«Ἀναλαμβάνων τήν ἀρχηγίαν τοῦ Στρατοῦ καλῶ τούς ἀξιωματικούς καί ὁπλίτας τοῦ Ἑλληνικοῦ Στρατοῦ εἰς τήν ἐκτέλεσιν τοῦ ὑψίστου πρός τήν Πατρίδα καθήκοντος μέ τήν μεγαλυτέραν αὐταπάρνησιν καί σταθερότητα. Οὐδείς πρέπει νά ὑστερήσῃ... Θά πολεμήσωμεν μέ πεῖσμα, μέ ἀδάμαστον ἐγκαρτέρησιν, μέ ἀμείωτον μέχρι τελευταίας πνοῆς ἐνεργητικότητα. Ἔχω ἀκράδαντον τήν πεποίθησιν ὅτι ὁ Ἑλληνικός Στρατός θά γράψῃ νέας λαμπράς σελίδας εἰς τήν ἔνδοξον ἱστορίαν τοῦ Ἔθνους. Μή ἀμφιβάλλετε ὅτι τελικῶς θά ἐπικρατήσωμεν μέ τήν βοήθειαν καί τήν εὐλογίαν τοῦ Θεοῦ καί τάς εὐχάς τοῦ Ἔθνους.
Ἕλληνες ἀξιωματικοί καί ὁπλῖται, φανῆτε ἥρωες!».
Εἶναι ἡ πρώτη διαταγή τοῦ ἀρχιστράτηγου, μόλις πληροφορεῖται τήν ἰταμή πρόκληση τῆς γειτονικῆς Ἰταλίας νά τῆς ἐπιτραπεῖ νά περάσουν ἐλεύθερα τά στρατεύματά της στή χώρα μας.
Ποιός εἶναι ὁ ἀρχιστράτηγος; Ὁ Ἀλέξανδρος Παπάγος. Ὁ ἄνθρωπος πού χρόνια τώρα, ἀφοσιωμένος στό καθῆκον, μάχεται μέ αὐταπάρνηση, ὅταν ἡ πατρίδα τόν καλεῖ. Γεννημένος στήν Ἀθήνα τό 1883, σπουδάζει στή στρατιωτική σχολή τῶν Βρυξελλῶν κι εἶναι ἔμπειρος γνώστης τῆς ξένης στρατιωτικῆς ὀργάνωσης. Καί ποῦ δέν δίνει τό «παρών»! Οἱ τιμητικές διακρίσεις τό μαρτυροῦν. Τιμᾶται μέ τόν ἄργυρό σταυρό τοῦ τάγματος τοῦ Σωτῆρος γιά τίς ὑπηρεσίες του στούς Βαλκανικούς Πολέμους τοῦ 1912-1913, μέ τό χρυσό ἀριστεῖο ἀνδρείας γιά τήν ἐνεργό συμμετοχή του στή Μικρασιατική Ἐκστρατεία (1921-1922).
Μέ τήν ἔκρηξη τοῦ ἑλληνοϊταλικοῦ πολέμου, τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1940, ἀνακηρύσσεται ἀρχιστράτηγος τῶν Ἑλληνικῶν Ἐνόπλων Δυνάμεων. Σέ μιά πολύ κρίσιμη φάση τῆς ἑλληνικῆς ἱστορίας, τήν ἀνώτατη ἡγεσία τοῦ στρατοῦ κατέχει εὐτυχῶς πρόσωπο ἄξιο καί πολύπειρο. Χάρη στή δική του στρατιωτική προετοιμασία καί ἐκτέλεση ὁ ἑλληνικός στρατός μας σημειώνει λαμπρές νίκες κατά τῶν ἰταλικῶν δυνάμεων. Ἔκπληκτη ἡ διεθνής κοινότητα παρακολουθεῖ τό θαυμαστό ἔπος τοῦ 1940-1941, πού συντρίβει τόν μύθο τοῦ ἀήττητου Ἄξονα.
Ἀλλ’ ἐνῶ γι’ αὐτή τήν ἐποποιΐα ὁ Ἀρχιστράτηγος ἐργάστηκε σκληρά, δημιουργεῖ μέ τά μετριόφρονα λόγια του τήν ἐντύπωση πώς ἡ νίκη ὀφείλεται στούς στρατιῶτες του, πού τούς ἀγαποῦσε σάν δικά του παιδιά:
«Ὁ πόλεμος αὐτός ὑπῆρξε πόλεμος τοῦ Λαοῦ καί ἡ νίκη, νίκη τοῦ Λαοῦ... Οὐδείς παραγνωρίζει τήν συμβολήν τῆς ἡγεσίας, τήν συμβολήν τῶν Διοικήσεων εἰς τό εὐτυχές ἀποτέλεσμα. Οἱ ἡγήτορες εἶναι τά κεφαλαῖα εἰς τάς σελίδας τῆς πολεμικῆς ἱστορίας. Αὐτά μαγνητίζουν τήν προσοχήν. Ἀλλ’ ἡ ἱστορία γράφεται μέ τάς μυριάδας τῶν μικρῶν γραμμάτων, καί δέν γράφεται χωρίς αὐτά, χωρίς τάς μυριάδας τῶν ἀφανῶν μαχητῶν. Εἰς πολέμους, ἰδίως ὅπως αὐτόν, ὅπου τόν ἀποφασιστικόν ρόλον παίζουν αἱ ἠθικαί δυνάμεις, ἡ νίκη εἶναι ἔργον τοῦ Στρατοῦ ἐν τῷ συνόλῳ του. Τοῦ Στρατοῦ καί τοῦ Λαοῦ».
