Στρατευομένη ἡ Ἐκκλησία ἐπί τῆς γῆς! Κι εἶναι σέ κάθε ἐποχή πολλά τά χέρια πού κράτησαν τή σκυτάλη τοῦ μαρτυρίου καί ἔφτασαν στόν θρίαμβο τοῦ οὐρανοῦ! Στοῦ Ἀπριλίου τό Συναξάρι διαβάζουμε: «Τῇ ΚΓ´ τοῦ αὐτοῦ μηνός, μνήμη τοῦ ἁγίου καὶ ἐνδόξου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου τοῦ Τροπαιοφόρου». Καί ἀκόμη: «Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου νεομάρτυρος Γεωργίου τοῦ Κυπρίου». Ἕνας μεγαλομάρτυρας καί ἕνας νεομάρτυρας. Δύο ἅγιοι πολιτογραφημένοι μέ τό ἴδιο ὄνομα, πού συντάθηκαν στήν ἴδια μαρτυρική στρατιά. Ἡ ἐπίγεια ζωή τους ἀπέχει χρονικά αἰῶνες. Ὁ Κύριος ὅμως μαζί τούς δοξάζει μέσα στό αἰώνιο παρόν του κι ἡ Ἐκκλησία μας μαζί τούς τιμᾶ μέσα στόν ἐτήσιο κύκλο τῶν ἑορτῶν της.
Πατρίδα τοῦ νεομάρτυρα ἡ Κύπρος. Νέος στήν ἡλικία, διακρίνεται γιά τήν ὡραιότητα, τή φρόνηση καί τή σωφροσύνη του. Ἀφοῦ ἀναχώρησε ἀπό τήν πατρίδα του, ἔφτασε στήν Πτολεμαΐδα τῆς Παλαιστίνης, τή σημερινή Ἄκκρα, καί μπῆκε στήν ὑπηρεσία κάποιου εὐρωπαίου προξένου. Ἐκτελώντας τά καθημερινά του καθήκοντα, συνήθιζε νά πηγαίνει στό σπίτι μίας φτωχῆς Τουρκάλας γιά νά ἀγοράζει αὐγά. Κάποιες τουρκάλες γειτόνισσες, βλέποντας ὅτι ὁ Γεώργιος δέν ἀγοράζει κι ἀπό αὐτές, τόν φθόνησαν καί ἔθεσαν σέ ἐφαρμογή ἕνα δόλιο σχέδιο: Μία μέρα πού τόν εἶδαν νά πηγαίνει γιά νά ἀγοράσει αὐγά, ἔτρεξαν, τόν ἔπιασαν καί φώναζαν ὅτι εἶπε πώς θά τουρκέψει καί θά πάρει γυναίκα του τήν κόρη τῆς Τουρκάλας πού τοῦ πουλοῦσε τά αὐγά.
Ἀμέσως πλῆθος Τούρκων συγκεντρώθηκε καί ἁρπάζοντας τόν Γεώργιο τόν ὁδηγοῦν στόν ἱεροδικαστή. Στήν ἐρώτηση ἐκείνου γιά τήν ἀλήθεια τῶν λεγομένων, ὁ Ἅγιος μέ παρρησία ἀπαντᾶ: «Τέτοιο λόγο ποτέ δέν εἶπα οὔτε σκέφτηκα. Χριστιανός γεννήθηκα καί Χριστιανός θέλω νά πεθάνω».
Πόσες καρδιές ἀλύγιστες κατέθεσαν μία τέτοια μαρτυρία! Καί πόσες φορές -ἀμέτρητες- ἐπαναλήφθηκε ἡ ἴδια ἱστορία! Ἀπό τή μιά κολακεῖες καί ὑποσχέσεις, ἀπό τήν ἄλλη φοβέρες καί ἀπειλές. Μά καί στά δύο ἀπαντᾶ μιά πίστη ἀκλόνητη, πού περιφρονεῖ τήν ὑπόσχεση τῆς ἔνδοξης ζωῆς καί ἀψηφᾶ τήν ἀπειλή τοῦ ἀτιμωτικοῦ θανάτου.
