Η ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ

 bible handὉ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε ἀπό τόν Θεό γιά νά εἶναι ὁ ἱερέας ὅλης τῆς κτίσης. Ἱερέας θά πεῖ μεσίτης. Εἶναι αὐτός πού μεσιτεύει στόν Κύριο γιά τήν ζωή τοῦ κόσμου. Αὐτός πού συνδέει τό κτιστό μέ τό ἄκτιστο καί τό ἀπελευθερώνει ἀπό τόν θάνατο. Αὐτή ἦταν ἡ ἀποστολή τοῦ ἀνθρώπου. Γι’ αὐτό ὁ Θεός τόν ἔπλασε «κατ’ εἰκόνα» του. Ἄν ὁ Ἀδάμ παρέμενε πιστός στήν σχέση του μέ τόν δημιουργό του, θά νικοῦσε τήν φθορά καί θά ὁ­δη­γοῦσε τήν γενιά του καί ὅλη τήν κτίση «στήν ἐλευθερία τῆς δόξας τῶν τέ­κνων τοῦ Θεοῦ» (Ρω 8,21).
 Ὅμως ὁ Ἀδάμ δέν θέλησε νά ἀνταποκριθεῖ σ’ αὐτόν τόν κρίσιμο ρόλο. Δέσμιος τῆς ἐπιθυμίας του γιά αὐτοθέωση ἐπέλεξε νά ἀποσυν­δεθεῖ ἀπό τόν Θεό, τήν πηγή τῆς ζωῆς, καί νά ὑπακούσει στό κέλευσμα τοῦ Σατανᾶ. Τό ἀποτέλεσμα εἶναι γνωστό. Ἡ ἀνθρωπότητα καί ὅλη ἡ δημιουργία ἀνί­κανες πλέον νά ὑπερβοῦν τόν θάνατο παραδόθηκαν στήν ἐξουσία του. Καί ὁ Ἀδάμ ἀπό ἱερουργός τῆς ζωῆς ἔγινε ὁ νεκροθάφτης τῆς ἴδιας του τῆς ὕπαρξης.
 Ἡ τραγική αὐτή κατάσταση δέν ἐπρόκειτο νά ἀνατραπεῖ ποτέ καί ὁλό­κληρος ὁ κόσμος θά ἐπέστρεφε στό μηδέν, ἄν ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ δέν ἐξα­σφάλιζε στόν ἄνθρωπο τήν λύτρωση ἀπ’ αὐτή τήν κατάρα μέσῳ τοῦ Χρι­- στοῦ. Τί εἶναι ὁ Χριστός; Εἶναι ὁ Θεός πού ἔγινε ἄνθρωπος. Εἶναι αὐτός πού πέτυχε ἐκεῖ πού ἀπέτυχε ὁ Ἀδάμ. Ὁ Ἀδάμ καταπάτησε τήν ἱερωσύνη του. Ἀντίθετα ὁ Χριστός ἀναδείχθηκε τέλειος ἱερέας συνδέοντας τόν Θεό μέ τόν ἄνθρωπο μέ τρόπο μοναδικό, οὐσιώδη, ἄτρεπτο, μέ τήν σάρκωσή του.
 Τό γεγονός αὐτό, τό μέγα μυστήριο τῆς εὐσέβειας (βλ. Α´ Τι 3,16), προσφέρει στόν κόσμο τήν δυνατότητα νά ζήσει. Νά ζήσει γιά πάντα. Οἱ ἱερεῖς τοῦ ναοῦ τοῦ Σολομῶντος προσέφεραν καθημερινά θυσίες στόν Θεό ἀλλά χωρίς ἀποτέλεσμα· οἱ ἁμαρτίες τῶν πιστῶν παρέμεναν ἀκέραιες καί φυσικά καί ἡ συνέπειά τους, ὁ θάνατος. Ὁ ἱερέας Χριστός προσέφερε μία θυσία, τό σῶμα του, καί μ’ αὐτήν ἐξιλέωσε στό διηνεκές καί ἀνέστησε ἀπό τήν φθορά ὅσους μετέχουν στήν εὐλογία της (βλ. Ἑβ 10,10-14).
