Ἀπό τό ξεκίνημα τοῦ Ἀπριλίου καί μέχρι τό τέλος τοῦ μήνα, ἄν μία εἰκόνα κυριαρχεῖ στόν νοῦ καί στήν καρδιά κάθε ὀρθόδοξου πιστοῦ, εἶναι αὐτή τῆς Σταύρωσης. Στόχος, πόθος, λαχτάρα κάθε ἀγωνιζόμενης ψυχῆς μέσα στή Σαρακοστή τό οὐσιαστικό βίωμα, ἡ λυτρωτική προσέγγιση καί ἐπίγνωση τοῦ θείου Πάθους. Μέσα στούς αἰῶνες ἡ ὀρθόδοξη ἁγιογραφία ἀποκρυστάλλωσε πάνω στήν εἰκόνα βαθειά θεολογία. Ἄν ἐγκύψουμε προσεκτικά σέ κάθε στοιχεῖο τῆς εἰκόνας καί τή «διαβάσουμε» μέ τόν φωτισμό τοῦ ἁγίου Πνεύματος, σίγουρα θά προσλάβουμε ἔστω καί λίγα ψήγματα τῆς θείας ἀγάπης.
Ἀρχικά, ὁ Γολγοθᾶς ἀποδίδεται πολύ σχηματικά ὡς ἕνας σκληρός βράχος. Κανένα ἴχνος ζωῆς οὔτε βλάστησης στόν ἄγονο τόπο τῶν ἐκτελέσεων. Πραγματικά Κρανίου τόπος. Κι ὅμως μέ τόν ζωοποιό θάνατο τοῦ Κυρίου μεταβάλλεται καί γίνεται τόπος γόνιμος. Ὁ Σταυρός πού φυτεύεται τή Μεγάλη Παρασκευή γίνεται τό δέντρο τῆς ζωῆς καί ἀνοίγει τίς κεκλεισμένες πύλες τοῦ χαμένου Παραδείσου.
Στό κέντρο τῆς εἰκόνας δεσπόζει ὁ Σταυρός. Ἡ κατακόρυφη δοκός ξεκινᾶ μέσα ἀπό τή γῆ καί ὑψώνεται στόν οὐρανό συμβολίζοντας τήν κάθοδο τοῦ Χριστοῦ στόν Ἅδη καί καθεξῆς τήν ἄνοδο πρός τόν Οὐράνιο Πατέρα, καθώς ἐπίσης καί τήν ὁδό κοινωνίας Θεοῦ καί ἀνθρώπου.
Ὁριζόντια διακρίνονται τρεῖς δοκοί. Ἡ μεσαία καί μεγαλύτερη, ὅπου εἶναι ἁπλωμένα τά χέρια τοῦ Κυρίου μας, παραπέμπει στήν κοινωνία μεταξύ τῶν ἀνθρώπων καί τή διάδοση τοῦ εὐαγγελίου στή γῆ. Δέν ἐνδιαφέρει ἡ ρεαλιστική ἀπόδοση τῆς σταύρωσης, γι᾽ αὐτό καί τά χέρια δέν εἶναι κρεμασμένα, ἀλλά ὡς πλατειά ἀγκαλιά προσκαλοῦν κάθε πιστό νά ἀκολουθήσει τόν Χριστό σέ μία ἐσταυρωμένη βιοτή. Τά χέρια τοῦ Κυρίου προεκτείνονται σέ Ἀνατολή καί Δύση, ἀγκαλιάζουν τά σύμπαντα, σώζουν κάθε ἄνθρωπο πού ἀληθινά τό ἐπιθυμεῖ.
Στά πόδια τοῦ Χριστοῦ ὑπάρχει μία μικρή ξύλινη κεραία ὡς ὑποπόδιο. Σέ ἀντίθεση μέ τή δυτική ἀπεικόνιση, τά πόδια τοῦ Κυρίου εἶναι τοποθετημένα κανονικά πάνω στό ὑποπόδιο, χωρίς καμία ἔνταση. Χωριστά καρφωμένα τό καθένα καί ματωμένα στάζουν τό ζωοποιό αἷμα πάνω στό κρανίο τοῦ Ἀδάμ, πού φέρει πάνω του τή σημασιολογία τῆς ματαιότητας, τοῦ ἐφήμερου χαρακτήρα τῆς ἐπίγειας ζωῆς, ἐνῶ ταυτόχρονα δηλώνει καί τό ξέπλυμα τῶν ἁμαρτιῶν κάθε Ἀδάμ πού πραγματοποιεῖται μόνο μέ τό τίμιο Αἷμα τοῦ Χριστοῦ.