Αὐτός ὁ ἁπλός καί ταπεινός ἀξιωματικός γεύεται στή συνέχεια τό πικρό ποτήρι τῆς γερμανικῆς κατοχῆς. Οἱ Γερμανοί μισοῦν θανάσιμα καί θέλουν νά ἐκδικηθοῦν τούς κύριους ὑπεύθυνους τῆς περίλαμπρης νίκης τοῦ 1940. Συλλαμβάνουν, λοιπόν, τόν Ἰούλιο τοῦ 1943, τόν Ἀρχιστράτηγο μαζί μέ τούς ἀντιστρατήγους Ἰ. Πιτσίκα, Κ. Μπακόπουλο, Π. Δέδε, Γ. Κοσμᾶ καί τούς μεταφέρουν στή Γερμανία. Καί οἱ πέντε ζοῦν ὡς ὅμηροι στά στρατόπεδα συγκέντρωσης Καίνιχ-στάιν, Ὀράνιενμπουργκ, Φλύσενμπουργκ, Νταχάου, Ντίντερντορφ. Μέρα μέ τή μέρα νιώθουν ἐπίμονα τόν θάνατο νά γλείφει τή δύσμοιρη ὕπαρξή τους. Ὁποία ἀντίθεση! Ἀπό τό φῶς στό σκοτάδι, ἀπό τό γόητρο στήν ἐξουδένωση, ἀπό τή δόξα στό μαρτύριο! Ἐντελῶς ἀνέλπιστα, μέ τά παράσημα τῆς κακοπάθειας ἀποτυπωμένα πάνω στό σῶμα τους, ἐπιστρέφουν, ὕστερα ἀπό δύο χρόνια, ζωντανοί στήν ἐλεύθερη πιά πατρίδα.
Ἔρχεται ἐπιτέλους ἡ ὥρα τοῦ χρέους, νά τιμήσει ἡ Ἑλλάδα μεγαλόπρεπα κι εὐγνώμονα τόν σεβαστό Ἀρχιστράτηγο γιά τήν προσφορά του στόν πόλεμο τοῦ ’40. Τόν τιμᾶ μέ τόν Ἀνώτερο Ταξιάρχη τοῦ Τάγματος τοῦ Γεωργίου Α´μετά ξιφῶν, μέ τό Χρυσό Ἀριστεῖο Ἀνδρείας, τόν Πολεμικό Σταυρό Α´τάξεως, τό Μετάλλιο Ἐξαιρέτων Πράξεων, τόν Μεγαλόσταυρο τοῦ Τάγματος τοῦ Γεωργίου Α´ μετά ξιφῶν, τόν τίτλο τοῦ Ἐπιτίμου Γενικοῦ Ὑπασπιστοῦ τοῦ βασιλιᾶ Γεωργίου Β´ καί μέ τόν Ταξιάρχη τοῦ Ἀριστείου Ἀνδρείας.
Κι ὅλο ἀνεβαίνει τήν κλίμακα τῶν ἀξιωμάτων ὁ Ἀρχιστράτηγος. Γίνεται στρατηγός, ὕστερα στρατάρχης, κρατώντας τή στραταρχική ράβδο, πού πάνω της εἶναι γραμμένα τά ὀνόματα τῶν μαχῶν. Τόν καμαρώσαμε στή στρατιωτική του σταδιοδρομία, τόν θαυμάζουμε καί στήν πολιτική του ἐξέλιξη. Τό 1952 εἶναι ὁ Πρωθυπουργός τῆς Ἑλλάδος καί τήν κυβερνᾶ γόνιμα μέχρι τή μέρα τοῦ θανάτου του, 4 Ὀκτωβρίου τοῦ 1955. Μέ ἐξαιρετικές τιμές κηδεύεται στήν Ἀθήνα καί θάβεται στό Α´ Νεκροταφεῖο Ἀθηνῶν. Ἡ Ἑλλάδα ξεπροβοδᾶ γιά τήν αἰωνιότητα τόν φιλόπατρη στρατάρχη της, πού ὑπηρέτησε μέ ἀφοσίωση γιά μισό αἰώνα τό στράτευμα, καί τόν σεμνό, ἀκέραιο κι ἀξιαγάπητο ἡγέτη της!
Ἑλληνίς