Μέσα Ὀκτωβρίου 1931… Μ’ ὅλες τίς μνῆμες νωπές νά βαραίνουν στούς ὤμους του ξεκίνησε ὁ ἀρχιμανδρίτης Ἀμβρόσιος Σουμελιώτης γιά τόν τόπο ὅπου πόθησε ἡ ψυχή του νά μονάσει ὥς τήν τελευταία του πνοή κάτω ἀπό τή σκέπη καί τήν προστασία τῆς γλυκειᾶς μάνας Παναγιᾶς στοῦ Μελᾶ τό βουνό… Δέν πέρασε οὔτε μία δεκαετία ἀπό ἐκεῖνες τίς φριχτές μέρες τοῦ ξεριζωμοῦ ἀπό τήν πατρική γῆ.
Μετά τό 1923 ἡ Μονή τῆς Παναγίας Σουμελᾶ ἔπεσε πλέον στά χέρια ἄγριων ἰσλαμιστῶν. Λεηλάτησαν οἱ Τοῦρκοι, ἅρπαξαν οἱ χρυσοθῆρες χρυσά ἄμφια καί ἱερά σκεύη, κατέστρεψαν ἅγιες εἰκόνες καί πολύτιμα χειρόγραφα πού αἰῶνες φυλάσσονταν στή βιβλιοθήκη τῆς μονῆς. Ὅμως οἱ μοναχοί, πού ἔνιωθαν ἀπό καιρό τόν κίνδυνο νά πλησιάζει, προέβλεψαν καί πρόφτασαν νά ἀσφαλίσουν τήν ἁγία εἰκόνα.
Θυμᾶται ὁ ταλαιπωρημένος καλόγερος πώς πρίν τή βίαιη ἐκδίωξη ἀπό τή Βίγλα τοῦ Μελᾶ, ἀπό τῆς θαυματουργῆς Παναγιᾶς τό σπιτικό, ἔσπευσαν νά κρύψουν τήν Κυρία τῆς Μονῆς σ’ ἕνα λοφίσκο λίγο πιό πέρα, στό Μετόχι τῆς ἁγίας Βαρβάρας.
Πλησιάζει τώρα σ’ ἐκείνη τήν κρύπτη μέ μάτια βουρκωμένα. Μέ χέρια τρεμάμενα ξεθάβει τόν μεγάλο θησαυρό. Ναί! Ὡς ἐκ θαύματος εἶναι ἐκεῖ. Διασώζεται ἀπό τίς βέβηλες ἁρπαγές. Τήν ἀσφάλισε ὁ Θεός ἀπό τήν καταστροφική μανία τῶν Τούρκων γιά νά τήν ξαναχαρίσει στόν ἀλύτρωτο Ἑλληνισμό.
Ὁ σεβάσμιος καλόγερος παίρνει στήν ἀγκαλιά του τήν ἁγία εἰκόνα τῆς Παναγίας Σουμελᾶ καί τήν καταφιλᾶ. Πόσες προσευχές καί ὕμνοι δέν ἀναπέμφθηκαν ἐνώπιόν της πρός τόν οὐράνιο Πατέρα… Μπορεῖ τό μοναστήρι νά ἐρήμωσε, οἱ πιστοί νά ἀποχωρίστηκαν τό ἀγαπημένο τους προσκύνημα, μά ἡ εἰκόνα τῆς Σουμελιώτισσας ἦταν πάντοτε χαραγμένη στίς καρδιές τῶν Ποντίων. Χιλιάδες τά ἀναθήματα μπροστά στό εἰκόνισμα νά μαρτυροῦν τά πολλαπλά της θαύματα.
Στίς 9 Νοεμβρίου 1931 ἡ μάνα Παναγιά ἀκολουθεῖ τά πονεμένα της παιδιά στόν δρόμο τῆς προσφυγιᾶς. Ὅλα τά τιμαλφῆ παραδίδονται στόν ἀποκρισάριο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου Χρύσανθο Φιλιππίδη, τόν μετέπειτα Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν, κι αὐτός μέ τή σειρά του τά παραδίδει στό Βυζαντινό Μουσεῖο. Ἔτσι, ἡ Παναγία Σουμελᾶ, πού ἀρχικά εἶχε βρεθεῖ στήν Ἀθήνα, ξαναγίνεται τώρα Ἀθηνιώτισσα.
Ὅμως οἱ καρδιές τῶν πιστῶν δέν μποροῦν νά ἡσυχάσουν. Ὁ τόπος τῆς Παναγιᾶς δέν εἶναι οἱ προθῆκες τοῦ Μουσείου, ἀλλά τό μοναστήρι… Πρόσφυγες πιά οἱ παπποῦδες μας στήν ἐλεύθερη Ἑλλάδα, τήν ἐπικαλοῦνται καθημερινά μέ εὐλάβεια μά καί βαθύ καημό. Ζητοῦν τή χάρη της κι ἄς μήν τήν ἔχουν σέ ναό. Ἔτσι πέρασαν λίγα χρόνια… Οἱ καρδιές τῶν ἁπανταχοῦ Ποντίων μά καί ὅλων τῶν πιστῶν λαχταροῦσαν πάντα κρυφά καί φανερά νά ζωντανέψει στήν Ἑλλάδα τό φίλτατο μοναστήρι.