Πάνω ἀπό τήν πανάχραντη κεφαλή τοῦ Κυρίου ὑπάρχει ἡ ἐπιγραφή. Ἀσφαλῶς καί γνωρίζουμε πώς ἱστορικά ἦταν χαραγμένες οἱ λέξεις: Ἰησοῦς Ναζωραῖος Βασιλεύς Ἰουδαίων, ἀλλά ἀπό θεολογικῆς ἀπόψεως ἡ ἀλήθεια βρίσκεται στή φράση «Ὁ Βασιλεύς τῆς Δόξης». Ὁ Σταυρός ἀποτελεῖ ὄντως τή δόξα τοῦ Κυρίου καί ἡ ἑκούσια σταύρωσή του τόν συστήνει ὡς νέο Βασιλιά ἄλλου εἴδους, ἄλλου ἤθους, ἄλλης συχνότητας. Βασιλεύς τῶν Βασιλέων, Βασιλεύς τῆς ἄκρας ταπείνωσης, Βασιλεύς πού μᾶς σώζει ὄχι μέ τήν αὐτονόητη παντοδυναμία του ἀλλά μέ τήν ἔσχατη ἀδυναμία πού κρύβει μέσα της τήν πιό ἀσύλληπτη ἀγάπη στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων.
Ὁ Χριστός γέρνει ἐλαφρά τήν κεφαλή του στά δεξιά σάν νά κοιμᾶται. Ἡ ἔκφραση τοῦ Κυρίου δέν σχετίζεται μέ μία ὠμή, νατουραλιστική ἀπόδοση τοῦ πόνου. Δέν πρόκειται γιά κοσμική ζωγραφική. Ἡ εἰκόνα δέν στοχεύει σέ ρηχές συγκινήσεις, ἀλλά στή μυστική ἕνωση τοῦ πιστοῦ μέ τό τελούμενο. Ὁ ὀρθόδοξος ἁγιογράφος δέν ἑστιάζει σέ ἕνα νεκρό σῶμα, ἀλλά μέ δέος ἀποδίδει τόν Κύριο τῆς ζωῆς σέ πλήρη δόξα, ὡς Βασιλιά στόν θρόνο του. Ἀπευθύνεται στό πνεῦμα κι ὄχι στό συναίσθημα τοῦ ἀνθρώπου.
Ἄλλωστε, παρόλο πού σωματικά ὁ Κύριος ὄντως νεκρώθηκε, τό σῶμα του δέν γνώρισε τή σήψη. Μάλιστα τούς πρώτους αἰῶνες ὁ Ἐσταυρωμένος ἀπεικονιζόταν μέ τά μάτια ἀνοιχτά, γιά νά τονιστεῖ ἀκριβῶς αὐτή ἡ μεγάλη θεολογική ἀλήθεια, πώς ἔμεινε ἀνέγγιχτος ἀπό τόν θάνατο. Ἀλλά προκειμένου στή συνέχεια νά ἀντιμετωπιστοῦν οἱ αἱρετικές δοξασίες Παυλικιανῶν ὅτι δῆθεν φαινόταν νά πάσχει ἀλλά δέν ἔπασχε, ἐπικράτησε τελικά ἡ ἁγιογράφηση τοῦ Χριστοῦ μέ κλειστά μάτια ὡς στοιχεῖο πού βεβαιώνει πώς ὄντως ἔπασχε ὡς τέλειος ἄνθρωπος.
