Γενάρης τοῦ 1822. Ἡ Ἑλληνική Ἐπανάσταση κοντεύει νά κλείσει χρόνο. Παντοῦ οἱ Ἕλληνες ξεσηκώνονται καί σηκώνουν μπαϊράκια. Σύμφωνα μέ μαρτυρίες σέ κάθε μικροεξέγερση ὑψώνεται καί μία αὐτοσχέδια σημαία, «ἕν πανίον», ἐπινόηση τοῦ κάθε ἀρχηγοῦ ἀνάλογη μέ τό σύνθημα τῆς καρδιᾶς του πού θέλει νά ἀποτυπώσει στό ἱερό πανί.
Οἱ περισσότερες σημαῖες ἔχουν ὁρισμένα κοινά χαρακτηριστικά. Κάποιες υἱοθετοῦν σύμβολα τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας, ὅπως εἶναι ὁ φοίνικας πού ξαναγεννιέται ἀπό τίς στάχτες ἤ ἡ ἄγκυρα. Ἄλλα φλάμπουρα ἔχουν πάνω δικέφαλο ἤ μονοκέφαλο ἀετό. Τό σύμβολο ὅμως πού κυριαρχεῖ εἶναι ἀναμφίβολα ὁ σταυρός, εἴτε γιατί ἡ Ἐκκλησία ἀποτελοῦσε πάντοτε τόν κυριότερο παράγοντα συσπείρωσης γιά τούς σκλαβωμένους εἴτε γιατί οἱ ξεσηκωμένοι Ἕλληνες ὅριζαν ἐπικεφαλῆς τόν κληρικό τῆς ἐνορίας τους κι ἔπαιρναν γιά ἐπαναστατική σημαία αὐτούσιο τό ἱερό λάβαρο τοῦ ναοῦ. Γι᾽ αὐτό συχνά εἶχαν πάνω καί τόν Χριστό, τήν Παναγία καί διάφορους ἁγίους.
Ἑπομένως δέν ἐκπλήσσουν οἱ σχετικές μαρτυρίες σέ ἀρκετά δημοτικά τραγούδια κλεφτῶν κι ἀρματολῶν ἤδη ἀπό τόν 17ο αἰώνα. Γιά παράδειγμα στό δημοτικό τοῦ μικροῦ Χορμόπουλου (1683) διαβάζουμε: «Φέρουν τά φλάμπουρα ἀνοιχτά μέ τό Σταυρό στή μέση».
Ἀλλά καί στό τραγούδι γιά τόν ἀρματολό Νικολό Τζουβάρα (1770) ἀναφέρεται: «Εἶχε φλάμπουρο ὄμορφο, κόκκινο καί γαλάζιο, / Μέ τό Χριστό, μέ τό Σταυρό καί μέ τήν Παναγία».
Φτάνουμε λοιπόν στήν Πρωτοχρονιά τοῦ 1822 μέ μία ποικιλία ἐπαναστατικῶν σημαιῶν κατά τόπους. Στήν πρώτη Ἐθνοσυνέλευση ὅμως τίθεται τό θέμα σοβαρά: «Εἶναι ὥρα νά συγκροτήσουμε κεντρική διοίκηση ἑνιαία ἀλλά καί νά ὁρίσουμε ἐπίσημα κοινή σημαία». Δέν δυσκολεύτηκαν τά μέλη στίς συζητήσεις στήν Ἐπίδαυρο νά καταλήξουν.
Φαίνεται πώς πρότυπό τους στάθηκε ἡ αὐτοσχέδια σημαία πού κατασκεύασε ὁ Παπαφλέσσας μετά τήν κατάληψη τῆς Τριπολιτσᾶς τόν Σεπτέμβριο τοῦ 1821, σχίζοντας τό ἐσωτερικό μπλέ ὕφασμα ἀπό τό ράσο του καί προσθέτοντας σταυροειδῶς δύο λευκές λωρίδες πού ἔκοψε ἀπό τή φουστανέλα τοῦ ὁπλαρχηγοῦ Παναγιώτη Κεφάλα.
Βέβαια, καί ὁ Παπαφλέσσας πρέπει νά ἦταν ἐπηρεασμένος ἀπό ἕνα παρόμοιο λάβαρο πού ὑψώθηκε τό 1807 στή Μονή Εὐαγγελίστριας στή Σκιάθο στήν ἐξέγερση τῆς Μακεδονίας. Πρώτη φορά σχεδιάστηκε ἡ ἑλληνική σημαία μέ κυανό φόντο καί λευκό σταυρό καί εὐλογήθηκε ἀπό τόν ἡγούμενο Νήφωνα, ὁ ὁποῖος στή συνέχεια ὅρκισε τούς ὁπλαρχηγούς Κολοκοτρώνη, Μιαούλη, Παπαθύμιο Βλαχάβα, Γιάννη Σταθᾶ, Νικοτσάρα, Τσάμη Καρατάσο, κ.ἄ.
Ἡ Ἐθνοσυνέλευση ἐργάζεται πυρετωδῶς καί συντάσσει σταδιακά τό «Προσωρινόν Πολίτευμα τῆς Ἑλλάδος», πού ἀποτελεῖ οὐσιαστικά τό πρῶτο ἑλληνικό Σύνταγμα.
