Τό βιβλίο τῶν Ἀριθμῶν εἶναι γιά τήν Παλαιά Διαθήκη ὅ,τι οἱ Πράξεις τῶν Ἀποστόλων γιά τήν Καινή Διαθήκη: περιγράφουν καί τά δύο τήν ἱστορία τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Ὁ προφήτης Μωυσῆς, συνεχίζοντας τήν ἐξιστόρηση τῆς πορείας τῶν Ἰσραηλιτῶν στήν ἔρημο, τήν ὁποία εἶχε διακόψει μέ τό βιβλίο τοῦ Λευϊτικοῦ, ἀναφέρεται ἀρχικά στήν πρώτη ἀρίθμηση τῶν μάχιμων Ἰσραηλιτῶν, λίγο πρίν τήν ἀναχώρησή τους ἀπό τούς πρόποδες τοῦ Σινά. Ὁ Θεός ὡς μέγας ἀρχιστράτηγος τοῦ Ἰσραήλ ἀπαριθμεῖ τόν στρατό του, ἀλλά καί καθορίζει τίς θέσεις στρατοπέδευσης, ἀναχώρησης καί ἐπίθεσης. Εἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι ὅλες οἱ θέσεις ὁρίζονται μέ σημεῖο ἀναφορᾶς τήν Σκηνή τοῦ Μαρτυρίου· οἱ φυλές παρατάσσονται δεξιά κι ἀριστερά ἀπό αὐτήν, μπρός καί πίσω της. Εἴτε, λοιπόν, πολεμοῦν εἴτε ἀναπαύονται, τό κέντρο τῆς ζωῆς καί τῆς καρδιᾶς τῶν Ἰσραηλιτῶν εἶναι ὁ Θεός, ὁ ὁδηγός καί προστάτης τους.
Ἀπό τήν ἔρημο τοῦ Σινά πορεύονται βόρεια, πρός τήν γῆ τῆς ἐπαγγελίας. Ὅταν φθάνουν στά σύνορά της, μέ ἐντολή τοῦ Θεοῦ ὁ Μωυσῆς στέλνει τούς ἀρχηγούς τῶν δώδεκα φυλῶν ὡς κατασκόπους. Αὐτή ἡ ἀποστολή εἶχε σκοπό νά δοῦν οἱ ἀρχηγοί πόσο εὔφορη εἶναι αὐτή ἡ χώρα καί νά ἐνθουσιάσουν τόν λαό, ὥστε μέ ὁρμή νά ἐπιτεθεῖ καί νά τήν καταλάβει. Οἱ κατάσκοποι ὅμως -ὅλοι ἐκτός ἀπό δύο- πανικοβάλλονται, διότι οἱ πόλεις πού εἶδαν ἦταν ὀχυρωμένες καί τίς φρουροῦσαν ἰσχυροί πολεμιστές. Ἐπιστρέφουν τρομαγμένοι καί δηλώνουν ὅτι εἶναι ἀδύνατο νά νικήσουν τόσο ἰσχυρούς ἀντιπάλους. Ὁ λαός γιά ἄλλη μιά φορά συμπαρασύρεται στόν γογγυσμό κατά τοῦ Θεοῦ καί τοῦ Μωυσῆ.
Τότε βγαίνει καταδικαστική ἡ θεϊκή ἀπόφαση: «πάντες δὲ οἱ παροξύναντές με οὐκ ὄψονται αὐτὴν» (Ἀρ 14,23). Κανείς τους δέν θά δεῖ τήν γῆ τῆς ἐπαγγελίας. Θά πεθάνουν ὅλοι σταδιακά στήν ἔρημο. Στήν γῆ Χαναάν θά μποῦν μόνο οἱ ἀπόγονοί τους -ἀθῶοι ἀπό τό ἁμάρτημα τοῦ φοβεροῦ γογγυσμοῦ- καί οἱ δύο κατάσκοποι πού ἔδειξαν ἐμπιστοσύνη στόν Θεό: ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ καί ὁ Χάλεβ.
Ἀλλάζουν, λοιπόν, κατεύθυνση. Στρέφονται πρός τόν νότο καί ἐπί σαράντα ἔτη περιπλανῶνται στήν ἔρημο. Ὅταν μετά ἀπό τριανταεννιά χρόνια περίπου φτάνουν ἀπέναντι ἀπό τήν γῆ Χαναάν, γίνεται ἡ δεύτερη ἀπαρίθμηση τοῦ στρατοῦ. Κανείς ἀπ’ ὅσους ἀριθμήθηκαν τήν πρώτη φορά δέν ἦταν πλέον ζωντανός, ἐκτός ἀπό τούς δύο πιστούς κατασκόπους.
