Οἱ ἐνορχηστρωμένες ἐπιθέσεις κατά τῆς Ἐκκλησίας πληθαίνουν σύν τῷ χρόνῳ. Ξεκινοῦν προσβάλλοντας τή χιλιόχρονη αὐτοκρατορία τῆς ρωμιοσύνης, ἡ ὁποία χαρακτηρίζεται σκοταδιστική, ὅπως ἀκριβῶς τή θέλουν οἱ ἄσπονδοι «φίλοι» μας τῆς Δύσης. Ἀκολουθεῖ ἡ ἄμετρη λασπολογία κατά τῆς Ἐκκλησίας γιά τή στάση της κατά τήν Τουρκοκρατία. Ὁλοκληρώνεται δέ ἡ ἐπίθεση μέ τήν ἀμφισβήτηση τῆς προσφορᾶς της κατά τούς πρόσφατους ἀγῶνες τοῦ ἔθνους.
Κατ’ ἀρχήν ἐπισημαίνουμε ὅτι οἱ ἐμπαθεῖς πολέμιοι τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί τοῦ ἔθνους, οἱ ἀρρωστημένοι διεθνιστές ποικίλων ἀποχρώσεων ταυτίζουν ἐμμανῶς τήν Ἐκκλησία μέ τά πρόσωπα, μέλη τοῦ σώματός της, ἰδίως τούς κληρικούς. Ἑρμηνεύοντας ὑλιστικά τήν ἱστορία, θεωροῦν τήν Ἐκκλησία ὡς ἐνδοκοσμικό ὀργανισμό, εἶδος συλλόγου ἤ σωματείου.
Ἐκκλησία ὅμως εἶναι κλῆρος καί λαός μαζί. Ποτέ στήν παράδοσή μας ἡ Ἐκκλησία δέν πορεύτηκε ἐρήμην τοῦ λαοῦ στή μακρόχρονη ἱστορία της. Προσοχή: ἡ Ἐκκλησία• ὄχι κάποια πρόσωπα, λιγότεροι ἤ περισσότεροι κατά καιρούς κληρικοί. Ποτέ ἡ Ἐκκλησία δέν θεσμοθέτησε κάτι σέ βάρος τοῦ πληρώματός της, πού εἶναι ὁ ὀρθόδοξος λαός.
Τό ἔπος τοῦ 1940 εἶναι τό προτελευταῖο σύγχρονο ἔπος μέ τελευταῖο τό κυπριακό, τό 1955, γιά τήν ἀποτίναξη τοῦ βρετανικοῦ ζυγοῦ. Κατ’ αὐτό σύσσωμος ὁ ἑλληνικός λαός στρατεύτηκε, γιά νά ἀντικρούσει τόν ἐπίδοξο εἰσβολέα. Μάνες, σύζυγοι, ἀδελφές ξεπροβοδοῦσαν τούς λεβέντες μέ σταυροκοπήματα, μέ τήν προσφορά ἑνός μικροῦ σταυροῦ ἤ μίας εἰκονίτσας. Καί ἄρχισαν οἱ καθημερινές Παρακλήσεις στήν Παναγία, ὅπως μαρτυρεῖ στό ὑπέροχο τραγούδι της ἡ Σοφία Βέμπο: «Στή γλυκειά Παναγιά προσευχόμαστε ὅλες»! Πόσοι ἦσαν τότε ἀνάμεσα στόν λαό μας πού «σνόμπαραν» τήν πίστη τῶν ἁπλοϊκῶν καί «ἀφελῶν»; Ὁ δυτικός «διαφωτισμός» τοῦ ἄπλετου σκότους δέν εἶχε ἀκόμη ἐπιδράσει ἐπί τοῦ λαοῦ μας, πού ἦταν στερεά προσηλωμένος στήν πατροπαράδοτη πίστη. Γι’ αὐτό καί οἱ διανοούμενοι συντάσσονταν μέ τήν πίστη αὐτή.
Ἔγραφε ὁ Τίμος Μωραϊτίνης σέ χρονογράφημά του στήν ἐφημερίδα «Ἔθνος» (τήν τότε, ὄχι τή σημερινή!): «Ἡ Παναγία ἐτέθη ἐπί κεφαλῆς τοῦ Στρατοῦ μας καί τόν ὁδηγεῖ εἰς τήν Νίκην. Ἕνας ὕμνος μυριόστομος ἀνεβαίνει πρός τόν ὁλογάλανον ἑλληνικόν οὐρανόν: “Τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ τά νικητήρια”. Ἕνας λαός γονυκλινής προσεύχεται καί ἕνας στρατός προχωρεῖ. Ἡ κανδήλα καίει πρό τῆς εἰκόνος τῆς Ἁγίας Παρθένου καί ὑποκύανα νέφη λιβανωτοῦ ἀνεβαίνουν πρός τόν οὐράνιον θόλον, ἐνῶ τά χείλη ψιθυρίζουν τό ἅγιον ὄνομά της. Ἔτσι ἠγωνίσθη πάντοτε ἡ Ἑλλάς. Μέ τήν βαθείαν καί ἀκλόνητον πίστιν πρός τόν Θε- όν, μέ τήν μεγάλην, τήν αἰωνίαν ἀγάπην πρός τήν Πατρίδα. Καί ἐνίκησε». Στό ἴδιο πνεῦμα ἔγραψαν καί ἄλλοι χρονικογράφοι καί ἐκφωνήθηκαν πανηγυρικοί λόγοι στήν Ἀκαδημία Ἀθηνῶν καί ἀλλοῦ. Ἀκόμη καί ὁ Σικελιανός ὑποτάχθηκε στό πανίσχυρο λαϊκό αἴσθημα καί ἔγραψε τόν «Ὕμνο στήν Παναγία»! Τή βοήθειά της μαρτυρεῖ μέ λυγμούς μπροστά στή μηχανή εἰκονοληψίας ὁ τότε ἀνθυπασπιστής Νικόλαος Γκάτζιαρος, πού τήν ἀντίκρισε. Μαρτυρεῖ ὡς ἀκράδαντη τήν πίστη στή βοήθεια τῆς ὑπερμάχου Στρατηγοῦ τοῦ συνόλου τοῦ στρατοῦ μας ὁ πολεμιστής Ἄγγελος Τερζάκης στό ἔργο του «Ἑλληνική Ἐποποιία».