 Πῶς ὅμως θά καρπωθεῖ ὁ κόσμος αὐτό τό θεῖο εὐεργέτημα; Πῶς θά ἀπολαύσει τήν αἰώνια καί ἀτελεύτητη ζωή πού χαρίζει; Κάποιος πρέπει νά τόν προσκαλέσει σ’ αὐτό τό πανηγύρι τῆς χαρᾶς. Νά τοῦ δείξει τόν δρόμο. Κι αὐτό διότι περίσσεψαν οἱ ἀπατεῶνες καί οἱ ψευτομεσσίες καί ἡ ἀν­θρω­πότητα παραπαίει μέσα στό σκοτάδι της. Κάποιος πρέπει ν’ ἀνάψει τό φῶς, νά δοῦμε καθαρά τόν Κύριο πού μᾶς καλεῖ στήν δόξα του.
 Ἡ τεράστια αὐτή εὐθύνη, ἡ ὁποία δέν ἔχει ὅμοιά της καί ἡ ἀνάληψή της δέν σηκώνει τήν παραμικρή ἀναβολή, βαραίνει ἀποκλειστικά τούς ὤ­μους τῶν Χριστιανῶν. Ὁ Χριστιανός εἶναι, ὀφείλει νά εἶναι, ἡ ζωντανή εἰ­κόνα τοῦ Χριστοῦ. Μέ τό βάπτισμά του καί τήν ἔνταξή του στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τήν Ἐκκλησία, γίνεται συμμέτοχος στό ἔργο Ἐκείνου γιά τήν σωτηρία τοῦ κόσμου. Δανείζει στόν ἀόρατο Κύριο τόν ἑαυτό του γιά νά ἐνερ­γεῖ μέσα ἀπ’ αὐτόν. Οἰκειώνεται τήν ἱερωσύνη Του καί συνδέει ἐν Χρι­στῷ τόν κόσμο μέ τόν Θεό. Οἱ Χριστιανοί εἶναι τό «βασίλειον ἱεράτευμα» (Α´ Πέ 2,9), αὐτοί πού στό ὄνομα καί μέ τήν δύναμη τοῦ Χριστοῦ ἱερουρ­γοῦν τό θαῦμα τῆς ἀφθαρτοποίησης τῶν κτιστῶν.
Αὐτοί λοιπόν ὀφείλουν ὡς ἐλεημένοι ἀπό τόν Θεό νά προσκαλέσουν σ’ αὐτή τήν μέγιστη χάρη καί τούς ἀδελφούς πού τήν ἀγνοοῦν καί ζοῦν στήν σκιά τοῦ θανάτου. Πῶς γίνεται αὐτό; Κατ’ ἀρχήν μέ τήν συνεπῆ χριστιανική ζωή μας. Οἱ ἄνθρωποι διψοῦν γιά παράδειγμα. Θέλουν νά δοῦν τό Εὐαγ­γέ­λιο σαρκωμένο στήν ζωή τῶν Χριστιανῶν γιά νά πιστέψουν. Τούς ἑλκύει ἡ ἔμπρακτη ἀγάπη, ἡ εἰλικρίνεια, τό ταπεινό φρόνημα, ἡ ἁγνότητα, ἡ καθα­ρότητα, ἡ ἀνιδιοτέλεια, ἡ κακοπάθεια γιά τό ἔργο τοῦ Κυρίου καί γενικά οἱ ἀρετές πού ἔχουν ἀντίκρισμα. Ὁ Χριστός τόνισε ὅτι οἱ μαθητές του πρέπει νά διακρίνονται γιά τά καλά τους ἔργα, ὥστε οἱ ἄνθρωποι νά τά βλέπουν καί νά δοξάζουν τόν οὐράνιο Πατέρα πού τά ἐνέπνευσε (βλ. Μθ 5,16). Ἡ ἀσυνεπής ζωή, πού εἶναι χριστιανική μόνο στό ὄνομα, ὄχι μόνο δέν οἰκο­δομεῖ ἀλλά σκανδαλίζει, καταστρέφει καί ξεθε­μελιώνει.
