Στόν πρῶτο Οἶκο τῆς Δ΄ Στάσεως τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου ψάλλουμε μεταξύ ἄλλων πρός τήν Θεοτόκο: «Χαῖρε, πιστοὺς Κυρίῳ ἁρμόζουσα»· δηλαδή, «χαῖρε, σύ πού ἁρμόζεις τούς πιστούς μέ τόν Κύριο».
Τό ρῆμα «ἁρμόζω» σημαίνει ἐδῶ «ἑνώνω μέ τά δεσμά τοῦ γάμου». Ὁ ποιητής τοῦ Ἀκαθίστου ἐμπνέεται στό σημεῖο αὐτό ἀπό τό χωρίο Β΄ Κο 11,2, ὅπου ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀναφέρεται στόν γάμο τοῦ Χριστοῦ μέ τήν Ἐκκλησία· «διότι νιώθω γιά σᾶς ζῆλο θεϊκό· διότι σᾶς ἕνωσα μέ τά δεσμά τοῦ γάμου («ἡρμοσάμην») μ’ ἕναν ἄνδρα, τόν Χριστό, γιά νά σᾶς παρουσιάσω σ’ αὐτόν σάν ἁγνή παρθένο».
Ὁ Θεός δημιούργησε τόν κόσμο γιά τόν ἄνθρωπο. Ὅ,τι ὑπάρχει, ὑπάρχει γιά νά εὐφραίνει τό ξεχωριστό αὐτό πλάσμα, τό ὁποῖο ὁ Δημιουργός προίκισε μέ τήν εἰκόνα του. Καί τόν ἄνθρωπο; Τόν ἄνθρωπο τόν δημιούργησε γιά τόν ἑαυτό του. Τόν ἔπλασε γιά νά γίνει μέτοχος τῆς ζωῆς του, γιά νά ζήσει αἰώνια μέσα στό φῶς του. Καί γιά νά τό ἐπιτύχει αὐτό τοῦ χάρισε τήν Ἐδέμ καί τήν δυνατότητα νά ἀπολαμβάνει τήν ἄμεση καί ζεστή παρουσία του, ὅπως μία σύζυγος χαίρεται τόν σύζυγό της. Ὡστόσο ὁ ἄνθρωπος ἀποδείχθηκε ἀνάξιος αὐτῶν τῶν μοναδικῶν δωρεῶν. Παραδόθηκε ἀπερίσκεπτα στήν ἁμαρτία μέ ἀποτέλεσμα ὁ δεσμός τῆς συζυγίας του μέ τόν Θεό νά διακοπεῖ. Καί ὄχι μόνον αὐτό. Μέ τό πέρασμα τῶν χρόνων καί τῶν γενεῶν ἡ ἀνθρωπότητα ξέχασε τόν ἀληθινό Θεό καί ἄρχισε νά μοιχεύει μέ ψευδοθεούς.
Ἀναφέρθηκα σέ «συζύγους» καί «συζυγία», διότι, ὅπως δείχνει ὅλη ἡ Βίβλος, ἔτσι θέλει ὁ Θεός τήν σχέση του μέ τόν ἄνθρωπο. Δέν εἶναι θεός πού ἀπειλεῖ καί φοβερίζει. Εἶναι ὁ στοργικός νυμφίος τῶν ψυχῶν μας πού μᾶς προστατεύει, μᾶς τρέφει καί μᾶς σκεπάζει κάτω ἀπ’ τά φτερά τῆς ἀγάπης του. Ἐμεῖς ὅμως τόν προδώσαμε, θά πεῖς. Κι αὐτό τό διόρθωσε. Ἐνῶ λοιπόν ὁδεύαμε μέ μαθηματική ἀκρίβεια πρός τόν ἀφανισμό μας, ἐπενέβη καί μᾶς ἔσωσε. Τί ἔκανε; Μᾶς τό περιγράφει πολύ γλαφυρά ὁ ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος στήν Β΄ ὁμιλία του «Πρὸς Εὐτρόπιον»:
«…Κι αὐτός ὁ τόσο μέγας καί τρανός (ὁ Κύριος) πεθύμησε πόρνη (τήν ἀνθρώπινη φύση). Γιατί; Γιά νά τήν ἀναπλάσει ἀπό πόρνη σέ παρθένο. Γιά νά γίνει ὁ νυμφίος της. Τί κάνει; Δέν τῆς στέλνει κάποιον ἀπό τούς δούλους του… ἀλλά καταφθάνει αὐτός ὁ ἴδιος ὁ ἐρωτευμένος... Ἐπειδή δέν μποροῦσε ν’ ἀνέβει ἐκείνη στά ψηλά, κατέβηκε ἐκεῖνος στά χαμηλά. Ἔρχεται στήν καλύβα της. Τήν βλέπει μεθυσμένη. Καί μέ ποιόν τρόπο ἔρχεται; Ὄχι μέ ὁλοφάνερη τήν θεότητά του, ἀλλά γίνεται ἐντελῶς ἴδιος μαζί της, μήπως βλέποντάς τον τρομοκρατηθεῖ, μήπως λαχταρήσει καί τοῦ φύγει. Τήν βρίσκει καταπληγωμένη, ἐξαγριωμένη, ἀπό δαίμονες κυριευμένη. Καί τί κάνει; Τήν παίρνει καί τήν κάνει γυναίκα του. Καί τί δῶρα τῆς χαρίζει; Δαχτυλίδι. Ποιό δαχτυλίδι; Τό ἅγιο Πνεῦμα. Ἔπειτα λέει: - Δέν σέ φύτεψα στόν Παράδεισο;
- Ναί, τοῦ λέει.