Ἡ καταδικαστική ἀπόφαση τοῦ κριτῆ ἔχει ληφθεῖ. Ἦταν Παρασκευή κι οἱ Τοῦρκοι μόλις εἶχαν βγεῖ ἀπό τό τζαμί τους, πού βρισκόταν κοντά στή θάλασσα. Ἐκεῖ ἔξω φέρνουν τόν Γεώργιο δεμένο καί διαβάζουν τήν ἀπόφαση τοῦ θανάτου του. Ὅλοι τόν περιτριγυρίζουν καί σηκώνουν τά πιστόλια τους, ἐπιμένοντας ἀκόμα νά τόν παρακινοῦν μέ κολακεῖες νά τουρκέψει. Ἀλλά τό παλληκάρι τοῦ Χριστοῦ, ἀντί γιά ἄλλη ἀπάντηση, ὑψώνει τά ἁλυσοδεμένα χέρια του καί βιάζει τόν οὐρανό νά χαμηλώσει: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, δέξαι τὸ πνεῦμα μου καὶ ἀξίωσόν με τῆς Βασιλείας σου». Ἀμέσως ἀκούγονται πυροβολισμοί κι ἔπειτα ὁρμοῦν ὅλοι στό μαρτυρικό σῶμα τοῦ Ἁγίου καί τό γεμίζουν μαχαιριές. Μά πρίν χορτάσει ἡ ἀκόρεστη κακία τους, ἐνεργεῖ ὁ Θεός τοῦτο τό θαῦμα: Μπροστά στή χωρίς ὅρια θηριωδία τους, ξεχνᾶ ἡ θάλασσα τά ὅριά της καί ξεσηκώνεται ὁρμητική νά συναντήσει τό λείψανο τοῦ μάρτυρα, πού βρίσκεται σέ ἀρκετή ἀπόσταση ἀπό αὐτήν. Μέ δέος τό ἀγγίζει, μέ σεβασμό τό ξεπλένει καί τά νερά της βάφονται κόκκινα ἀπό τό ἁγιασμένο αἷμα. Τά κύματα θαρρεῖς δέν θέλουν νά ἐπιστρέψουν. Ἀνεβαίνουν μέχρι τούς τοίχους τοῦ τζαμιοῦ ζητώντας νά τό κατακρημνίσουν. Κι οἱ Τοῦρκοι; Τρέμοντας μήν καταποντιστεῖ ὅλη ἡ πόλη, ζητοῦν ἀπό τούς χριστιανούς νά παραλάβουν τό σῶμα τοῦ Ἁγίου, τό ὁποῖο μεταφέρεται στόν ναό καί ἐνταφιάζεται ἐκεῖ. Τότε μόνο εἰρήνευσε ἡ θάλασσα…
Ὁ νεομάρτυς τοῦ Χριστοῦ Γεώργιος στεφανωμένος ἀθλητής μέσα στό φῶς τοῦ παραδείσου! Καί πάνω ἀπό τόν τάφο του ἐπί τρεῖς ὁλόκληρες νύχτες ἕνας πύρινος στύλος ξεχύνει φῶς γλυκύτατο σέ ὅλη τήν πόλη!
1752 μ.Χ. Σκληρή ἡ ἐποχή… Ξένη ἡ πόλη… Ἐχθροί οἱ συνάνθρωποι… Ἄρα, μόνος καί ἐγκαταλελειμμένος; Ὄχι! Γιατί ἐγκατέλειψε τόν ἑαυτό του στά χέρια τοῦ Θεοῦ. Καί τοῦτα τά χέρια ἀναδεικνύουν ἁγίους καί τούς δοξάζουν εἰς αἰῶνας αἰώνων!...
Γρηγόριος