Στήν πόλη τῆς Σεβάστειας, ὁ Εὐσέβιος καί ἡ Θεοδούλη, ὑποψήφιοι μάρτυρες στή φυλακή. Στά χέρια τους κρατοῦν ἕνα βρέφος πέντε μηνῶν, καρπό τῆς ἐπίμονης προσευχῆς σαράντα χρόνων. Πρίν προλάβουν νά τό χαροῦν, νά τό μεγαλώσουν, τό παραδίδουν στά χέρια Ἐκείνου πού τούς τό χάρισε. Πρίν προλάβουν οἱ ἴδιοι νά ὁδηγηθοῦν στό μαρτύριο, παραδίδουν τίς ψυχές τους στά χέρια Ἐκείνου πού ἀγάπησαν... Κι ὁ παντεπόπτης καί πολυεύσπλαγχνος Κύριος, ὅπως τό βεβαιώνει ὁ ψαλμωδός, «ὀρφανὸν καὶ χήραν ἀναλήψεται» (Ψα 45,9). Ἀπό τά πρῶτα βήματα τῆς ζωῆς τοῦ μικροῦ Μόδεστου εἶναι παρών.
Μετά τήν κοίμηση τῶν γονέων του, τόν παραδίδει ὁ Μαξιμιανός σέ ἕναν συγκλητικό. Καθώς μεγαλώνει, μαθαίνει ὅτι οἱ γονεῖς του πέθαναν κλεισμένοι στή φυλακή γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Τί νά ’ναι αὐτό πού στά δεκατρία του χρόνια ἀνάβει μέσα του τή λαχτάρα νά ἀναζητήσει κάποιον χριστιανό νά τοῦ διδάξει τήν εὐσέβεια; Ἡ δυνατή προσευχή τῶν γονέων μετάγγισε στό βρέφος τῆς καρδιᾶς τους τό πύρωμα, κωδικοποίησε μέσα του τά μυστικά τοῦ οὐρανοῦ!
Τί κι ἄν μεγαλώνει μέσα σέ εἰδωλολατρικό περιβάλλον; Ἡ ψυχή του δέν ἀναπαύεται, κάτι ἄλλο τήν ἑλκύει. Γι’ αὐτό καί ὅταν ὁ Μαξιμιανός καλεῖ ὅλο τόν λαό νά προσφέρει θυσία στούς θεούς, ὁ μικρός Μόδεστος καταφεύγει στόν τάφο τῶν γονέων του καί καταθέτει τῆς καρδιᾶς του τόν πόθο... Παρακαλεῖ νά τόν ἐλευθερώσουν ἀπό τούς εἰδωλολάτρες, γιά νά ἀξιωθεῖ τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος. Στήν ἀγωνία τοῦ παιδιοῦ, τῶν μαρτύρων γονέων του ἡ πρεσβεία γίνεται χέρι μητρικό καί πατρική ἀγκαλιά... Πῶς νά μήν ἀπαντήσει ὁ Θεός; Πῶς νά ἀφήσει ἀνικανοποίητους τούς ἅγιους πόθους πού ὁ Ἴδιος δημιουργεῖ; Στέλνει ἕναν ἄνθρωπο δικό Του, ἕναν χρυσοχόο ἀπό τήν Ἀθήνα νά συναντήσει καί νά πάρει μαζί του τό παιδί.
