Κρύο χειμωνιάτικο πρωινό καί στό βιαστικό ἄνοιγμα τοῦ παραθύρου μπῆκαν μέσα φωνές καί ἦχοι· ἄνθρωποι περαστικοί, μικροπωλητές στίς γειτονιές καί σέ λίγο ἕνας ἀντίλαλος ἀπό μακριά ἀκαθόριστος μέσα στόν θόρυβο. Μιά φωνή παιδική, καθαρή σάν κρύσταλλος, ρυθμική σάν παλμός καί ζεστή σάν ἀνάσα. Καί ἐπειδή μέ μαγνήτισε προσπάθησα νά καταλάβω τί ἔλεγε. Ἦταν προσευχή. Ἡ πρωινή προσευχή σέ κάποιο σχολεῖο καί τά κύματα τοῦ ἀνέμου τή σκορποῦσαν σ᾽ ὅλη τή γύρω περιοχή, στούς βιαστικούς διαβάτες καί στίς νωθρές ζωές. Αὐτό γιά μιά χώρα δέν εἶναι θεοκρατία. Αὐτό εἶναι εὐλογία.
Σ᾽ ἕνα ἄλλο σχολεῖο χτισμένο δίπλα στήν ἐκκλησία κάθε φορά πού χτυπάει ἡ καμπάνα σταματοῦν ὅλα ἀκαριαῖα: ἡ ἐξέταση, ἡ παράδοση, ἡ ἐκφώνηση στό διαγώνισμα, ὅπου βρίσκει τό κάθε τμῆμα ἡ καμπάνα. Ὅλα σταματοῦν, γιατί ὅλα τά παιδιά κάνουν εὐλαβικά τόν σταυρό τους. Τό φαινόμενο ἐντυπωσιάζει τόσο πού ἕνας καθηγητής ἄπιστος συζητοῦσε τό πρόβλημα σέ μιά παρέα: «Ἔχω πάθει πλάκα, ἀλλά δέν τά λέω τίποτα, γιατί δέν βγαίνει τίποτα, κι αὐτό λέω καί σ᾽ ἄλλους συναδέλφους πού εἶναι νά ᾽ρθοῦν σ᾽ αὐτό τό σχολεῖο». Αὐτό δέν εἶναι μηχανιστικός αὐτοματισμός, αὐτό εἶναι ἐσωτερικός συναγερμός.
Σ᾽ ἕνα ἄλλο σχολεῖο στό Γυμνάσιο γιά πρώτη φορά ἕνα κινεζάκι κοριτσάκι. Παρέα μέ μερικά ἄλλα Ἑλληνόπουλα κοιτάζει ἐξεταστικά στόν διάδρομο ἕναν πίνακα ἀντίγραφο τῆς «Γέννησης» τοῦ El Greco.
- Ποιό εἶναι αὐτό μικρό μωρό στήν ἀφίσα; ρωτάει.
- Ὁ Χριστός πού γεννήθηκε, τῆς ἀπαντοῦν. Δέν πιστεύεις;
- Δέν καταλαβαίνω τί εἶναι αὐτό πού μοῦ λέτε. Δέν ξέρω τί εἶναι αὐτό πού λέτε «πιστεύεις». Τί εἶναι αὐτό τό μωρό; Ἄ! κατάλαβα. Εἶναι μισά ἄνθρωπος καί μισά Θεός, εἶπε μέ διάπλατα μάτια. Καί χτύπησε τό κουδούνι γιά μέσα.
Στόν πρῶτο ἐκκλησιασμό τοῦ Ὀκτωβρίου τό κινεζάκι ἦρθε στήν ἐκκλησία καί δέν κουνήθηκε λεπτό ἀπ᾽ τή θέση του προσηλωμένο. Στή δέ παρέλαση τῆς ἐθνικῆς ἐπετείου ὁ κόσμος χειροκροτοῦσε μέ χαμόγελα: «Κοίτα κι ἄλλο κινεζάκι, στήν παρέλαση». Ἦταν δυό - τρία κινεζάκια, ἀγοράκια αὐτά, πού ἔκαναν καμαρωτά παρέλαση μέ τά σχολεῖα τους.
Αὐτό δέν εἶναι προσηλυτισμός. Αὐτό εἶναι προσανατολισμός.
Συνάντησα τίς προάλλες στόν δρόμο μιά γνωστή μου κυρία γύρω στά ἑξήντα. Καιρό ἤθελα νά τή ρωτήσω πῶς ἄρχισε τώρα τελευταῖα νά ἐκκλησιάζεται.
- Ναί, πηγαίνω στήν ἐκκλησία, ἔχω πνευματικό καί σέ λίγες μέρες θά κάνω θρησκευτικό γάμο στήν κόρη μου μετά ἀπό εἴκοσι χρόνια πού εἶχε κάνει πολιτικό.
- Πῶς; Σοῦ μίλησε κάποιος, διάβασες κάτι;
- Ὄχι, ἀπ᾽ αὐτά πού μᾶς ἔλεγαν οἱ δάσκαλοι στό σχολεῖο.
- Μά, αὐτά ἦταν πρίν ἀπό πενήντα χρόνια.
- Ναί, πραγματικά, πρίν ἀπό πενήντα χρόνια, ἀλλά ποτέ δέν τά ξέχασα καί τώρα ἦρθε ἡ ὥρα.
Αὐτό δέν εἶναι νοσταλγία. Αὐτό εἶναι μυσταγωγία.
Κι αὐτά ὅλα δέν εἶναι θεωρία οὔτε προπαγάνδα οὔτε ἰδεολογία. Αὐτά εἶναι παιδεία. Ἡ παιδεία τῶν Ἑλλήνων. Πού δέν εἶναι γράμμα πού σκοτώνει ἀλλά πνεῦμα πού ζωοποιεῖ. Ἕνα πολύτιμο κοίτασμα στά θεμέλια τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης.
Γιατί ἀνύσταχτοι πάνω ἀπ᾽ αὐτήν τήν παιδεία, πάνω ἀπ᾽ τίς ψυχές δασκάλων καί μαθητῶν φρουροῦν προστάτες 1.600 καί πλέον χρόνια τρεῖς μέγιστοι: Μέγας Βασίλειος, Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ἱερός Χρυσόστομος. Μέγιστοι, ἀθάνατοι, ἀξεπέραστοι!
Ὁ Ἕλληνας αὐτήν τήν παιδεία ἔχει. Αὐτό εἶναι πού ἔχει. Καί γιά τή νέα χρονιά, τώρα πού ὁ καιρός εἶναι λίγος κι οἱ μέρες πονηρές, ἡ ἠχώ κι οἱ ἀπόηχοι πού φτάνουν ἀπό παντοῦ λένε μόνο ἕνα: «Κράτει ὃ ἔχεις». Μέ νύχια καί μέ δόντια.
Ζωή Γούλα
Φιλόλογος
Ἀπολύτρωσις, Ἰαν. 2019