Τό δρᾶμα τῆς Δράμας

ekpaideutiria Dramas

    Τόν βαρύ ζυγό τῆς βουλγαρικῆς κατοχῆς σηκώνει ἡ Δράμα στόν Α΄ Βαλκανικό πόλεμο τοῦ 1912. Μέ πόνο ψυχῆς παρακολουθεῖ τά ὑποχθόνια σχέδια τῶν Βουλγάρων. Ὁραματίζονται νά τῆς ἀλλάξουν ταυτότητα, νά τήν ἐκβουλγαρίσουν. Μέ μιᾶς ἀρχίζουν ν᾿ ἀλλάζουν τά ὀνόματα τῶν δρόμων της, τῶν κατοίκων της, βάζοντας καταλήξεις σέ -εφ καί -ωφ. Μύριες ὑποσχέσεις τάζουν στούς Δραμινούς. Τούς προσφέρουν ροῦχα, τροφές, πλούσια ἀγαθά, μόνο νά γράψουν τά παιδιά τους σέ βουλγαρικό σχολεῖο. Καί τό πιό ἐξωφρενικό: Νά ὑπογράψουν πώς πάντα ἦταν κρυπτοβούλγαροι!
    Ἀλλ᾿ ὁ Ἕλληνας δέν θαμπώνεται ἀπό τό χρυσάφι τοῦ ξένου. Δέν προδίδει ἀξίες πατροπαράδοτες. Ἡρωικά ἀντιστέκεται. Οἱ μητέρες, μέ τήν ἀγωνία ἔκδηλη στό πρόσωπό τους, κρατοῦν τά τρυφερά τους βλαστάρια ἑρμητικά κλεισμένα μέσα στό σπίτι. Μάταια τά προσμένει ὁ βούλγαρος δάσκαλος στό ἔρημο σχολειό του. Κι ὁ κατακτητής ἀνάβει. Ξεσχίζει τό προσωπεῖο του καί φανερώνει τό ἀληθινό του πρόσωπο. Γίνεται φωτιά καί λάβα. Κάθε σημεῖο τῆς πόλεως μαρτυρεῖ ὅτι ἀπό ἐδῶ πέρασε ὁ βάρβαρος, πού ἀχόρταγα ρήμαζε, ἀτίμαζε γυναῖκες, ἔσφαζε ἱερεῖς. Τά νέα ἐκπαιδευτήρια, πού ἄλλοτε ἀποτελοῦσαν στολίδι τῆς περιοχῆς καί κτίστηκαν μέ ἔξοδα τῆς Ναταλίας Μελᾶ, παρουσιάζουν οἰκτρή εἰκόνα. Πόσοι ἐκεῖ δέν γεύτηκαν στό ἔπακρο τή βαναυσότητα τοῦ ἐχθροῦ καί δέν ἄφησαν τήν τελευταία τους πνοή! Πατέρας τοῦ τραγικοῦ αὐτοῦ ποιμνίου εἶναι ὁ ἐπίσκοπος Ἀγαθάγγελος. Στή μητρόπολή του τρέχουν νά σωθοῦν χίλια γυναικόπαιδα. Δύστυχη Δράμα! Ποιόν νά πρωτοκλάψεις; Κάθε σπιτικό σου ντύνεται στά μαῦρα. Μά ὁ Δραμινός ἀλύγιστος, ψυχωμένος. Καρτερεῖ τήν ὥρα τοῦ λυτρωμοῦ του.
    Ὁ μήνας Ἰούνιος σημαδεύεται ἀπό τόν Β΄ Βαλκανικό πόλεμο, ἀπό τίς σφοδρότατες μάχες στή γραμμή Κιλκίς - Λαχανᾶ (19-21 Ἰουνίου 1913) καί στή Δοϊράνη (22-23 Ἰουνίου 1913). Σκληρή ἡ ἀναμέτρηση Ἑλλήνων καί Βουλγάρων. Ἡττημένη βγαίνει ἀπό τόν πόλεμο ἡ Βουλγαρία. Ἐξανεμίστηκαν πλέον τά ὄνειρά της νά κερδίσει τή Θεσσαλονίκη. Συντρίφτηκαν τά πανοῦργα σχέδιά της νά κυριαρχεῖ στή Μακεδονία καί νά φτιάξει μιά μεγάλη Βουλγαρία. Δέν μπορεῖ νά τό χωνέψει πώς ὅλα πιά εἶναι φροῦδες ἐλπίδες. Πῶς νά σηκώσει τέτοιο ἄδοξο τέλος; Ὅλη της τήν ἀγανάκτηση, τήν ἐκδίκηση ξεβράζει πάνω στούς ἄμαχους Ἕλληνες, καθώς ἐγκαταλείπει μέ ντροπιασμένο τό κεφάλι πόλεις καί χωριά τῆς μακεδονικῆς γῆς.
    Ἔνδοξα κατευθύνεται καί πρός τή Δράμα ὁ ἑλληνικός στρατός στίς 30 Ἰουνίου 1913 μέ ἀρχηγό τόν Ἀρκαδικό Μιχαλόπουλο. Τί κρῖμα ὅμως! Τοῦτο τό γιορτάσι τῆς νίκης, τοῦτο τό παραλήρημα χαρᾶς γιά τά ἐλευθέρια τῆς πόλεως πνίγεται γρήγορα μές στό δάκρυ καί στό πένθος. Ὁ Βούλγαρος ὀπισθοχωρεῖ, ἀφήνοντας πίσω του καί πάλι συντρίμμια. Λαμπαδιάζουν σπίτια, καταστήματα, ἀποθῆκες τροφίμων. Παντοῦ ἀποκαΐδια. Φωνές ἀπελπισμένων γερόντων ἀκούγονται, σάν πέφτουν θύματα τῆς βουλγαρικῆς θηριωδίας. Ἀνατριχιαστική ἡ εἰκόνα πεταμένων ἐμβρύων στούς δρόμους... Πῶς νά μήν τήν ἐρημώσει, πῶς νά μήν ἐκτονώσει ὅλο του τό ἄχτι ὁ ἐχθρός σ᾿ αὐτήν τήν πόλη πού βάσταξε, πού ἔμεινε ἀπροσκύνητη, παρ᾿ ὅλο πού πέρασε ἀπό πάνω της ὁ ὁδοστρωτήρας τῆς βάναυσης βουλγαρικῆς κατοχῆς;
    Στ᾿ ἀλήθεια, τή λευτεριά μας, κατά τόν Μακρυγιάννη, δέν τή βρήκαμε στό δρόμο. Τήν κερδίσαμε μέ ποταμούς δακρύων καί αἱμάτων, μέ θυσίες καί ὁλοκαυτώματα. Ὁ ἥλιος τῆς λευτεριᾶς μας εἶναι ἀκριβά ἀγορασμένος. Κι ἐμεῖς οἱ σύγχρονοι Ἕλληνες, πού ἀνέξοδα λουζόμαστε στό φῶς του, ἄς μήν ἐφησυχάζουμε. Τά ματωμένα χώματα τῶν προγόνων μας ἄς ξυπνοῦν μέσα μας τήν αἴσθηση τοῦ χρέους.


Ἑλληνίς
Ἀπολύτρωσις 62 (2007) 180-181