Ἡ Ἐπανάσταση τοῦ 1821 τρέχει τόν δρόμο της. Ἄλλοτε μέ δάφνες καί χαρές κι ἄλλοτε μέ ταπεινώσεις καί πίκρες. Ἄλλοτε μέ ἐνθουσιασμό κι ὁμοψυχία κι ἄλλοτε μέ ἀντιδικίες κι ἐμφύλιους σπαραγμούς.
Μάρτιος τοῦ 1825. Καταφθάνει στή Μεθώνη τῆς Πελοποννήσου πάνοπλος ὁ Ἰμπραήμ πασᾶς. Μέ τά αἰγυπτιακά ἀσκέρια του καί τά πολυπληθῆ καράβια του σκορπίζει παντοῦ πανικό. Ὁ στρατηγός Μακρυγιάννης μέ τά παλληκάρια του εἶναι ταμπουρωμένοι στό φρούριο τοῦ Νεόκαστρου στό Ναυαρίνο. Ἐκεῖνες τίς θέσεις ἀποφασίζει ὁ πασᾶς νά χτυπήσει μέ τά κανόνια του. «Τό κάστρο ἦταν σάπιο καί γκρεμιζόταν. Κι ἐμεῖς φτειάναμεν μέ ξύλα σάν κασόνια ἀπό μέσα καί τά γιομίζαμε χῶμα. Καί δουλεύαμε καί πολεμούσαμε νύχτα καί ἡμέρα», σημειώνει στά Ἀπομνημονεύματά του ὁ θρυλικός Μακρυγιάννης.
Τί νά πρωτοαντιμετωπίσουν οἱ πολιορκημένοι; Τούς ἀπανωτούς ἐχθρικούς κανονιοβολισμούς; Τά λιγοστά τους πολεμοφόδια; Τό ἐλάχιστο ψωμί; Τό νερό πού στέρεψε; Ὡστόσο βαστοῦν.
Ὁ Ἰμπραήμ, δίχως νά γνωρίζει τίς ἀνυπέρβλητες δυσκολίες τῶν πολεμιστῶν, τούς προτείνει νά παραδοθοῦν. Μά αὐτοί σάν μιά γροθιά ἑνωμένοι ἀντιστέκονται ἡρωικά. Ἀρνοῦνται πεισματικά τίς δελεαστικές προτάσεις του. Δυναμώνουν τότε τήν ἱκεσία τους στόν Κύριο. Καί νά, δέν ἀργεῖ ν᾽ ἀπαντήσει! Στό ἀδιέξοδο τούς ἀνοίγει δρόμο, στή σκοτεινιά τούς χύνει φῶς, στήν ἀπελπισία τούς ἀναθαρρεύει τήν ἐλπίδα. Ποιός θά τό περίμενε; Αὐτά εἶναι τά ἀστάθμητα στήν ἱστορία, πού ὁ ὀρθολογισμός ἀδυνατεῖ νά τά συλλάβει! Τί λοιπόν συνέβη;
Στό λιμάνι ἀγκυροβολεῖ ἕνα ἀγγλικό πολεμικό δίπλα στά αἰγυπτιακά πολεμικά. Εἶναι ἡ ἀγγλική γολέττα «Ἀμάραντος». Σπάζουν τό κεφάλι τους οἱ ἀγωνιστές νά βροῦν κάποιο τρόπο νά εἰδοποιήσουν τό ἀγγλικό πλοῖο, νά τό ἐνημερώσουν γιά τή δεινή τους περιπέτεια. Τί λύση νά βροῦν; Τά καράβια τοῦ δυνάστη καιροφυλακτοῦν. Μέ λύσσα παλεύουν μή τυχόν ἡ ἀγγλική φρεγάτα ἔρθει σ᾽ ἐπαφή μέ τούς ταμπουρωμένους Ἕλληνες. Σέ ποιό σχέδιο ἐπιτέλους νά καταλήξουν; Μιά λύση μόνο ὑπάρχει. Κάποιος νά κολυμπήσει καί νά μεταφέρει στόν κυβερνήτη τῶν Ἄγγλων τό γράμμα τῶν πολιορκημένων. Ριψοκίνδυνη ἀποστολή… Ποιός θέλει ν᾽ ἀγκαλιάσει τόν θάνατο; Ὥρα μηδέν!
Κείνη τήν κρίσιμη στιγμή προσφέρεται ἐθελοντής ἕνας λεβέντης ἀπό τήν Κύπρο, ὁ Μιχάλης. Θαυμάζουν ὅλοι τό μεγαλεῖο τῆς καρδιᾶς του. Εὔχονται θερμά γιά τή δική του τή ζωή, ἀλλά καί γιά τό δικό τους αἴσιο τέλος. Ἀξίζει νά τονίσουμε πώς στήν Ἐπανάσταση τοῦ 1821 ὑπολογίζεται πώς πῆραν μέρος περίπου 1.000 Ἕλληνες Κύπριοι. Πολλοί ἀπ᾽ αὐτούς, ἀφανεῖς ἥρωες, ἀναφέρονται στά Ἀπομνημονεύματα τῶν ἀγωνιστῶν. Ὁ ἀτρόμητος Μιχάλης πέρασε στήν ἱστορία μέ τ᾽ ὄνομα Μιχάλης ὁ Κυπραῖος.
