Ξύπνησε μέ ἕνα βάρος ὁ Ἀντρέας. Τό κόκκινο πανί πού ἀνέμιζε ἀπέναντί του μολύνοντας τόν ἀέρα ἔκανε τό βάρος ἀκόμα πιό ἀβάσταχτο.
Πρώτη τοῦ Ἀπρίλη! Ἡ πληγωμένη λευτεριά! Ἡ προδομένη πατρίδα! Ἡ σκλαβωμένη γῆ!
Ἔκανε τόν σταυρό του σάν νά ἤθελε νά ξορκίσει τόν δαίμονα πού ἔβλεπε μπροστά του.
Ἡ Ἡμισέληνος... ἡ εἰσβολή, ἡ προσφυγιά, τό σπίτι του πού δέν γνώρισε ποτέ, τό χωριό του πού μόνο στή φαντασία του ἦταν σκαλισμένο μέ τή σμίλη τοῦ παπποῦ του καί τοῦ πατέρα του.
Νά μποροῦσε νά πάρει τά βουνά ὅπως ὁ Εὐαγόρας! Νά μποροῦσε νά ἀγωνιστεῖ γιά τή λευτεριά τῆς μικρῆς ἀγαπημένης του Κύπρου!
Σήμερα Πρωταπριλιά καί ὅσα ψέματα κι ἄν ἀκουστοῦν, μιά εἶναι γιά τόν Ἀντρέα ἡ ἀλήθεια πού τόν πονάει: ἡ Ἡμισέληνος πού ἀνεμίζει ἀπέναντί του.
Ντύθηκε μέ τά ροῦχα τῆς παρέλασης καί ξεκίνησε γιά τό σχολεῖο. Ὁ Ἀντρέας ἦταν παραστάτης καί θά συναντοῦσε τά ἄλλα παιδιά τῆς Σημαίας γιά νά πᾶνε ὅλοι μαζί στή Δοξολογία. Πόσο ἤθελε νά ἦταν ὁ σημαιοφόρος! Ὄχι γιά λόγους γοήτρου, ὄχι γιά ἐπίδειξη, μά γιά νά μιμηθεῖ τόν ἥρωά του, τόν Πετράκη τόν Γιάλλουρο, πού δεκαοχτάχρονο παλληκάρι τόν σκότωσαν οἱ Ἐγγλέζοι γιατί ἔκανε παρέλαση κρατώντας ψηλά τήν ἑλληνική σημαία.
Ἔφτασε στήν αὐλή τοῦ σχολείου του, δίχως ἐκεῖνο τό βάρος νά ἀφήνει τήν ψυχή του νά ἀνασαίνει ἐλεύθερα.
- Ἄντε, Ἀντρέα, σέ περιμένουμε!
Ἡ φωνή τοῦ γυμναστῆ πρόδιδε τήν ἀνακούφισή του στό ἀντίκρυσμα τοῦ Ἀντρέα.
Κοίταξε τό ρολόι του παραξενεμένος ὁ Ἀντρέας.
- Μά, κύριε, δέν ἄργησα, εἶπε καί χαμήλωσε μέ ντροπή τό κεφάλι πού ἀμέσως δικαιολόγησε τόν ἑαυτό του.
- Ἔχεις δίκιο, παιδί μου, εἶπε ὁ γυμναστής, ὅμως εἶχα ἀγωνία γιατί ὁ Γιώργης τό πρωί μέ εἰδοποίησε ὅτι μπῆκε στό χειρουργεῖο μέ περιτονίτιδα κι ὁ δεύτερος στή βαθμολογία εἶσαι ἐσύ!
Κοίταξε μέ πονηρό βλέμμα τόν καθηγητή του ὁ Ἀντρέας. Ἤξερε ὁ κύριος τί ἀγάπη εἶχε γιά τή σημαία καί σήμερα Πρωταπριλιά σίγουρα τοῦ ἔκανε πλάκα.
