Ὅταν τρέφεις τά μάτια σου μέ σκοτάδι, ὅταν τ’ ἀνοίγεις συνέχεια στή νύχτα
καί ἀρνεῖσαι νά γευθοῦν τή χαρά τῆς μέρας,
πῶς προσδοκᾶς ν’ ἀγαποῦν καί νά χαίρονται τό φῶς;
Πονοῦν, ὑποφέρουν ὅταν ἀντικρύζουν τό φῶς.
Θολώνουν καί στίς πρωινές ἀκόμη ἀκτίνες τοῦ ἥλιου.
Εἶναι ὀδύνη τό φῶς στά μάτια πού ἔμαθαν γιά φῶς τους τό σκοτάδι, τό ξέρεις...
Ὅπως ξέρεις καλά ὅτι ὀδύνη στά ἴδια μάτια εἶναι καί ἡ ἀλήθεια.
Λές ὅτι σέ θέλγει ἡ ἀλήθεια, πώς τήν ποθεῖς ἀθεράπευτα·
κι ὅμως τήν ψάχνεις μονότροπα στούς δρόμους τοῦ μυαλοῦ σου,
τοῦ στοχασμοῦ.
Πασχίζεις νά τή χωρέσεις στόν νοῦ σου καί καυχᾶσαι ὅτι τό μπορεῖς.
Ἀλαζονεύεσαι ὅτι βλέπεις ὁλοκάθαρα, ὀξύτατα,
κι ἀρχίζεις νά κόβεις καί νά ράβεις τήν ἀγαπημένη σου ἀλήθεια
στά μέτρα πού ὁρίζεις ἐσύ ὁ ἴδιος...
Ὀνομάζεις «ἀλήθεια» τήν ἐμπειρία σου
κι ὅμως παραδίνεσαι ἀνήμπορος στήν ἀπάτη τῶν σεσοφισμένων μύθων.
Τή χτίζεις στή λογική τῆς γνώσης, τῆς θεωρίας, ὅπως αὐτάρεσκα λές,
γιά νά τήν γκρεμίσεις μέ μοχλό τόν παραλογισμό τῆς πράξης.
Οἱ ρήτορές σου ψεύδονται ἀσύστολα καί σύ τούς στεφανώνεις
μέ χειροκροτήματα καί ἰαχές θριάμβου.
Κηρύττεις μέ πάθος τήν εὐφροσύνη τῆς εἰρήνης,
καί τήν ἴδια στιγμή ὀργανώνεις τή φρίκη τοῦ πολέμου.
Ξεσκεπάζεις τό τραῦμα τοῦ διπλανοῦ σου καί σαρκάζεις,
καί κραυγάζεις «Ἰδού ἡ ἀλήθεια!»,
κι ἀγνοεῖς τό καταπληγωμένο καί αἱμόφυρτο σῶμα σου...
Συγχώρα με, ὅμως αὐτό πού ἀπομένει δέν εἶναι ἡ ἀλήθεια πού πόθησες,
ἀλλά τό ἐγώ σου ἀτόφιο·
ὁ ἑαυτός σου, πού σήμερα πατάει ἐδῶ γιά νά σταθεῖ,
κι αὔριο ἐκεῖ, ἑτοιμόρροπος,
πού τώρα λέει αὐτό κι ὕστερα ἀλλάζει χίλιες γνῶμες,
πού παριστάνει μέ τέχνη πολλή τό ἄσπρο μαῦρο καί τό μαῦρο ἄσπρο,
πού ἄλλοτε ψηλώνει ἀπότομα κι ἄλλοτε, τίς πιό πολλές φορές,
γκρεμίζεται στό χάος καί στό τίποτε...
Ὁ ἑαυτός σου εἶναι ἡ «ἀλήθεια» πού πιστεύεις.
Ὁ φτωχός καί ἄστατος καί ψεύτικος.