Στίς 13 Ἰανουαρίου τοῦ 1822 συντάσσονται οἱ παράγραφοι ρδ΄ καί ρε΄. Πρόκειται γιά τήν πρώτη ἀπόφαση σχετικά μέ τήν ἑλληνική σημαία. Ὁρίζεται νά συμβολίζει «τήν Πάρεδρον τοῦ Θεοῦ Σοφίαν, τήν Ἐλευθερίαν καί τήν Πατρίδα». Καθιερώνονται ἐπίσημα τά χρώματα κυανό καί λευκό καί σύμβολο ὁ σταυρός, ἐνῶ τό Ἐκτελεστικό σῶμα ἀναλαμβάνει νά προσδιορίσει τήν ἀκριβῆ μορφή της.
Τελικά στίς 15 Μαρτίου τοῦ 1822 στήν Κόρινθο ἐκδίδεται ἡ ἀπόφαση 540 τοῦ Ἐκτελεστικοῦ μέ ὑπογραφή τοῦ προέδρου Ἀλέξανδρου Μαυροκορδάτου, ἡ ὁποία περιέχει τίς ἀναγκαῖες περιγραφές καί ἐπεξηγήσεις. Ἡ σημαία θά εἶναι πλέον «τετράγωνον κυανόχρουν, διηρημένον ἐν τῷ μέσῳ δι᾽ ἑνός σταυροῦ λευκοχρόου».
Ἔτσι μπῆκε κι ἐπίσημα πλέον στή ζωή τῆς πατρίδας μας ἡ πολυαγαπημένη γαλανόλευκη, ἡ τόσο συχνά αἱματοβαμμένη. Σήμερα πλέον ὁ λευκός σταυρός βρίσκεται στό πάνω προΐστιο μέρος, μέσα σέ ἕνα κυανό τετράγωνο καί συνοδεύει ἐννιά ἰσοπαχεῖς ὁριζόντιες καί ἐναλλασσόμενες λευκές καί κυανές παράλληλες λωρίδες.
Ἀπό τόν Γενάρη τοῦ 1822 πέρασαν σχεδόν δύο αἰῶνες. Ἔχουν γραφτεῖ ἑκατοντάδες κείμενα γιά τή γαλανόλευκη. Ἀναρωτήθηκαν πολλοί γιά τήν ἐπιλογή τῶν χρωμάτων. Ὡστόσο, σέ κανένα ἐπίσημο ἔγγραφο δέν μαρτυρεῖται αἰτιολόγηση γιά τό μπλέ καί τό ἄσπρο, οὔτε γιά τόν σταυρό. Κυκλοφοροῦν βέβαια πολλές ἑρμηνεῖες, ἄλλες ἀπίθανες κι ἄλλες εὔλογες.
Ἡ πιό διαδεδομένη ἑρμηνεία γιά τίς ἐννιά λωρίδες σχετίζεται μέ τίς ἐννιά συλλαβές τοῦ συνθήματος «ἐλευθερία ἤ θάνατος». Αὐτή τήν ἐκδοχή δέχεται ὡς ἐπικρατοῦσα καί ὁ ἑλληνικός στρατός στό ἐπίσημο βιβλίο τῆς Ἱστορίας του. Ἐξάλλου πολλές ἀπό τίς πρόχειρες σημαῖες τῆς ἐπανάστασης ἔφεραν πάνω τους αὐτό τό σύνθημα ἤ τό ἀρχαιοελληνικό «ἢ τᾶν ἢ ἐπὶ τᾶς» ἤ ἀκόμη τό «Νίκη ἤ Θάνατος».
Ὅσον ἀφορᾶ στά χρώματα, στήν Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Στρατοῦ ἀναφέρεται πώς τό μπλέ παραπέμπει στόν οὐρανό καί κατ᾽ ἐπέκταση στόν Θεό πού ἐνέπνευσε τό Ἔθνος, ἄν καί «ἀδύνατο καί ἄοπλο, νά ἀναλάβει καί νά φέρει σέ αἴσιο πέρας τόν ἄνισο ἐκεῖνο ἀγώνα». Τό λευκό πάλι θεωρεῖται δείκτης τοῦ καθαροῦ, ἄμωμου καί ἁγνοῦ σκοποῦ τῶν Ἑλλήνων, «πού μοναδική τους ἐπιδίωξη ἦταν ἡ ἀπελευθέρωση καί ἡ ἀνεξαρτησία τοῦ ἔθνους καί ἡ ἀπαλλαγή ἀπό τήν πολύχρονη σκληρή τυραννία».
Μέσα στό πέρασμα τῶν καιρῶν προστέθηκαν πολλά σημαινόμενα πάνω σ᾽ αὐτό τό ἱερό σύμβολο. Προστέθηκε πολύ αἷμα καί ἱδρώτας καί δάκρυ. Προστέθηκαν σελίδες συγκλονιστικοῦ ἡρωισμοῦ πού συνδέονται μέ τήν ὑπεράσπιση τῆς σημαίας σέ κάθε περίοδο τῆς νεότερης ἑλληνικῆς ἱστορίας. Κι ὅλες αὐτές οἱ πράξεις ἀνδρείας καί αὐτοθυσίας γιά τή σημαία ἀνιχνεύονται πάνω της ἀπό κάθε μάτι πού ξέρει νά διαπερνᾶ τίς ἐννιά γαλανόλευκες λωρίδες καί νά ἀγγίζει ἀναρίθμητες αἵματος ρανίδες.
Ἀγγελική Τσιραμπίδου