- Ἄ, κύριε, δέν μέ γελᾶτε, εἶπε καί πῆγε δίπλα στ᾽ ἄλλα τά παιδιά.
- Μέ ἄκουσες ποτέ, παιδί μου, νά κάνω τέτοιου εἴδους πλάκες; Γιά μένα ἕνα εἶναι τό νόημα τῆς Πρώτης τοῦ Ἀπρίλη καί αὐτό λέγεται Ἐλευθερία! Πάρε τώρα τή σημαία στά χέρια σου καί πρόσεξε νά τήν τιμήσεις!
Γιά πότε βρέθηκε μέ τή σημαία στά χέρια ὁ Ἀντρέας οὔτε πού τό κατάλαβε! Πῶς βρέθηκε ξαφνικά νά εἶναι ὁ σημαιοφόρος τοῦ σχολείου του; Μήν εἶναι ὄνειρο καί νά, σέ λίγο θά ξυπνήσει; Ὅμως, ναί, κρατοῦσε τή σημαία, τήν ἑλληνική σημαία, στά χέρια του καί πήγαινε στήν ἐκκλησία.
Ποιός παλμογράφος μποροῦσε νά καταγράψει τούς χτύπους τῆς καρδιᾶς του! Ποιά δύναμη μποροῦσε νά ξεριζώσει ἀπό μέσα του τήν ἀγάπη γιά τή λευτεριά!
Τελείωσε ἡ Δοξολογία καί οἱ σημαῖες κατευθύνθηκαν πρός τήν ἀφετηρία τῆς παρέλασης. Ὁ Ἀντρέας δέν ἦταν πιά ὁ Ἀντρέας. Ἦταν ὁ Γιάλλουρος, ἦταν ὁ Εὐαγόρας, ἦταν ὁ ἀγωνιστής τῆς Λευτεριᾶς, ἐκεῖνος πού αὔριο θά τόν λευτέρωνε τοῦτο τόν τόπο.
Στά τείχη τῆς Λευκωσίας σταμάτησε γιά μιά στιγμή ὁ Ἀντρέας. Τό κόκκινο σκιάχτρο πού ἀνέμιζε στημένο ἀλαζονικά πάνω στό τεῖχος ἔκανε τόν πόνο του θυμό. Ὁ τοῦρκος στρατιώτης παρακολουθοῦσε ἀπό ψηλά τήν πομπή τῶν σημαιῶν. Τοῦ φάνηκε τοῦ Ἀντρέα ὅτι στά χείλη του εἶχε ἕνα εἰρωνικό χαμόγελο. Στάθηκε ἀπέναντί του καί τόν κοίταξε. Ὄχι, δέν ἦταν κιοτής!
«Προσέξτε, παιδιά, μήν τούς προκαλέσουμε», ἀκούστηκε κάποιος νά λέει. «Περάστε διακριτικά καί μήν τούς κοιτάζετε».
Κάτι σάν ὀργή ἔπνιξε τότε τόν Ἀντρέα καί ἀδιαφορώντας γιά τίς συμβουλές τῶν συνοδῶν τους στάθηκε προκλητικά αὐτή τή φορά ἀπέναντι ἀπό τόν τοῦρκο φρουρό. Κι ἔτσι καθώς ὅλοι οἱ ἄλλοι προχωροῦσαν ἔμεινε ξαφνικά μόνος του νά κοιτάει τόν ἐχθρό του στά μάτια. Ὁ Τοῦρκος γιά μιά στιγμή τά ἔχασε καί ἡ ἀμηχανία του ἔγινε ἀκόμα πιό μεγάλη ὅταν εἶδε τόν νεαρό σημαιοφόρο νά σηκώνει ψηλά τή σημαία του καί νά σχίζει τόν ἀέρα μέ τή φωνή του.
-Λευτεριά στήν Κύπρο μας!