 Ὁ ἄλλος τρόπος ἱεραποστολῆς εἶναι ὁ λόγος, τό κήρυγμα. Πῶς, λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, θά πλησιάσουν οἱ ἄνθρωποι τόν Θεό, ἄν δέν τόν πι­στέψουν; Καί πῶς θά τόν πιστέψουν χωρίς νά ἀκούσουν γι’ αὐτόν; Καί πῶς πάλι θ’ ἀκούσουν γι’ αὐτόν χωρίς κάποιος νά τούς Τόν κηρύξει; (βλ. Ρω 10, 14). Τό κήρυγμα εἶναι τό πρώτιστο ἔργο τῆς Ἐκκλησίας. Δέν εἶναι προτεσταν­τική ἰδιοτροπία, ὅπως λένε μερικοί ἀπερίσκεπτα. Εἶναι ἀνάγκη ζωτικῆς σημασίας (Α´ Κο 9,16). Τό κήρυγμα ξεχερσώνει τίς ψυχές, σπάει τίς πέ­τρες, φυτεύει τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, καλλιεργεῖ, ποτίζει, κι ὅλα αὐτά τά κάνει χωρίς νά θίξει τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου. Ἀρκεῖ βέβαια νά εἶναι χρι­στοκεντρικό καί νά ἀποτελεῖ ἔκφραση ἐμπειρίας. Κήρυγμα πού ἐξαντλεῖται σέ ἠθικολογίες καί δέν πηγάζει ἀπό καρδιά πού συγκλονίζεται ἀπό ἀγάπη γιά τόν Θε­ό καί τόν ἄν­θρωπο δέν ἔχει ἀ­ποτέλεσμα.
  Ὁ κόσμος δέν ἔ­χει ἄλλη ἐλπίδα ἐ­κτός ἀ­πό τόν Χρι­στό. Πρέ­πει νά τό κατα­λάβει αὐτό. Παλεύει νά γλυ­­­τώσει ἀπό τήν φθο­ρά ἀλ­λά ἡ πάλη του εἶναι ὑ­πο­νο­μευ­μέ­νη. Δέν ἔ­χει προ­­­­­­­­­ο­­πτι­κές. Ἐ­πι­­στρα­τεύει τόν νοῦ του καί τήν σοφία του, ἀλλά ὅ,τι κι ἄν κά­νει εἶναι κατα­δι­κα­σμέ­νος νά πε­­­­­­­­θά­νει. Μόνον ὁ Χρι­­­­- στός μπορεῖ νά τόν ἀναστή­σει καί νά τόν ἀνακαινίσει, καί μό­νον αὐτός μπορεῖ να πλη­ρώσει τό ἀ­δυ­­σώ­πη­το κενό τῶν ψυχῶν.
  Νά λοιπόν ποιό εἶ­ναι τό χρέος τῶν Χρι­στιανῶν. Νά κη­ρύτ­του­με στό ὄνο­μα τοῦ Χριστοῦ «με­­τάνοια καί ἄ­φε­ση ἁ­μαρτιῶν σέ ὅ­λα τά ἔθνη» (Λκ 24,47) μέ ἀπόλυτη συν­­εί­δη­ση τῆς εὐ­θύνης μας. Καί νά τό ξέρουμε: ἐμεῖς οἱ τό­σο εὐ­εργ­ε­τημένοι θά δώ­σου­με λόγο στόν Θεό γιά τήν τυχόν ὀ­λι­­γωρία μας πά­νω στό θέμα αὐτό.

Εὐάγγελος Ἀλ. Δάκας