- Καί πῶς ξέπεσες ἀπό ἐκεῖ;
- Ἦρθε καί μέ πῆρε ὁ Διάβολος ἀπό τόν Παράδεισο.
- Φυτεύτηκες στόν Παράδεισο καί σ’ ἔβγαλε ἔξω. Νά! σέ φυτεύω μέσα μου. Δὲν τολμᾶ νά μέ πλησιάσει ἐμένα. Ὁ ποιμένας σέ κρατάει καί ὁ λύκος δέν ἔρχεται πιά.
- Ἀλλά εἶμαι, λέει, ἁμαρτωλή καί βρόμικη.
- Μή μοῦ σκοτίζεσαι, εἶμαι γιατρός.
Δῶσε ἐδῶ μεγάλη προσοχή. Κοίταξε τί κάνει. Ἦρθε νά πάρει τήν πόρνη, ὅπως αὐτή -τό τονίζω- ἦταν βουτηγμένη στήν βρόμα. Γιά νά μάθεις τόν ἔρωτα τοῦ Νυμφίου. Αὐτό χαρακτηρίζει τόν ἐρωτευμένο: τό νά μή ζητάει εὐθύνες γιά ἁμαρτήματα, ἀλλά νά συγχωρεῖ λάθη καί παραπατήματα.
Πιό πρίν ἦταν κόρη τῶν δαιμόνων, κόρη τῆς γῆς, ἀνάξια γιά τήν γῆ. Καί τώρα ἔγινε κόρη τοῦ βασιλιᾶ. Κι αὐτό γιατί ἔτσι θέλησε ὁ ἐρωτευμένος μαζί της. Γιατί ὁ ἐρωτευμένος δέν πολυνοιάζεται γιά τήν συμπεριφορά του. Ὁ ἔρωτας δέν βλέπει ἀσχήμια. Γι’ αὐτό καί ὀνομάζεται ἔρωτας, ἐπειδή πολλές φορές ἀγαπᾶ καί τήν ἄσχημη.
Ἔτσι ἔκανε καί ὁ Χριστός. Ἄσχημη εἶδε καί τήν ἐρωτεύτηκε καί τήν ἀνακαινίζει. Τήν πῆρε ὡς γυναίκα, καί ὡς κόρη του τήν ἀγαπᾶ, καί ὡς δούλη του τήν φροντίζει, καί ὡς παρθένο τήν προστατεύει, καί ὡς παράδεισο τήν τειχίζει, καί ὡς μέλος τοῦ σώματός του τήν περιποιεῖται. Τήν φροντίζει ὡς κεφαλή της πού εἶναι, τήν φυτεύει ὡς ρίζα, τήν ποιμαίνει ὡς ποιμένας. Ὡς νυμφίος τήν παίρνει γυναίκα του, καί ὡς ἐξιλαστήριο θύμα τήν συγχωρεῖ, ὡς πρόβατο θυσιάζεται, ὡς νυμφίος τήν διατηρεῖ μέσα στήν ὀμορφιά, ὡς σύζυγος φροντίζει νά μήν τῆς λείψει τίποτα. Ὤ, Σύ Νυμφίε, πού ὀμορφαίνεις τόσο τήν ἀσχήμια τῆς νύφης!»*.
Αὐτός λοιπόν ὁ τόσο παράδοξος γάμος καί ἀσύλληπτος γιά τόν ἀνθρώπινο νοῦ τελέστηκε στόν ἀχειροποίητο ναό τῶν σπλάγχνων τῆς παρθένου Μαρίας. Γι’ αὐτό τήν ὑμνοῦμε καί τήν μακαρίζουμε. Διότι ἄν καί κοινός ἄνθρωπος ἀξιώθηκε νά δεχτεῖ στήν μήτρα της τόν Θεό καί νά τόν ντύσει μέ σάρκα καί αἷμα. Ἔτσι «ἁρμόζει» τούς πιστούς μέ τόν Κύριο. Ὅσοι μετέχουμε στήν Ἐκκλησία καί ἀποτελοῦμε τό σῶμα καί τήν νύμφη τοῦ Χριστοῦ, ἀπολαμβάνουμε αὐτή τήν χάρη λόγῳ τῆς παναγίας Μητέρας Του. Πῶς ἀλλιῶς θά Τόν ἀγγίζαμε, πῶς θά Τόν κοινωνούσαμε, ἄν δέν γινόταν ἄνθρωπος ὅπως ἐμεῖς;
Εἶχε βέβαια ἡ Παρθένος κάτι πού τήν ἔκανε ξεχωριστή ὄχι μόνο ἀνάμεσα στίς γυναῖκες τῆς ἐποχῆς της ἀλλά καί ὅλων τῶν αἰώνων. Ποιό; Τήν ἀρετή της. Αὐτή εἵλκυσε τήν εὐλογία τοῦ Κυρίου καί ἔγινε ἡ Μαρία ἡ «κεχαριτωμένη» (Λκ 1,28). Αὐτή ὀφείλουμε νά μιμηθοῦμε ὅλοι οἱ πιστοί γιά νά γεννήσουμε τόν Χριστό ὄχι ἀσφαλῶς μέ τόν τρόπο πού τόν γέννησε ἡ Παρθένος, ἀλλά πνευματικά, στήν μήτρα τῆς καρδιᾶς μας. Ἡ πιστή καρδιά, ὅπως λέει ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος, ὀφείλει νά εἶναι γόνιμη γιά τόν Θεό -νά τό προσέξουμε αὐτό. Ἡ στειρότητά της δέν ταιριάζει στούς Χριστιανούς.
Εὐάγγελος Ἀλ. Δάκας