Πρωτομάρτυρες τῆς ἀγχόνης

 cyprus c dimΜές στόν ἀνθό τῆς νιότης τους τά δύο ὄμορφα λεβεντόκορμα παλληκάρια τῆς Κύπρου μάχονται, ἀπό τόν Ἀπρίλη τοῦ 1955, μαζί μέ τούς τόσους ἄλ­λους ἀ­γω­νι­στές τῆς ΕΟΚΑ (Ἐθνική Ὀρ­γάνωση Κυπρί­ων Ἀγωνιστῶν) κατά τῶν ἄγγλων ἀποι­- κιοκρατῶν-κατακτη­τῶν. Εἶναι ὁ Μι­χαήλ Καραολῆς καί ὁ Ἀνδρέας Δημη­τρί­ου. Πο­νοῦν, γιατί ἡ ἑλληνική καί ὀρ­θόδοξη πα­τρίδα τους, ἡ Κύπρος, εἶναι ἀκό­μη σκλα­βωμένη. Ἀσή­κωτη κι ἡ ἐπαί­σχυντη πράξη πού φου­σκώνει τά νεα­νι­­κά τους στήθη.
 Ἦταν τό 1878 πού ὑ­πο­γράφτηκε ἡ ἄτιμη αὐτή δοσολη­ψία. Οἱ Τοῦρκοι πού­λησαν τήν Κύπρο στούς Ἄγ­γλους. Μά οἱ πα­τρί­δες, οἱ ἄν­θρωποι, τά πατρογονικά χώ­ματα, οἱ τά­φοι τῶν πα­τέρων δέν που­λιοῦνται, δέν κοστο­λο­γοῦνται. Ἀπό τότε σύσσωμο τό νησί τους ὕψωσε φωνή δια­μαρτυρίας. Ἀκα­τάπαυ­στος ὁ ἀγώνας τους γιά λευ­τεριά καί δικαίωση.
 Πολεμᾶ ὁ Μιχαήλ στήν πρώτη γραμ­μή. Κάποια στιγμή οἱ Ἄγγλοι τόν συλ­λαμβάνουν μέ τήν κατηγορία ὅτι σκό­­τωσε τόν ἀστυνομικό Πουλλῆ πού συ­ν­εργαζόταν μέ τούς κατακτητές. Στό δι­καστήριο βροντοφωνάζει τήν ἀλήθεια: «Εἶμαι ἀθῶος».  Ἀδίστακτος ὁ τύραννος τόν καταδικάζει καί τόν ρίχνει στίς κεν­τρικές φυλακές τῆς Λευκωσίας. Ξέρει καλά πώς δέν τόν σκότωσε ὁ Καραολῆς, ἀλλά θέλει νά τόν βασανίσει παρα­δει­γματικά, γιατί κανένα μυστικό τῆς ΕΟΚΑ δέν μπόρεσαν νά τοῦ ἀποσπάσουν. Οἱ Ἄγγλοι τοῦ συμπεριφέρονται ἀπάν­θρω­πα. Ποικίλα τά μαρτύριά του.
 Ὁ βάναυσος κυβερνήτης τῆς μεγα­λονήσου, ὁ Χάρντιγκ, γιά νά ἐκδικηθεῖ τά ἀλύγιστα παλληκάρια τῆς ΕΟΚΑ ἐπι­νοεῖ ἕνα ἀπάνθρωπο μαρτύριο, τήν ἀγ­χόνη. Δέν λογάριαζε ὅμως πώς οἱ εὐ­σεβεῖς αὐτοί νέοι θά τήν ἐξαγίαζαν μέ τήν ὅλη τους στάση καί θά τήν καθιστοῦ­σαν ἱερό σύμβολο θυσίας. Στ’ ἀλήθεια, πόσα σταυρώσιμα τροπάρια καί ἐγκώμια τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς δέν ἀκούστηκαν ἀπό τό φοβερό αὐτό ἰκρίωμα, πού τά ἔ­ψαλ­λαν οἱ μελλοθάνατοι μέ λεβεντιά ψυχῆς, προτοῦ ἡ θηλειά τούς φράξει τόν λαιμό! Νά, τό μυστικό τους ὅπλο. Ἀν­τλοῦσαν θάρρος καί δύναμη ἀπό τό σταυρικό πά­θος τοῦ Χριστοῦ, γι᾽ αὐτό ἦ­ταν ἀλύγιστοι κι ἐχέμυθοι μέχρι νά ἐκ­πνεύσουν.
