…καὶ ἔλαμψεν τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ὡς ὁ ἥλιος
τὰ δὲ ἱμάτια αὐτοῦ ἐγένετο λευκὰ ὡς τὸ φῶς…
(Μθ 17,2)
καὶ ὁ ἱματισμὸς αὐτοῦ λευκὸς ἐξαστράπτων
(Λκ 9,29)
Ξέρεις πῶς εἶναι τό λευκό; Τό λευκό-λευκό, τό κατάλευκο;
«Εὔκολο!», λές• νομίζεις ὅτι ξέρεις…
Ὅταν τό ἀγύμναστο μάτι δεῖ μιά ἐπιφάνεια, χωρίς σπίλο ἤ κηλίδα φανερή, «λευκή» τή νομίζει καί στρέφει ἀλλοῦ ν’ ἀντιπαλέψει τούς λεκέδες.
Μόνο ὅταν συγκρίνεις δυό «λευκά» μαζί, τότε μπορεῖς νά πεῖς πιό ἀπ’ τά δυό εἶναι λευκότερο. Ἀλλά καί πάλι σίγουρος δέν εἶσαι, ὅτι τό πιό λευκό εἶναι τό πάλλευκο.
Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τίς ψυχές. Ἄν τή δική σου τήν ἀφήσεις μόνη της μέσα στόν κόσμο πού καθημερινά γλιστρᾶ ἀβίαστα στήν κατηφόρα, καθώς δέν σκοντάφτει σέ κανένα χονδρό ἐμπόδιο, λευκή τή λές, καί σπίλο ἤ κηλίδα δέν διακρίνεις. Μόνο ὅταν τή βάλεις πλάι σέ μιά ἄλλη λευκότερη, τότε τό βλέπεις καθαρά, ὅτι δέν ἦταν ἀρκετά λευκή ἡ δική σου. Βολεύτηκες σέ μία ἀπ’ τίς τόσες ἀποχρώσεις τοῦ ἄσπρου, πού στήν πραγματικότητα, σ’ ἔχει ξεγελάσει, ἔχει κρατήσει κάτι ἀπό γκρί.
Τόν Κύριο τόν προσκύνησαν τελῶνες, πόρνες καί ἁμαρτωλοί, ὅλοι αὐτοί πού θέλησαν νά ἀποπλύνουν τούς κραυγαλέους λεκέδες, ὄχι ὅμως οἱ «δίκαιοι» φαρισαῖοι. Αὐτοί ἀρκέστηκαν στήν ἀμφισβήτηση τῶν γκριζοκίτρινων ἀποχρώσεων.
Ὄχι, μήν πισωπατήσεις κι ἐσύ. Μήν ἀπομακρύνεσαι γιά νά φανεῖς λευκότερος, ὅπως ἐκεῖνοι. Νά τίς κυνηγᾶς τίς λευκές ψυχές. Σέ κάνουν νά σκεφτεῖς τήν ὥρα αὐτή πού θά σταθεῖς, εἴτε τό θές εἴτε ὄχι, πλάι στό ἀληθινά ὁλόλευκο ἱμάτιο τοῦ Κυρίου. Πόσο ἀπελπιστικά γκρίζος θά φαντάξει ὁ δικός σου χιτώνας!
Χωρίς χρονοτριβή σπεῦσε, λοιπόν, τό ἱμάτιό σου νά λευκάνεις. Πῶς νά ἀστράψει ἕνα γκρίζο βρόμικο; Πῶς γίνεται νά μεταμορφωθεῖ σ’ ἀστραφτερό;
Σκύψε, γονάτισε. Πρῶτος ἐσύ βάλε τό δάκρυ. Καί ζήτησε ἀπό τόν Κύριο νά βάλει τό Αἷμα.
Μέ τό δικό σου δάκρυ καί τό δικό Του Αἷμα τό θαμπό σου ἱμάτιο γίνεται νά ντυθεῖ τό ἐξαστράπτον, ὡς τό φῶς, λευκό τῆς Μεταμόρφωσης.
Μαρτινιανή