Ἔγραψαν καί οἱ συντελεστές τοῦ ἔπους, ἁπλοί πολεμιστές οἱ πιό πολλοί. Παραθέτουμε ἀποσπάσματα ἀπό τό πλῆθος τῶν ἀπομνημονευμάτων:
«...Μέσα σ’ αὐτή τή φωτιά τοῦ σιδήρου δέν εἴχαμε οὔτε ἕνα στρατιώτη οὔτε ἕνα ζῶο νεκρό οὔτε καί πληγωμένο. Ζητωκραυγές, σταυροκοπήματα παντοῦ. Ὅλοι ἐμείναμε μέ ἀπορία. Αὐτό εἶναι θαῦμα, εἶπε ἕνας ἀνθυπολοχαγός. Ὁ διοικητής μας στή συγκέντρωση τῶν ἀξιωματικῶν, πού ἐπακολούθησε, ἐδέχθη τήν πρότασή μου νά κάνουμε εὐχαριστήρια θεία Λειτουργία… Συγκεντρωθήκαμε καί ἀποφασίσαμε νά γίνει πρῶτα ἐξομολόγησι καί κατόπιν θεία Λειτουργία καί νά κοινωνήσουμε ὅλοι, γιατί κανείς στόν πόλεμο δέν ξεύρει πότε θά ἔλθη ὁ θάνατος… Πέρασαν 41 χρόνια ἀπό τότε. Δέν τό λησμονῶ. Ἐκεῖνες τίς ἡμέρες περπάτησε ὁ Θεός ἀνάμεσά μας. Τόν ἔνιωσαν οἱ καρδιές ὅλων μας».
«... Ὁ παπάς εἶχε ἔρθει μέ τούς ἄλλους στρατιῶτες καί βλέποντας τόσους σέ ἕνα πολύ στενό χῶρο, γιά νά μήν ἐνοχλήσει κανέναν, προτίμησε νά μείνει ὁλονυχτίς ἔξω ἀπό τό ἐκκλησάκι, χωρίς ἀντίσκηνο. Μόλις τόν βλέπουμε τό πρωί σ’ αὐτήν τήν κατάσταση, σηκωνόμαστε ὅλοι ὀρθοί καί σκύβουμε μπροστά του. Ἐκεῖνος κάνει τόν σταυρό του καί μᾶς καλημερίζει. Ἀνάβει ἕνα κερί καί προσεύχεται μπροστά στήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ γιά τήν εἰρήνη τοῦ κόσμου καί τήν ἀγάπη ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους. Τόν νιώθουμε σάν Χριστό καί τόν βάνουμε γιά πάντα στά κατάβαθα τῆς ψυχῆς μας. Μετά τραβάει μέ μερικούς στρατιῶτες γιά τό χωριό Περιστέρι, χωρίς νά φτάσει ὅμως ποτέ. Μία ἐχθρική βόμβα τόν βρίσκει στό δρόμο καί τόν ρίχνει νεκρό. Ἦταν ὁ πιό ἅγιος παπάς κι ἄνθρωπος πού ἀπάντησα στή στράτα τῆς ζωῆς μου». Ἦταν ὁ ἀρχιμανδρίτης Χρυσόστομος Τσάκωνας (1913-1940) ἀπό τό Δελβινάκι.
«...Μέ τέτοιο κρύο καί τέτοιο καιρό, πού βρέχει συνεχῶς, πῶς νά γίνη ἡ Λειτουργία μέσα στό ἀντίσκηνο; Γονατιστός ἐλειτούργησα ἐπάνω σέ δύο βαλίτσες, πού εἶχα γιά τά ἱερά σκεύη καί τά ἄμφια, ὑπό συνεχῆ βροχή, ἐνῶ οἱ φαντάροι μας ἀπέξω περίμεναν νά κοινωνήσουν, περί τούς 150 ἄνδρες».
Εὐτυχῶς πλεῖστα ὅσα ἔχουν καταγραφεῖ καί εἶναι ἀδύνατο νά τά ἐξαφανίσουν οἱ πολέμιοι τοῦ Χριστοῦ καί τῆς πατρίδας μας. Θά ἔλθει κάποια γενιά, πού θά εἶναι σέ θέση νά κατανοήσει γιατί τότε οἱ Ἕλληνες εἶπαν ΟΧΙ καί γιατί ἐμεῖς σήμερα λέμε ΝΑΙ σέ ὅλα!
Ἀπ. Παπαδημητρίου
"Ἀπολύτρωσις", Ὀκτ. 2017