 Παραμονές τῆς ἐκτέλεσής του γράφει στόν ἀδελφό του ὁ 23χρονος Καραολῆς:
 «Εἶμαι, ἀγαπητέ μου ἀδελφέ, πολύ στε­νοχωρημένος πού θά σέ λυπήσω μέ τά νέα μου, ἀλλά ἀφοῦ ὁ Θεός μοῦ ἐπε­φύ­λαξε τό πικρόν τοῦτο ποτήριον “οὐ μή πί­ω αὐτό;”. Γενηθήτω τό θέλημα τοῦ Παν­τοδυνάμου...
Ἐάν ὁ Παντο­κρά­τωρ Κύριος δέν ματαιώσει τά σχέδιά τους, τό­τε τήν ἐρχομένην Πέμ­πτην, τήν αὐγήν θά ἀνέλθω εἰς τό φονικόν ἰκρίωμα, διά νά ὑποστῶ τό μαρτύριον πού ἀπό τόσους μῆνες δολίως ἐμελέτησαν ἄν­δρες ἄδικοι καί πονηρότατοι παρά πᾶσαν τήν γῆν...».
 Κι ἕνας ἄλλος «κατάδικος», ὁ Ἀν­δρέ­ας Δημητρίου, θά ἐκτελεσθεῖ μαζί του. Ἀπό τό διπλανό κελλί ὁ Κυριακίδης τοῦ ἔλεγε παραπονεμένος: «Σέ ζηλεύω, Ἀν­τρέα, γιατί θά κρεμαστεῖς πρῶτος, ἐνῶ ἐμεῖς θά πυκνώσουμε ἀργότερα τή χο­ρεία τῶν μαρτύρων».
 Παραμονή τοῦ θανάτου του ἔρχονται νά τόν δοῦν συντετριμμένοι οἱ γονεῖς του. Σείονται οἱ φυλακές ἀπό τά ἠχηρά λόγια τοῦ 22χρονου Ἀνδρέα: «Μήν κλαῖ­τε. Πεθαίνω γιά τή λευτεριά τῆς Κύπρου μας! Νά εἶσθε περήφανοι, γιατί πεθαίνω γιά τήν Ἑλλάδα!».
 Ὁ ἱερέας τῶν φυλακῶν π. Ἀντώνιος Ἐρωτοκρίτου ἐπισκέπτεται στά κελλιά τους τόν Καραολῆ καί τόν Δημητρίου. Θαυμάζει τό μεγαλεῖο τῆς ψυχῆς τους, τήν ἠρεμία τους. Τούς ἐξομολογεῖ, τούς μεταδίδει τή μαρτυροπλάστρα τροφή, τή θεία Κοινωνία, καί δακρύβρεχτος τούς ἀγκαλιάζει.
 Μέ τόν Ἐθνικό Ὕμνο τούς κατευ­ο­δώνουν οἱ ἄλλοι κρατούμενοι. Γύρω στίς 3 μετά τά μεσάνυχτα, ξημερώνοντας ἡ 10η Μαΐου 1956, ἀνεβαίνουν στήν ἀγχό­νη καί πε­τοῦν ἁγνές οἱ ψυχές τους γιά τήν αἰω­νι­ότητα. Οἱ τάφοι τους -τά «φυ­λακι­σμένα μνήματα»-, στίς κεντρι­κές φυλακές τῆς Λευκωσίας, γίνηκαν μέχρι σήμερα «κό­σμου προσκυνητάρι».

Ἑλληνίς