Μία ταπεινή γριούλα, μία εὐλαβέστατη ποντιακή ψυχή, πρόσφυγας στήν Καλαμαριά Θεσσαλονίκης κλαίει μέ παράπονο: «Ὅλον ὁ κόσμον ἔχ’ Παναΐαν καί μοναχά ἐμεῖς εἴμεσ’ ὀρφανοί». Ζητᾶ ἀπό τόν εὐσεβῆ Τραπεζούντιο Φίλωνα Κτενίδη νά χτίσουν μοναστήρι, νά προλάβει πρίν πεθάνει νά ἐναποθέσει στήν Παναγιά ἕνα ἀφιέρωμα πού εἶχε φέρει ἀπό τόν Πόντο.
Καί νά πού οἱ καυτές προσευχές τῶν ξεριζωμένων Ἑλλήνων εἰσακούστηκαν. Δραστήριοι Πόντιοι ἀγωνίζονται μέ πρωτεργάτες τά μέλη τοῦ σωματείου «Παναγία Σουμελᾶ» Θεσσαλονίκης.
Διενεργοῦνται ἔρανοι, συγκεντρώνονται χρήματα κι ἐντοπίζεται τό «νέο ὄρος Μελά». Θά εἶναι τό Βέρμιο τῆς Ἠμαθίας. Ἦρθε ἡ ὥρα ἡ Παναγία Σουμελιώτισσα, ἀπό Ἀθηνιώτισσα νά γίνει τώρα καί Βερμιώτισσα. Ἡ κοινότητα Καστανιᾶς παραχωρεῖ 500 στρέμματα κι ἀρχίζει τό 1951 ἡ ἀνέγερση τοῦ μικροῦ ναοῦ.
Ὑλοποιεῖται ἐπιτέλους ἡ Μεγάλη Ἰδέα τῶν Ποντίων. Στή νέα πατρίδα φροντίζουν ὄχι ἁπλῶς νά χτίσουν ἕνα μοναστήρι, ἀλλά νά ἀνεγερθεῖ ἕνα ἱερό πανελλήνιο προσκύνημα πού θά ἀποτελεῖ στούς αἰῶνες σύμβολο καί φάρο, πού θά θυμίζει καί στίς ἑπόμενες γενιές ἀπό ἐδῶ τό ἐκεῖ.
Δεκαπενταύγουστος 1952. Ρίγη συγκίνησης στά θυρανοίξια τοῦ Ναοῦ. Οἱ πιστοί ὑποδέχονται τήν ὑπέρμαχο Παναγία μέ τιμές ἀρχηγοῦ κράτους. Σπεύδουν νά ἐνθρονίσουν τήν ἁγία εἰκόνα στόν νέο της θρόνο.
Ἀπό τότε καί μέχρι σήμερα κάθε Δεκαπενταύγουστο ἡ περιφορά τῆς θαυματουργῆς εἰκόνας πραγματοποιεῖται μέ βυζαντινή μεγαλοπρέπεια. Χιλιάδες προσκυνητές καταφτάνουν κι ἀκουμποῦν τό δάκρυ τους στήν μεγάλη προσφυγομάνα Παναγιά. Κοντά της οἱ πιστοί θυμοῦνται καί τήν ἀλησμόνητη πατρίδα, καταθέτουν στεφάνι στήν προτομή τοῦ Ἀλέξανδρου Ὑψηλάντη στήν αὐλή της καί γίνεται τό πανηγύρι της συνάμα μέρα μνήμης καί ἱστορικῆς αὐτοσυνειδησίας.
Ἔτσι, μεταφυτεύτηκε τό Ἀκρωτήρι τῆς Ἐλπίδας τοῦ Πόντου στή μακεδονική γῆ. Ἡ Παναγία Σουμελᾶ παραμένει ἡ τροφός καί φρουρός τῶν ὀνείρων καί τῶν μύχιων πόθων τῶν Ἑλλήνων. Ἡ Κυρία Θεοτόκος εἶναι αὐτή πού ἔδωσε δύναμη στόν ὑπόδουλο καί μαρτυρικό ποντιακό λαό, γιά νά κρατήσει τήν πίστη, τήν ἐθνική συνείδηση, καί τίς ἀξίες τοῦ γένους μας.
Γλυκειά μας Παναγία, ἐσύ πού ἔγινες προσφυγομάνα μαζί μέ τά παιδιά σου, μεῖνε παντοτινή μας σκέπη καί προστασία.
Ἀγγελική Τσιραμπίδου