Στά δεξιά τοῦ Χριστοῦ εἰκονίζεται ἡ Παναγία μαζί μέ τρεῖς γυναῖκες. Συνήθως ξεχωρίζει μέ κόκκινο ἡ Μαρία Μαγδαληνή, ἐνῶ οἱ ἄλλες δύο σύμφωνα μέ τούς Εὐαγγελιστές εἶναι ἡ Μαρία τοῦ Κλωπᾶ καί ἡ Σαλώμη. Τό σύνολο τῶν γυναικείων μορφῶν εἶναι κυκλικά ἑνωμένο καί παραπέμπουν στήν κοινωνικότητα τῆς Ἐκκλησίας, καθώς οἱ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί καί στήν πιό σκληρή δοκιμασία συμπάσχουν. Ἡ μορφή τῆς Παναγίας ἔχει πάνω της τά στοιχεῖα τοῦ ἄφατου θρήνου. Καμία ἀκρότητα, καμία ὑπερβολή. Ἀγγίζει μέ τό ἀριστερό χέρι τό μάγουλό της ὑποδηλώνοντας τόν βουβό πόνο. Καί μέ τό δεξί χέρι ὑψωμένο κλίνει πρός τόν Σταυρό τοῦ Υἱοῦ καί Θεοῦ της, σάν νά τείνει νά ἀποσπαστεῖ ἀπό τόν χορό τῶν Μυροφόρων.
Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά τοῦ Σταυροῦ στέκεται ὁ Ἰωάννης καί ὁ ρωμαῖος ἑκατόνταρχος. Ὁ μαθητής τῆς ἀγάπης, ἔκδηλα θλιμμένος μέ τό συνοφρυωμένο βλέμμα πρός τά κάτω, συλλογίζεται τό μυστήριο τοῦ Πάθους ἀδυνατώντας ἀκόμη νά ἑρμηνεύσει τή σωτήρια θυσία τοῦ Χριστοῦ. Ἐκπροσωπεῖ τό σύνολο τῶν ἠγαπημένων μαθητῶν τοῦ Κυρίου πού μέσα στούς αἰῶνες μένουν πιστοί καί ἀφοσιωμένοι κάτω ἀπό τόν Σταυρό. Δίπλα του ὁ στρατιώτης δέν ἐκπροσωπεῖ τό σύνολο τῶν βίαιων καί ἄξεστων βασανιστῶν. Αὐτός ἔχει φωτοστέφανο. Ταυτίζεται βέβαια μέ αὐτόν πού λόγχισε τήν πλευρά τοῦ Κυρίου, γι᾽ αὐτό καί ἡ παράδοση διέσωσε τό ὄνομα Λογχίνος καί στή συνέχεια Λογγίνος. Αὐτό τό πρόσωπο ἐπιλέγεται νά ἁγιογραφεῖται, καθώς ἀποτελεῖ τόν πρῶτο ἐθνικό ἐνώπιον τοῦ Σταυροῦ, πού μόλις ὁ Χριστός παρέδωσε τό πνεῦμα του ὁμολόγησε τή θεότητά του: «Ἀληθῶς, Θεοῦ Υἱὸς ἦν οὗτος». Κι ἔκτοτε ἡ ζωή του ἄλλαξε ριζικά.
Ἀπό τόν 5ο αἰώνα ἐμφανίζονται πίσω ἀπό τόν Σταυρό ὡς φόντο τά τείχη. Παραπέμπουν ἀσφαλῶς στήν ἐπαλήθευση τῆς προφητείας πώς ὁ Μεσσίας Χριστός θά σταυρωθεῖ ἔξω ἀπό τήν Ἰερουσαλήμ. Θυμίζουν τήν ὑποκρισία τῆς ἐπίπλαστης καθαρότητας τοῦ θρησκευτικοῦ κόσμου, πού θεώρησαν πώς σταυρώνοντας τόν Χριστό ἔξω ἀπό τά τείχη θά μπορέσουν νά γιορτάσουν καθαροί τό Πάσχα.
Ἡ εἰκόνα τῆς Σταύρωσης ἀποτυπώνει εὔγλωττα τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ἀπεικονίζει τήν ἀληθινή ἐπιτυχία, πῶς συντελεῖται ἡ νίκη κατά τοῦ θανάτου. Μᾶς βοηθᾶ νά βιώσουμε τό χαροποιό πένθος, γιατί καθώς ἀτενίζουμε προσευχητικά καί λατρευτικά τόν Χριστό πάνω στόν Σταυρό, συν- ειδητοποιοῦμε τήν ὁδό τῆς ἀθανασίας καί τῆς αἰωνιότητας.
Ἀγγελική Τσιραμπίδου