Δοχεῖο ἐκλεκτό πῶς νά σέ ὑμνήσω;
Στόν ὕμνο τῶν αἰώνων καί τῶν γενεῶν
σέ μακαρίζει κι ἡ δική μου ἡ καρδιά.
Πρῶτα, γιατί στῆς Παλαιᾶς τό περιθώριο ἐποχῆς
ἕτοιμος ἔγινες καρπός πιά τῶν καιρῶν.
Στούς χρόνους τῆς φθορᾶς – κληρονομιᾶς τῆς πρώτης Εὔας,
σέ διάλεξε ὁ πατήρ τῶν οἰκτιρμῶν
ζωῆς ἡ ἀρχή νά γίνεις.
Μ’ ὅτι πολύτιμο καί ἄπειρα μεγάλο ἤσουν γεμάτη
εἶπες τό ΝΑΙ σου ταπεινό στοῦ Οὐρανοῦ τήν κλήση.
Εἶσαι ἕνα κλῆμα ἀρετῶν κι ἄν θέλω νά τρυγήσω,
τή σύνεση, τή φρόνηση, τήν προσευχή,
τό ἀφιλόδοξο τῆς ὕπαρξής σου,
τοῦ Νόμου τή μελέτη, τήν πίστη τῶν πατέρων σου θά βρῶ,
νά καρτεροῦν τή Διακονία τῶν αἰώνων.
Στό θαῦμα τῆς ζωῆς σου ἐντρυφῶ
καί ψάχνω νά σέ βρῶ στά δεξιά τοῦ Υἱοῦ σου.
Σέ βρίσκω στούς πολλούς του μαθητές
μορφή σεμνή νά μαθητεύεις.
Δυό λόγια ἄν θέλω
τ’ ἀκριβοῦ σου Μυστικοῦ ν’ ἀκούσω,
χρόνια καί χρόνια καρτερῶ
στό θαῦμα τῆς σιωπῆς σου.
Εἶσαι τό πρῶτο ἀντίκρυσμα τοῦ βρεφικοῦ χαμόγελου,
ἡ ἀγγελική σκιά τῶν παιδικῶν μου χρόνων.
Εἶσ’ ὁ ἀτίμητος καθρέφτης τῆς ἁγνῆς μας ὀμορφιᾶς.
Εἶσαι ἡ τρυφερή στοργή στόν πόνο,
πού τά λογχίσματά του δέχτηκες καί σύ.
Ἡ Μάνα τοῦ πιστοῦ, τοῦ ὀρφανοῦ, τοῦ νιοῦ, τοῦ γέρου.
Μαρία, κόρη ἀπ’ τοῦ Δαβίδ τή γενεά τήν ἐκλεκτή,
σέ μακαρίζει κι ἡ δική μας ἡ καρδιά.
Κισσός