5 Μαΐου, βράδυ. Μές στό σκοτάδι πέφτει στήν κρύα θάλασσα ὁ νεαρός Κύπριος. Πιστεύει πώς μές τή νύχτα θά ξεφύγει τήν προσοχή τοῦ ἐχθροῦ. Κι ὅμως, λάθεψε. Κάποια στιγμή ἀρχίζουν οἱ Αἰγύπτιοι νά τόν πυροβολοῦν διαρκῶς. Τό παλληκάρι τότε ἀναγκάζεται νά κολυμπᾶ στό βάθος τῆς θάλασσας, γιά νά μή τόν σημαδέψουν οἱ ἀπανωτές σφαῖρες. Πότε μέσα στή θάλασσα τό κεφάλι του, πότε ἔξω γιά τίς πολύτιμες ἀναπνοές του, φτάνει ἐπιτέλους σῶος στήν ἀγγλική φρεγάτα.
«Καί τόπεσαν τά γράμματα ἐκεῖ ὅπου βούταγε εἰς τήν θάλασσαν. Καί πῆγε εἰς τήν φρεγάδα. Καί μπαίνοντας μέσα, ἔπεσε πεθαμένος. Τόν κρεμάσανε καί βγῆκε τό νερό καί τόβαλαν σπίρτα κι ἀναστήθη. Καί εἶπε τῶν Ἄγγλων τό χαμό τῶν γραμμάτων... Εἶπε στοματικῶς τήν κατάσταση τοῦ Κάστρου... Καί τόν πῆρε ἡ φρεγάδα καί πῆγαν εἰς τήν Ζάκυνθο καί εἶπαν αὐτά τοῦ Ναυάρχου», ἐξιστορεῖ ζωντανά ὁ Μακρυγιάννης.
Στό μεταξύ βλέπουν ἀπό τό φρούριο πώς ἡ «Ἀμάραντος» ἀναχωρεῖ ἀπό τό λιμάνι. Ἀπογοήτευση κι ἀπελπισία τούς καταλαμβάνει. Τί θ᾽ ἀπογίνουν; Ἄραγε ὁ Κύπριος κολυμβητής ζεῖ; Πρόλαβε νά ἐνημερώσει τούς Ἄγγλους; Ἄν τό ὑγρό στοιχεῖο τόν κατάπιε…;
Οἱ μέρες κυλοῦν. Κι ὤ τῆς ἐκπλήξεως! Ἐμφανίζονται στό λιμάνι τοῦ Ναυαρίνου τρία πλοῖα, ἕνα ἀγγλικό, ἕνα γαλλικό κι ἕνα αὐστριακό. Ἄγγλοι ἀξιωματικοί παρουσιάζονται μπροστά στόν Ἰμπραήμ καί τόν πιέζουν ν᾽ ἀφήσει ἐλεύθερους τούς ἔγκλειστους τοῦ κάστρου. Κι ἦρθε, ἐπιτέλους, ἡ πολυπόθητη στιγμή πού καρτεροῦσαν! Ἡ ὥρα τοῦ λυτρωμοῦ τους ζύγωσε. Τρία εὐρωπαϊκά πλοῖα παραλαμβάνουν τούς 1.180 πολιορκημένους. Σῶοι καί ἀβλαβεῖς ἀγκυροβολοῦν στό λιμάνι τῆς Καλαμάτας.
Κι εἶναι τούτη ἡ λυτρωτική σκηνή γιά τόν ἥρωα Μιχάλη ἡ καταξίωση τῆς ἐπικίνδυνης ἀποστολῆς του. Ἀναγαλλιάζει ἡ καρδιά του. Ἀναπνέει γεμάτος ἱκανοποίηση. Ἀξιώθηκε νά δείξει τή θυσιαστική του ἀγάπη στήν πατρίδα, γιά νά σμιλευτεῖ ἡ λευτεριά τοῦ πολύπαθου Γένους μας!
Οἱ ἥρωες εἶναι ἁπλοί, ταπεινοί. Δέν περιμένουν ἀναγνώριση, ἐπαίνους καί βραβεῖα. Δέν ἑπαναπαύονται σ᾽ ὅ,τι πέτυχαν. Ρίχνονται σέ νέες περιπέτειες, ὅπου τό καθῆκον τούς καλεῖ. Ἔτσι κι ὁ γενναῖος Μιχάλης συνεχίζει να προσφέρει ἀθόρυβα τίς ὑπηρεσίες του στήν πατρίδα. Σέ μιά κρίσιμη καί σφοδρή μάχη, στούς Μύλους τῆς Λέρνης (Ἰούνιος τοῦ 1825), πολεμᾶ ἡρωικά καί πέφτει κάτω νεκρός. Τό ἄλικο αἷμα του ὅμως θά λιπάνει τό δέντρο τῆς λευτεριᾶς.
Ἑλληνίς
"Ἀπολύτρωσις", Μάρτιος 2019