Στήν πόλη τῶν γραμμάτων καί τοῦ πολιτισμοῦ ὁ μικρός Μόδεστος κατηχεῖται ἐκτενέστερα καί βαπτίζεται. Ἡ ὕπαρξή του ὅλη φῶς! Ἀρχίζει νά ζεῖ μία νέα ζωή. Δέν εἶναι μόνο ἡ γεύση οἰκογενειακῆς θαλπωρῆς, εἶναι ἡ κοινωνία τῶν ψυχῶν πού δημιουργεῖ ἡ κοινή πίστη. Ὁ πιστός χρυσοχόος τόν ἀγαπᾶ σάν παιδί του, γι’ αὐτό καί στή διαθήκη του τόν συγκαταλέγει μέ τούς γιούς του κληρονόμο τῆς περιουσίας του. Ἀλλά ὁ Μόδεστος ἄλλο πλοῦτο ἔχει ποθήσει, τό ἄδειασμα ἀπό τά δικά του καί τό δόσιμό του στόν Θεό! Γι’ αὐτό καί μετά τόν θάνατο τοῦ εὐεργέτη του, χαρίζει τό μερίδιο τῆς κληρονομιᾶς του στούς συγκληρονόμους. Μές στίς δικές τους ὅμως τίς καρδιές ἔχει κυριαρχήσει ὁ φθόνος, πού ὑπαγορεύει δόλια σχέδια.
Πρόκειται νά πᾶνε στήν Αἴγυπτο γιά ἐμπόριο καί πείθουν τόν ἀνυποψίαστο Μόδεστο νά πάει μαζί τους. Ἐκεῖ, τόν πουλοῦν ὡς δοῦλο σέ ἕναν ἄνθρωπο ἄπιστο. Σάν ἕνας δεύτερος Ἰωσήφ ὁ Ἅγιος, πουλημένος στήν Αἴγυπτο, ἐγκαταλελειμμένος ἀπό ὅλους ὑποφέρει πολλά δεινά... Κι ὁ Θεός; Ἀπών ὁ Θεός; Σιωπᾶ; Ὄχι. Εἶναι παρών· καί στήν ἐπίμονη προσευχή τοῦ παιδιοῦ του ἁπαντᾶ. Μετά ἀπό ἑπτά χρόνια τό ἀφεντικό τοῦ Ἁγίου βαπτίζεται χριστιανός!
Κι ὁ δοῦλος; Ὁ ἐγκαταλελειμμένος; Ὁ ἄγνωστος; Ὁ δοῦλος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, πού ἐγκατέλειψε τόν ἑαυτό του στά παντοδύναμα θεϊκά χέρια, εἶναι σκεῦος ἐκλογῆς. Τόν βγάζει ἀπό τήν ἀφάνεια ὁ Θεός, γιά νά τόν κάνει, ὄχι ἀντιβασιλέα τῆς Αἰγύπτου, ἀλλά ἀρχιεπίσκοπο Ἰεροσολύμων. Μιμητής τοῦ μακαρίου Ἰωσήφ, ὄχι μόνο στά δεινά καί στή δόξα, ἀλλά πιότερο στήν ἀνεξικακία. Ὅταν ἦρθαν στά Ἰεροσόλυμα οἱ γιοί τοῦ χρυσοχόου, χωρίς νά ξέρουν ποιός εἶναι ὁ πατριάρχης, «τούς δέχτηκε ἀσπασίως, τούς φιλοξένησε φιλοφρόνως καί τούς εὐεργέτησε μεγαλοπρεπῶς», ὅπως σημειώνει ὁ βιογράφος του. Ἀπό μία καρδιά πού ἀγάπησε ἀληθινά τόν Θεό, τί ἄλλο μπορεῖ νά ἀναβλύσει παρά μόνο ἀγάπη καί συγχώρεση!
Στή ζωή τοῦ ἁγίου Μοδέστου ἀναφέρονται πολλά θαύματα. Τό μεγαλύτερο θαῦμα, ὅμως, εἶναι ἡ ἴδια ἡ ζωή του! Παραδομένη στόν Θεό, ἀπό τή βρεφική του ἡλικία μέχρι τό βαθύ γῆρας! Τήν ἐπισφράγισε παραδίδοντας τή μακαρία ψυχή του στά χέρια Ἐκείνου πού πίστεψε ἀδιαπραγμάτευτα καί ἀγάπησε ὁλοκληρωτικά! Ἦταν 16 Δεκεμβρίου τοῦ 395 μ.Χ.
Γρηγόριος
"Ἀπολύτρωσις", Δεκ. 2018