Κάθε φορά πού τύχαινε νά συναντηθοῦν ὁ γερο-Ἰάκωβος κι ὁ Ἀλέξης, ὅλοι ἀποροῦσαν τί βρίσκανε νά ποῦν ἕνας ὀγδονταπεντάχρονος κι ἕνας εἰκοσιπεντάχρονος. Γνωρίστηκαν στήν ὀρθόδοξη ἐκκλησία τοῦ Λονδίνου ἕνα Δεκαπενταύγουστο καί γίνανε ἀχώριστοι φίλοι. Ὁ γερο-Ἰάκωβος Θεσσαλονικιός ξενιτεμένος τή δεκαετία τοῦ ᾽50 κι ὁ Ἀλέξης γιός προσφύγων ἀπό ἕνα χωριό τῆς μαρτυρικῆς Κύπρου. Ὁ γέρος χαιρόταν νά ἀκούει τόν Ἀλέξη νά τοῦ μιλάει γιά τόν τόπο πού γεννήθηκαν οἱ γονιοί του, γιά τό χωριό του πού ποτέ δέν γνώρισε μά πού τόσο παραστατικά τό παρουσίαζε. Κι ὁ νέος δέν χόρταινε νά ἀκούει τόν γερο-Ἰάκωβο νά λέει, νά λέει γιά τή Θεσσαλονίκη του, γιά τή νυφούλα τοῦ βορρᾶ…
- Ξέρεις νά διαβάζεις ἑλληνικά, παππού; τόν ρώτησε μόλις τελείωσε ἡ Λειτουργία, μέ τά δικά του σπασμένα ἑλληνικά ὁ Ἀλέξης.
- Καί βέβαια ξέρω, γιέ μου, ἀπάντησε περήφανα ὁ γέρος. Ἐγγλέζικα δέν ξέρω, συμπλήρωσε γελώντας, γιατί ρωτᾶς;
- Ἐγώ ξέρω νά γράφω καί νά διαβάζω πολύ λίγο καί δέν μπορῶ νά καταλάβω ἄν ἕνα περιοδικό πού μοῦ ἔδωσε σήμερα κάποιος ἄγνωστος εἶναι ὀρθόδοξο ἤ ὄχι. Μπορεῖς ἐσύ, παππού, νά τό δεῖς καί νά μοῦ πεῖς; ρώτησε ὁ Ἀλέξης καί χωρίς νά περιμένει ἀπάντηση ἔβγαλε τό περιοδικό ἀπό τήν ἐσωτερική τσέπη τῆς καμπαρντίνας του.
Πῆρε ὁ γερο-Ἰάκωβος τό περιοδικό στά χέρια του καί φόρεσε τά μικρά στρόγγυλα γυαλιά του.
- «ΑΠΟΛΥΤΡΩΣΙΣ», διάβασε φωναχτά, κι ἀπόμεινε νά κοιτᾶ μέ ὀρθάνοιχτα μάτια τό περιοδικό πού ἔτρεμε πιά μέσα στά τρεμάμενα χέρια του.
- Τί ἔπαθες, παππού; ρώτησε μέ ἀπορία ὁ Ἀλέξης.
- «ΑΠΟΛΥΤΡΩΣΙΣ»... ψιθύρισε συγκινημένος ὁ γέρος. Ἀλέξη μου, αὐτό εἶναι τό κομμάτι τῆς Θεσσαλονίκης γιά τό ὁποῖο δέν σοῦ μίλησα ποτέ! Τό πιό ὄμορφο, τό πιό ἱερό καί τό πιό καθοριστικό γιά τή ζωή μου.
- Τί λές παππού; Ὑπάρχει κομμάτι τῆς Θεσσαλονίκης πού δέν μοῦ μίλησες γιά αὐτό; τόν πείραξε καλοκάγαθα ὁ νέος.
- Ναί, παιδί μου, γιατί ὑπάρχει κι ἕνα κομμάτι τῆς ζωῆς μου πού δέν σοῦ τό φανέρωσα ποτέ, ἀπάντησε κατεβάζοντας τό κεφάλι ὁ γερο-Ἰάκωβος. Δύσκολα χρόνια, παιδί μου. Μετά τήν Κατοχή καί τόν Ἐμφύλιο ἡ φτώχια κι ἡ πείνα μᾶς εἶχαν γονατίσει. Κακό πράμα ὁ πόλεμος, παιδί μου!
- Σέ μένα τό λές, παππού; εἶπε κουνώντας μέ θλίψη τό κεφάλι του ὁ Ἀλέξης.
- Ἤμουν τό μεγαλύτερο ἀπό τά ἕξι ἀδέλφια μου καί βγῆκα νωρίς στή βιοπάλη, συνέχισε ὁ γέρος. Ὁ πατέρας μου εἶχε χάσει τό ἕνα του πόδι στόν πόλεμο τοῦ ᾽40 καί ἡ μικρή σύνταξη πού ἔπαιρνε δέν ἔφτανε νά θρέψει τόσα στόματα. Καί κάπου ἐκεῖ στά δεκαέξι μου ἔμπλεξα μέ μία παρέα πού ἔκανε μικροκλοπές. Μιά τοῦ κλέφτη, δυό τοῦ κλέφτη, πού λέει κι ἡ παροιμία... Στά δεκαοκτώ μου βρέθηκα στή φυλακή γιά κλοπή. Μέσα στή φυλακή κόντευα νά τρελαθῶ ἀπό τή ντροπή καί τή στεναχώρια μου. Πίστευα πώς τελείωσε γιά μένα ἡ ζωή. Μόνη μου παρηγοριά ἦταν ἡ μάνα μου, πού ἐρχότανε πότε πότε νά μέ δεῖ. Αὐτό ἦταν καί τό μοναδικό μου ἐπισκεπτήριο. Ὥς τή μέρα ἐκείνη πού ἐγώ τή λέω μέρα ἐπίσκεψης τοῦ Θεοῦ.