Λές ὅτι βλέπεις, ὅμως εἶσαι τυφλός,
κι ἄν μπορεῖς κάτι νά δεῖς, τό κοιτάζεις κι αὐτό
μέσ᾽ ἀπ’ τούς παραμορφωτικούς καθρέφτες σου...
Νά ᾽βλεπες τά χέρια πού σοῦ προτείνουν διστακτικά μά ὁλόκαρδα
τό φάρμακο τό λυτρωτικό γιά τήν ἀρρώστια σου!...
Ἔχεις ἀνάγκη τό φάρμακο αὐτό, κι ἄς εἶναι πικρό.
Ἅπλωσέ το στίς πληγές σου καί μή φοβᾶσαι.
Νά χαίρεσαι· ὅτι, κι ἄν στήν ἀρχή σοῦ φαίνεται
πώς σοῦ προσθέτει πόνο στόν πόνο καί δάκρυ στό κλάμα σου,
ὁ καρπός του εἶναι ὁ πιό γλυκός· ἡ λαμπρότητα τοῦ φωτός πού στερήθηκες,
ἡ ἡμέρα στή νύχτα σου!...
Κι ὅπως κάποτε στή Δαμασκό, θά πέσουν σάν λέπια ἀπ’ τά μάτια σου
οἱ σκιές τῆς ἀλήθειας.
Τά χέρια πού σοῦ τό προσφέρουν τό παρασκεύασαν γιά σένα ἀποκλειστικά.
Φτιάχτηκε μ’ εὐθύτητα πολλή, γιά νά θεραπεύει τή σύγχυση,
σεβασμό, πού ἀφήνει ἀνέγγιχτη τή συνείδησή σου,
ταπεινοσύνη, ἀντίδοτο στήν παραφροσύνη τῆς δύναμης,
καί πραότητα, θεμέλιο τῆς ἁρμονίας.
Μά πάνω ἀπ’ ὅλα φτιάχτηκε μ’ ἀγάπη θεϊκή, ἀνέκφραστη.
Γιατί, κι ἄν δέν τό βλέπεις ἀκόμη, τό ψηλαφεῖς ὅμως, τό νιώθεις·
τά χέρια πού ἁπλώνονται μπροστά σου εἶναι τρυπημένα.
Παραδόθηκαν στόν ἀτιμωτικό θάνατο τοῦ σταυροῦ γιά σένα ἀποκλειστικά,
γιά νά στάξουν ματωμένα στά τυφλά σου μάτια τήν ἀλήθεια.
Γιατί ἡ πιό μεγάλη ἀλήθεια, ἡ μία, ἡ ἁπλή καί ἀκέραια,
πού δεσπόζει στά ὁρατά καί στά ἀόρατα,
στά πλάτη καί στά μήκη, στά βάθη καί στά ὕψη τοῦ κόσμου,
εἶναι ὁ Χριστός, «ἡ ὁδός», «ἡ ζωή», «τό φῶς», «ὁ ἄρτος», «ἡ ἐλπίς»
καί τά πάντα. Ὁ Χριστός!
Ἄν ἁπλώσεις τά χέρια σου στά χέρια Του στό ὄνομα τῆς ἀλήθειας,
θά σπάσει τούς καθρέφτες τῆς φυλακῆς σου καί τά σίδερα
καί θά τά δεῖς ὅλα ἀπό τήν ἀρχή, φωτεινά καί ἀφτιασίδωτα.
Κι ὅλες τίς καταιγίδες τῆς κακίας καί τίς θύελλες
πού τό ἐγώ σου μάταια προσπαθεῖ νά τιθασεύσει,
καί τούς ὠκεανούς τῆς αὐταπάτης
πού ἀνοίγουν φοβεροί γιά νά σέ πνίξουν
θά καταπαύσει μ’ ἕνα νεῦμα Του.
Καί θά χαράξει μπροστά σου κρυστάλλινους κι ἐλεύθερους
τούς ὁρίζοντες τῆς ἀτελεύτητης ζωῆς
καί τῆς ἀνάστασης!...
Ἀπόδοση: Ἰωάννης