Μέσα στήν ἀτμόσφαιρα πού δημιουργοῦν τά χιλιάδες «χριστουγεννιάτικα» λαμπιόνια, τά ἄπειρα «χριστουγεννιάτικα» στολίδια, τά δεκάδες κιλά χρυσόσκονη καί οἱ «ἅη-Βασίληδες» πόσοι ἀπό μᾶς ἆραγε ἀναζητοῦν τό ἀληθινό νόημα τῶν Χριστουγέννων;
Ἀκατήχητη ἡ ἀνθρωπότητα αἰῶνες τώρα δέν ὑποψιάζεται κἄν τό συγκλονιστικό μεγαλεῖο αὐτῆς τῆς γιορτῆς. Τά Χριστούγεννα εἶναι γιά τούς περισσότερους «Χριστιανούς» εὐκαιρία γιά ξεφάντωμα, μιά ἀνάπαυλα στήν ρουτίνα μας καί ἴσως, γιά νά ἁπαλύνουμε ὁποιαδήποτε νύξη τῆς συνείδησής μας, κάποιες ἀγαθοεργίες α-λα-κάρτ. Ὅπως ἔγραψε ὁ ποιητής, ἀνάμεσα στά θέατρα καί στίς μαγευτικές διασκεδάσεις τοῦ κόσμου τούτου κανείς πιά δέν ψάχνει στόν οὐρανό τό ἀστέρι τῶν μάγων. Κανείς δέν ἐνδιαφέρεται γιά τήν Βηθλεέμ πού μηνᾶ. Ἄλλωστε ἐμεῖς οἱ sapiens sapiens τό «ἀπομυθοποιήσαμε» κι αὐτό.
Κι ὅμως, ἄν γιά μιά στιγμή ἀρνούμασταν ὅλον αὐτόν τόν «ἑορταστικό» παροξυσμό, ἄν γιά μιά στιγμή προσπαθούσαμε νά ἀφουγκραστοῦμε τίς χρεῖες τῆς ψυχῆς πού δέν δύναται νά κρύψει ἡ ἀχαλίνωτη ἐξωστρέφεια, θά διαπιστώναμε ὅτι τά Χριστούγεννα δέν εἶναι ἁπλᾶ μιά γιορτή· εἶναι ἡ ἀπάντηση τοῦ Θεοῦ στήν πιό βαθειά καί ἐπείγουσα ἀνάγκη μας.
Ἄνθρωπος ἴσον ζητιάνος τῆς χαρᾶς καί κυνηγός τῆς ἀλήθειας, συνήθιζε νά λέει ἕνας σοφός. Καί ἔτσι εἶναι. Τί θέλει ὁ ἄνθρωπος πάνω ἀπ’ ὅλα; Νά εἶναι εὐτυχισμένος. Νά ἀπολαμβάνει τήν ζωή χωρίς ἀπειλές καί πειρασμούς καί περιορισμούς. Καί κυρίως θέλει νά ἔχει ἡ εὐτυχία του πλούσιο ἐσωτερικό ἀντίκρισμα, νά μήν εἶναι ἐπιδερμική σάν ἕνα χαμογελαστό προσωπεῖο ἀλλά νά τήν χαρακτηρίζουν ἡ γνησιότητα καί τό βάθος. Ἐπίσης ὁ ἄνθρωπος κυνηγάει τήν ἀλήθεια. Δέν βολεύεται μέ τό ψέμα. Ἀναζητᾶ αὐθεντικές ἀπαντήσεις στά μεγάλα καί κρίσιμα ἐρωτήματα τῆς ζωῆς: Ποιός εἶμαι, ἀπό ποῦ ἔρχομαι, ποῦ πηγαίνω; Κι ὅταν μαθαίνει τόν κόσμο, κι ὅταν ἀγωνίζεται γιά τό ψωμί του, κι ὅταν ἐρωτεύεται, κι ὅταν δημιουργεῖ οἰκογένεια, κι ὅταν στέκεται πάνω ἀπό τό φέρετρο δικοῦ του προσώπου, ἄς μήν τό νιώθει, αὐτά τόν βασανίζουν.