Σταμάτησε γιά λίγο τή διήγηση ὁ γερο-Ἰάκωβος κι ὁ Ἀλέξης περίμενε σιωπηλός.
- Ναί, ἐπίσκεψη Θεοῦ ἤτανε, Ἀλέξη μου. Μία ὁμάδα νέων κι ἕνας παπάς πού μᾶς μάζεψε ὅλους τούς φυλακισμένους καί μᾶς μίλησε γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί γιά τήν ἀνοικτή ἀγκαλιά του πού μᾶς περίμενε. Οἱ νέοι αὐτοί εἶχαν κι ἕνα ἀκορντεόν καί μᾶς τραγούδησαν χριστιανικά τραγούδια. Ὕστερα ὁ διευθυντής τῆς φυλακῆς μᾶς εἶπε ὅτι ὅποιος ἤθελε μποροῦσε νά πάει στό ἐκκλησάκι νά βρεῖ τόν ἱερέα καί νά ἐξομολογηθεῖ. Δέν ἤξερα τί θά πεῖ ἐξομολόγηση, ὅμως εἶχε τόσο πολύ μιλήσει μέσα μου τό κήρυγμα τοῦ ἱερέα πού πρῶτος δήλωσα πώς ἤθελα νά πάω. Ἀπό ἐκείνη τή μέρα, Ἀλέξη μου, ἄλλαξε ἡ ζωή μου.
Ὕστερα ἀπό ἕνα χρόνο πού βγῆκα ἀπό τή φυλακή ἐκεῖνοι οἱ νέοι κι ἐκεῖνος ὁ παπάς μέ στήριξαν καί μέ βοήθησαν νά ζήσω μέ καθαρό πιά τό μέτωπο στήν κοινωνία. Ἤτανε οἱ νέοι κι ὁ ἱερέας ἀπό τήν «ΑΠΟΛΥΤΡΩΣΗ», κι ἦταν ἡ «ΑΠΟΛΥΤΡΩΣΗ» μία ὀρθόδοξη χριστιανική ἀδελφότητα πού ἐκτός ἀπό τό πνευματικό ἔργο πού ἔκανε μέ τίς ὁμιλίες καί τήν ἑρμηνεία τῆς ἁγίας Γραφῆς στήν αἴθουσά της, ἔκανε καί κοινωνικό ἔργο σάν κι αὐτό τῆς ἐπίσκεψης στή φυλακή ὅπου βρισκόμουν ἐγώ τό 1953.
Ξενιτεύτηκα τό 1956 μέ στόχο νά κερδίσω τίμια τό ψωμί μου καί νά ἐπιστρέψω καί πάλι στήν ἀγαπημένη μου Θεσσαλονίκη, μά τά ἔφερε ἔτσι ὁ Θεός, παντρεύτηκα τή Μαρίκα καί ἔμεινα γιά πάντα στό Λονδίνο. Αὐτό τό περιοδικό, Ἀλέξη μου, δέν ἔτυχε νά πέσει ποτέ πρίν στά χέρια μου. Πέρασαν τόσα χρόνια ἀπό τότε καί κοντεύω νά χαρακτηριστῶ ἀγνώμων! Μά πίστεψέ με, τά δυόμισι χρόνια της ζωῆς μου κοντά σ᾽ ἐκείνους τούς ἀνθρώπους εἶναι τό πιό ἱερό, τό πιό σημαντικό κομμάτι τῆς ζωῆς μου. Κι ἡ Πέλοπος ἡ πιό ἀγαπημένη ὁδός τῆς Θεσσαλονίκης. Πέλοπος 7! Νομίζεις καί νά ἤθελα μποροῦσα νά τήν ξεχάσω;
Ἄνοιξε τό περιοδικό ὁ γερο-Ἰάκωβος καί γύρισε μέ συγκίνηση μία μία τίς σελίδες του.
- Θέλω νά βρεθῶ, Ἀλέξη μου, ἔστω γιά μιά φορά σέ κείνη τήν αἴθουσα! Θέλω ἔστω καί καθυστερημένα νά πῶ ἕνα μεγάλο «εὐχαριστῶ» σ᾽ αὐτούς πού συνεχίζουν ἀκόμα αὐτό τό ἔργο!
- Νά πᾶς, παππού, νά πᾶς! Μᾶλλον θά πᾶμε! Πρῶτα ὁ Θεός, θά πᾶμε νά γνωρίσω καί τή Θεσσαλονίκη σου. Μακάρι νά μπορούσαμε νά πᾶμε νά σοῦ γνωρίσω καί ἐγώ τό δικό μου τό χωριό...
- Τί ἡμερομηνία ἔχουμε σήμερα, Ἀλέξη μου; ρώτησε δακρυσμένος ὁ γέρος.
- 17 Φεβρουαρίου, παππού! ἀπάντησε ὁ νέος.
- Σημείωσέ την, γιέ μου. Δεύτερη ἐπίσκεψη τοῦ Θεοῦ στή ζωή μου, γιά νά μή φύγω ἀπό αὐτή τή ζωή ἀγνώμων!
Ἑλένη Βασιλείου
Θεολόγος - Συγγραφέας