Τό βιβλίο τῶν Ἀριθμῶν, πού εἶναι ἕνα ἀπό τά σημαντικότερα ἱστορικά βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, περιέχει καί μεσσιανικές προφητεῖες, ρητές καί τυπολογικές. Ἀπό τίς πιό γνωστές τυπολογικές προφητεῖες εἶναι ἡ ἀκόλουθη:
Τήν προφητεία μέ τόν χάλκινο ὄφι τήν ἑρμήνευσε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος στήν συνομιλία του μέ τόν Νικόδημο (βλ. Ἰω 3,14). Προτυπώνει τήν σταυρική του θυσία. Ὅπως ὁ χάλκινος ὄφις κατήργησε τό δηλητήριο καί χάρισε ζωή σέ ὅσους πρόλαβαν νά τόν κοιτάξουν, ἔτσι ὁ ἐσταυρωμένος Χριστός κατήργησε τό κράτος τῆς ἁμαρτίας καί χαρίζει ζωή αἰώνια σέ ὅσους μέ πίστη προσβλέπουν σ᾿ Αὐτόν. Στήν ἔρημο ὄφις δάγκωνε καί ὄφις θεράπευε. Ἀλλά καί ὅλη τήν ἀνθρωπότητα θάνατος τήν κατέστρεψε καί θάνατος τήν ἔσωσε. Μᾶς κατέστρεψε ὁ θάνατος τοῦ Ἀδάμ, μετά τό προπατορικό του ἁμάρτημα. Μᾶς ἔσωσε ὁ θάνατος τοῦ νέου Ἀδάμ, τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Στ. Ν. Σάκκος
Ἀρ 21,5-9
Κείμενο
5. Καὶ κατελάλει ὁ λαὸς πρὸς τὸν Θεὸν καὶ κατὰ Μωυσῆ λέγοντες· ἱνατί τοῦτο; ἐξήγαγες ἡμᾶς ἐξ Αἰγύπτου, ἀποκτεῖναι ἐν τῇ ἐρήμῳ; ὅτι οὐκ ἔστιν ἄρτος οὐδὲ ὕδωρ, ἡ δὲ ψυχὴ ἡμῶν προσώχθισεν ἐν τῷ ἄρτῳ τῷ διακένῳ τούτῳ.
6. Καὶ ἀπέστειλε Κύριος εἰς τὸν λαὸν τοὺς ὄφεις τοὺς θανατοῦντας, καὶ ἔδακνον τὸν λαόν, καὶ ἀπέθανε λαὸς πολὺς τῶν υἱῶν Ἰσραήλ.
7. Καὶ παραγενόμενος ὁ λαὸς πρὸς Μωυσῆν ἔλεγον· ὅτι ἡμάρτομεν, ὅτι κατελαλήσαμεν κατὰ τοῦ Κυρίου καὶ κατὰ σοῦ· εὖξαι οὖν πρὸς Κύριον, καὶ ἀφελέτω ἀφ᾿ ἡμῶν τὸν ὄφιν, καὶ ηὔξατο Μωυσῆς πρὸς Κύριον περὶ τοῦ λαοῦ.
8. Καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Μωυσῆν· ποίησον σεαυτῷ ὄφιν καὶ θὲς αὐτὸν ἐπὶ σημείου, καὶ ἔσται ἐὰν δάκῃ ὄφις ἄνθρωπον, πᾶς ὁ δεδηγμένος ἰδὼν αὐτὸν ζήσεται.
9. Καὶ ἐποίησε Μωυσῆς ὄφιν χαλκοῦν καὶ ἔστησεν αὐτὸν ἐπὶ σημείου, καὶ ἐγένετο ὅταν ἔδακνεν ὄφις ἄνθρωπον, καὶ ἐπέβλεψεν ἐπὶ τὸν ὄφιν τὸν χαλκοῦν καὶ ἔζη.
Μετάφραση
5. Καί καταφερόταν ὁ λαός ἐναντίον τοῦ Θεοῦ καί ἐναντίον τοῦ Μωυσῆ λέγοντας: «Γιατί αὐτό; Μᾶς ἔβγαλες ἀπό τήν Αἴγυπτο, γιά νά μᾶς θανατώσεις στήν ἔρημο; Δέν ὑπάρχει ψωμί οὔτε νερό καί ἡ ψυχή μας ἀηδίασε μ᾿ αὐτό τό ἄνοστο ψωμί!».
6. Καί ἔστειλε ὁ Κύριος στόν λαό θανατηφόρα φίδια πού δάγκωναν τόν λαό καί πέθαναν πολλοί ἀπό τούς Ἰσραηλῖτες.
7. Πῆγε τότε ὁ λαός στόν Μωυσῆ καί ἔλεγε: «Ἁμαρτήσαμε, διότι καταφερθήκαμε ἐναντίον τοῦ Κυρίου καί ἐναντίον σου· προσευχήσου, λοιπόν, στόν Κύριο καί ἄς διώξει μακριά μας τά φίδια». Καί ὁ Μωυσῆς προσευχήθηκε στόν Κύριο γιά τόν λαό.
8. Καί ὁ Κύριος εἶπε στόν Μωυσῆ: «Πές νά σοῦ κάνουν ἕνα φίδι καί τοποθέτησέ το σ᾿ ἕναν ἐμφανῆ πάσσαλο. Κι ἄν κάποιον ἄνθρωπο τόν δαγ- κώσει φίδι, κάθε δαγκωμένος, μόλις βλέπει σ᾿ αὐτό, θά μένει ζωντανός».
9. Ὁ Μωυσῆς, λοιπόν, κατασκεύασε ἕνα χάλκινο φίδι καί τό στερέωσε σ᾿ ἕναν ἐμφανῆ πάσσαλο. Πραγματικά, ὅταν φίδι δάγκωνε ἄνθρωπο, τότε αὐτός ἔβλεπε ἀμέσως τό χάλκινο φίδι, καί ἔμενε ζωντανός.