). Καῖνε σπίτια μαζί μέ τούς κατοίκους τους. Μέ ἐκρηκτικά γκρεμίζουν ὅ,τι ἀπέμεινε. Ὁ σωρός τῶν ἐρειπίων δέν θυμίζει τίποτε ἀπό τήν ἄλλοτε ὄμορφη Κάνδανο. Μάλιστα, στή διάρκεια τῆς γερμανικῆς κατοχῆς, στή θέση τῆς ἀφανισμένης αὐτῆς περιοχῆς ὁ κατακτητής τοποθετεῖ μιά ἐπιγραφή πού γράφει: «Ἐδῶ ὑπῆρχε ἡ Κάνδανος».
26 Μαΐου πατοῦν τόν Γαλατά. Εὐτυχῶς, χάρη στόν φωτισμό καί τήν ὑποδειγματική συμπεριφορά τοῦ παπα-Βασίλη Ρουμελιωτάκη, σώζονται οἱ κάτοικοί του ἀπό τά ἀντίποινα τοῦ γερμανοῦ εἰσβολέα.
Ὁ παπα-Βασίλης περιθάλπει στό σπίτι του δύο τραυματισμένους ἀλεξιπτωτιστές, ἕναν ἀξιωματικό κι ἕναν δεκανέα. Ἀπό τούς 116 πού ἔπεσαν βόρεια τοῦ Γαλατᾶ, μόνο αὐτοί οἱ δύο σώθηκαν. Οἱ 114 σκοτώθηκαν ἀπό τίς ἑλληνικές καί συμμαχικές δυνάμεις. Γεμάτος λοιπόν εὐγνωμοσύνη ὁ ἀξιωματικός ἀγκαλιάζει τόν ἱερέα καί μέ τόν διερμηνέα του εὐχαριστεῖ:
- Πατέρα μου, σέ σᾶς ὀφείλω τή ζωή μου. Εἶμαι πατέρας δύο παιδιῶν. Πέστε μου τί καλό θέλετε νά σᾶς κάνω.
- Δέν θέλω τίποτε ἄλλο, παρά νά μήν πεῖς ἴντα ἔμαθες καί εἶδες στό χωριό μας.
Τότε ὁ γερμανός ἀξιωματικός γράφει μέ κιμωλία στήν πόρτα: «Συνάδελφοι, αὐτό τό σπίτι νά μήν πειραχθεῖ, γιατί αὐτό μᾶς ἔσωσε».
Κι ὁ παπα-Βασίλης τοῦ λέει:
- Αὐτό πού ἔγραψες εἶναι μόνο γιά μένα. Οἱ χωριανοί μου ὅμως ἴντα θά γενοῦν;
Σ᾽ ἕνα φύλλο χαρτί γράφει ὁ Γερμανός: «Τήν 21ην Μαΐου πέσαμε μέ ἀλεξίπτωτα βόρεια τοῦ Γαλατᾶ. Παρακαλῶ τούς συντρόφους μου νά τούς φανοῦν χρήσιμοι σέ ὅ,τι τούς εἶναι δυνατόν, γιατί μᾶς βοήθησαν νά σωθοῦμε».
Ἔτσι γλύτωσε ὁ Γαλατάς ἀπό τίς στυγερές ἐκτελέσεις πού ἔγιναν σέ ἀντίποινα γιά τούς 1.500 σκοτωμένους Γερμανούς.
Ἑλληνίς