Τό δυστύχημα εἶναι ὅτι αὐτά τά δύο, τήν χαρά καί τήν ἀλήθεια, τά ψάχνουμε σέ λάθος δρόμους. Νομίζουμε ὅτι τήν εὐτυχία τήν ἐγγυᾶται τό χρῆμα ἤ οἱ ἡδονές ἤ ἡ δόξα καί ἡ διάκριση. Κι ὅτι ἡ ἀλήθεια γιά τήν ζωή εἶναι ὑπόθεση τῆς φιλοσοφίας καί τῆς ἐπιστήμης. Ἀλλά πόσο ἔξω πέφτουμε! Γίναμε εἰδωλολάτρες, λατρεύουμε τόν ἑαυτό μας καί τίς ἐπιθυμίες του καί τά κατορθώματά του, ἀλλά ὅπως κατέρρευσαν ὅλες οἱ εἰδωλολατρίες τῆς ἀρχαιότητας, θά καταρρεύσει κι αὐτή. Γιατί; Διότι ἔχει μέσα της τό σπέρμα τῆς φθορᾶς· στηρίζεται σέ σάπια δεκανίκια. Ἀρκεῖ νά ἀναφέρουμε σάν παράδειγμα τό περιβάλλον, τό σπίτι μας. Ἡ ἀκόρεστη ἐκμετάλλευσή του ἀπό τόν ἄνθρωπο γιά νά ἱκανοποιηθοῦν τά θέλω του, τό κατέστρεψε. Σήμερα χύνουμε κροκοδείλια δάκρυα γι’ αὐτό, ἀλλά ἡ κατάσταση εἶναι μή ἀναστρέψιμη πλέον. Ποιός θά μᾶς σώσει ἀπό τούς σωτῆρες μας;
Λοιπόν ἄς μή βαυκαλιζόμαστε ἄλλο μέ αὐταπάτες. Ἡ χαρά καί ἡ ἀλήθεια δέν ἑδρεύουν στά χρηματιστήρια ἤ στά ἐρευνητικά ἐργαστήρια. Ἡ χαρά καί ἡ ἀλήθεια πού πεινάει καί διψάει ἡ ὕπαρξή μας, πού χωρίς αὐτά δέν ζοῦμε ἀλλά ἁπλῶς ἐπιζοῦμε, ἑδρεύουν στόν σταῦλο τῆς Βηθλεέμ, ἐκεῖ ὅπου γεννιέται ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἰησοῦς εἶναι ἡ ἀληθινή εὐτυχία καί γνώση. Γιατί; Διότι εἶναι ὁ Θεός, ὁ μόνος μακάριος, ὁ μόνος στέρεος καί ἀληθινός. Εἶναι αὐτός πού μπροστά του στέκονται ὅλα γυμνά, ξεκάθαρα καί χωρίς ἴχνος ψεύδους ἤ προσποίησης. Ἦταν κάποτε ἀπροσέγγιστος, ὅλος φωτιά, καί δήλωνε τήν παρουσία του μέ σεισμούς καί κεραυνούς. Ἐνώπιόν του ὁ ἁμαρτωλός ἄνθρωπος ἔνιωθε ἕνα μηδενικό, μιά μάζα προορισμένη γιά τήν ἀπώλεια. Μά ὅταν ἦρθε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου (Γα 4,4) ἀποκαλύφθηκε σάν ἕνα ἁπαλό ἀεράκι, ὡς ἀγάπη. Ἔγινε ἄνθρωπος, γιά νά μπορεῖ ὁ ξέπνοος ἄνθρωπος νά τόν ἀγγίζει, γιά νά μπορεῖ Ἐκεῖνος νά μεταγγίζει στίς φλέβες τοῦ ἀνθρώπου τό ἄφθαρτο αἷμα Του καί νά κατανικᾶ τόν πιό φοβερό ἐχθρό του, τόν θάνατο.
Κι αὐτό δέν εἶναι μόνο διδαχή τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι καί ἡ κραυγή τῆς ἱστορίας μας: Ὅλα τά ὑψηλά καί μεγάλα, ὅ,τι πιό οὐσιῶδες καί εὐγενικό ἐπιθυμεῖ ἡ ἀνθρώπινη ψυχή ὑπάρχει ἀποκλειστικά στόν Χριστό. Χωρίς αὐτόν ἡ ἡδονή εἶναι καμουφλαρισμένη ὀδύνη, ἡ εἰρήνη μάσκα τοῦ πολέμου, ἡ ἐπιστήμη ἕνα ὀλέθριο παιχνίδι μέ τήν φωτιά. Στόν αἰῶνα πού πέρασε διακηρύξαμε ἀνόητα ὅτι ὁ Θεός πέθανε καί πανηγυρίσαμε τόν θάνατό του. Τό ἀποτέλεσμα; Δύο παγκόσμιοι πόλεμοι μέ ἑκατομμύρια νεκρούς κι ἕνας τρίτος, ἀκήρυχτος, «ψυχρός», πού ἀπείλησε καί ἀπειλεῖ τήν ἀνθρωπότητα μέ πυρηνική καταστροφή. Πρέπει ἐπιτέλους νά δοῦμε καθαρά. Πρέπει νά ἀντιληφθοῦμε ὅτι μόνον ὁ Χριστός μπορεῖ νά μᾶς σώσει. Ἡ ἑνότητα στήν διάλυση, ὁ ἀπαρτισμός στόν κατακερματισμό, ἡ δύναμη στήν ἔσχατη ἀδυναμία μας εἶναι Αὐτός. Κανείς ἄλλος.
Κύριε, συγχώρεσε τήν ἁμαρτία μας. Σέ ἐγκαταλείψαμε καί ἀναζητήσαμε τήν χαρά καί τήν ἀλήθεια στά βαλτόνερα τῶν ἐπιθυμιῶν μας. Ἤμασταν μεθυσμένοι καί παραζαλισμένοι ἀπό τό κρασί τῶν «ἐπιτυχιῶν» μας, μή μᾶς συνερίζεσαι. Τώρα πού ὅλα γύρω μας γκρεμίζονται, Σέ ἀποζητοῦμε καί πάλι. Στεῖλε ξανά τό ἀστέρι σου στόν οὐρανό μας γιά νά μᾶς ὁδηγήσει στήν φάτνη σου. Μή μᾶς ἀφήσεις στό σκοτάδι μας, δέν ἔχουμε ἄλλον παράκλητο. Καί δίνε μας τήν χάρη σου νά ὁμολογοῦμε μέ ἐπίγνωση ὅτι μόνον Ἐσύ εἶσαι ἡ ἀληθινή εὐτυχία καί σοφία. Ἐσύ, ὁ Θεός· ἡ ἀνάσταση καί ἡ ἀτελεύτητη ζωή. Ἀμήν.
Εὐάγγελος Ἀλ. Δάκας
"Ἀπολύτρωσις", Δεκ. 2018