Ἡ ἑλληνική σημαία ἀνέμιζε περήφανη στά ἀντρίκια χέρια τοῦ Ἀντρέα πού κάτω ἀπό τό παλιό τεῖχος ἔπαιζε τή ζωή του κορώνα-γράμματα!
Ὅταν ὁ τοῦρκος στρατιώτης συνῆλθε ἀπό τό ξάφνιασμά του, σήκωσε τό ὅπλο του καί γύρισε τήν κάννη στόν Ἀντρέα.
«Ἐδῶ!», τοῦ φώναξε ἐκεῖνος δυνατά. «Ἐδῶ στήν καρδιά!».
Μέ τό δεξί του χέρι ὁ ἔφηβος κρατοῦσε τή σημαία ψηλά καί μέ τό ἀριστερό του ἔδειχνε τό μέρος τῆς καρδιᾶς του.
«Ἐδῶ χτύπα», ξαναφώναξε, ἔτσι ὅπως τό διδάχτηκε ἀπό τούς ἀγωνιστές τῆς λευτεριᾶς, τούς δεκαπεντάχρονους καί δεκαεξάχρονους ἀκόμα ἥρωες, ἐκείνους πού θαύμασε καί πόθησε νά μιμηθεῖ.
Ὁ τοῦρκος στρατιώτης ἔμεινε ἐμβρόντητος μέ τήν ἀποκοτιά τοῦ μικροῦ καί σήκωσε τήν κάννη πρός τόν οὐρανό καί πυροβόλησε στόν ἀέρα.
Ὅλοι οἱ σημαιοφόροι σταμάτησαν καί γύρισαν κατά κεῖ πού ἀκούστηκε ὁ πυροβολισμός. Εἶδαν τόν Ἀντρέα νά κρατάει ὑψωμένη ἀκόμα τή σημαία καί οἱ καρδιές τους σκίρτησαν. Γύρισαν ὅλοι μεμιᾶς πίσω, ἐκεῖ πού ὁ συμμαθητής τους τούς ἔδειχνε τόν δρόμο. Κι ὕψωσαν ἀγέρωχοι καί τίς δικές τους σημαῖες καί τίς ἀνέμισαν κάτω ἀπό τό ὅπλο τοῦ τούρκου φρουροῦ.
Κανένας ἀπό τούς συνοδούς καθηγητές δέν ἔκανε παρατήρηση στόν Ἀντρέα καί κανένας σημαιοφόρος δέν ἔμεινε ἀμέτοχος στήν ἡρωική ἐνέργειά του. Ἔγινε ξαφνικά τό πρόσωπο τῆς ἡμέρας, ὑψώθηκε στά μάτια ὅλων, μικρῶν καί μεγάλων, σάν ἕνας καινούργιος ἐπικός ἥρωας πού ἐξάγνιζε τόν μολυσμένο ἀπό τό ἀνέμισμα τοῦ κόκκινου πανιοῦ ἀέρα κι ἔκανε τόν ντροπιασμένο ὁρίζοντα πάνω ἀπό τά τείχη τῆς παλιᾶς πόλης νά ξεντύνεται τή ντροπή καί νά γίνεται καί πάλι γαλάζιος!
Γύρισε στό σπίτι του ὁ Ἀντρέας δίχως κανένα πιά βάρος νά τοῦ πλακώνει τό στῆθος.
Σήμερα Πρωταπριλιά ὅλοι ἤξεραν τήν ἀλήθεια, καί Τοῦρκοι καί Ἕλληνες.
Ἀπό τά νέα παιδιά τῆς Κύπρου θά ἔβγαιναν καινούργιοι Εὐαγόρες, καινούργιοι Γιάλλουροι!
Κοίταξε ἄλλη μιά φορά τήν ξένη σημαία καί τοῦ φάνηκε πώς κι ὁ ἀγέρας ἀρνιόταν πιά νά τήν χαϊδέψει καί πώς εἶχε χάσει ὅλη τήν προηγούμενη περηφάνια της!
Ἑλένη Βασιλείου