Ἡ πλαγιά ἀντηχοῦσε ἀπό χαρά, προσευχές καί τραγούδια. Πόσα ἦταν; Τριάντα ὀκτώ παιδιά, ἀγόρια Λυκείου, καλοκαίρι σέ μιά ἐπαρχιακή χριστιανική κατασκήνωση. Τά κοιτοῦσα καί καμάρωνα, κυρίως ὅμως ἀποροῦσα.
Φτάνοντας στήν πόλη ἕνα ἄλλο τοπίο. Κόσμος πολύς, ἀδιαχώρητο, ὅλοι ἔξω στούς δρόμους, καρέκλες στά μαγαζιά μέχρι τά πεζοδρόμια, φωνές, κραυγές, μουσικές, βοή, εἰδήσεις ζοφερές, ἀλλοφροσύνη. Ποῦ θά πᾶν τά παιδιά μέσα σ’ αὐτήν τήν ἀντάρα;
Ὀκτώβρης. Μπῆκε γιά τά καλά τό φθινόπωρο. Ἔρημα τά δέντρα στήν πλαγιά. Σκόρπισαν τά 38 παιδιά στά σχολειά καί στά σπίτια τους. Ὅμως, ἀρχηγέ, ἐσύ ἀκόμα κλαῖς;
Ξέρω, βλέπεις τούς ἀριθμούς: 38 παιδιά σέ μιά πόλη μέ 60.000, σ’ ἕναν νομό μέ 170.000 ἀνθρώπους. Κι ὅμως. Θ’ ἀντέξουν τά παιδιά καί θά γίνουν σιγά-σιγά «ἡ μικρά ζύμη» μέσα στό πλῆθος. Τά κατευόδωσες ἄοπλα ἀλλά πάνοπλα. Ἀνίσχυρα κι ὅμως ἀνίκητα. Καταφρονεμένα ἀλλά ὅμως ὁλοκληρωμένα μές στά κατάβαθα τῆς ψυχῆς τους, ἐκεῖ πού ἔσπειρες ὅ,τι πιό δυνατό, τόν σπόρο τοῦ Λόγου.
Γιά μέτρα χρόνια... Πενήντα χρόνια αὐτή ἡ πλαγιά ἀκούει τραγούδια! Ἄρα τά παιδιά ὄχι μόνο δέν χάνονται ἀλλά καί παραδίδουν κάθε χρόνο σκυτάλη, ὅσα κι ἄν μένουν στό τέλος.
Ἐσύ ἔσπειρες. Ἄρα τώρα νά ξεκουραστεῖς. Ἡ γῆ θά βλαστήσει μόνη της μέ τίς πρῶτες βροχές τοῦ φθινοπώρου, «αὐτομάτη» (Μρ 4,28).
Κοίτα αὐτά τά πανύψηλα δέντρα στήν πλαγιά! Ἤσουν ἐκεῖ ὅταν φύτρωναν τά πρῶτα σποράκια; Ἤσουν ἐκεῖ ὅταν λύγιζαν στό πρῶτο ἁπαλό φύσημα; Εἶσαι ἐκεῖ ὅταν τά χτυποῦν τόν χειμώνα ἀλύπητα οἱ βοριάδες κι ὅμως αὐτά πάλι στέκουν περήφανα;
Τά δέντρα καί τά παιδιά, ὁ Πλάστης καί ὁ Πατέρας. Κάθε φυτεία δική Του δέν μπορεῖ νά τήν ξεριζώσει κανείς. Θά ξανάρθουν τά παιδιά, θά ’ρθουν κι ἄλλα μαζί τους. Καί θά τραγουδοῦν στήν πλαγιά μαζί μέ τά δέντρα, τίς φυλλωσιές, τά θροΐσματα ἕνα τραγούδι• τίποτε πιό δυνατό ἀπ’ τόν σπόρο τοῦ Λόγου. Πού αἰῶνες τώρα γκρεμίζει στρατούς, αὐτοκρατορίες, συστήματα, ἀλαζονικές ζωές.
Ὅ,τι κι ἄν εἶπα, ὅμως, δέν ἔπαψε ν’ ἀκούγεται στή σιγαλιά τῆς πλαγιᾶς τό κλάμα τοῦ ἀρχηγοῦ. Γιατί αὐτός ἤξερε καλά πῶς γίνεται ἡ σπορά τοῦ Λόγου.
Ζ.Γ.