Τίποτε δέν εἶναι τόσο καθημερινό, τόσο συχνό ὅσο τό νά σχολιάζουμε καί νά κατακρίνουμε τή συμπεριφορά τῶν ἄλλων. Μεταφέρουμε σέ τρίτους λόγια ἤ πράξεις παρουσιάζοντάς τα ὡς ἀληθινά. Εἶναι ὅμως; Πολλές φορές ἀποδεικνύεται ὅτι σφάλματα γιά τά ὁποῖα μιλήσαμε ξεκινώντας ἀπό μία ὑποψία δέν ἦταν ἀληθινά. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακας λέει ἐπιγραμματικά: «Νά μήν κατακρίνεις, ἔστω καί ἄν κάτι τό βλέπεις μέ τά ἴδια σου τά μάτια. Πολλές φορές συμβαίνει νά πέφτουν καί αὐτά σέ πλάνη». Οἱ πατέρες συνιστοῦν εἴτε δοῦμε κάτι κακό μέ τά ἴδια μας τά μάτια εἴτε ἀκούσουμε μέ τά αὐτιά μας νά μήν τό δεχόμαστε. Πολλές φορές οἱ διαλογισμοί, οἱ ἐνθυμήσεις καί οἱ σκέψεις μᾶς ὁδηγοῦν σέ λανθασμένες ἑρμηνεῖες.
Τό Γεροντικό ἀναφέρει τό ἀκόλουθο περιστατικό, πού ἔγινε αἰτία νά γελοιοποιηθεῖ ἕνας ἀδελφός. Κάποτε εἶδε ἕναν ἄλλο ἀδελφό νά ἁμαρτάνει μέ μία γυναίκα. Μετά ἀπό προβληματισμό γιά τό τί ἔπρεπε νά κάνει, πλησίασε, τούς ἔσπρωξε, ὅπως νόμιζε, μέ τό πόδι του καί τούς φώναξε: «Πάψτε, λοιπόν…». Τότε κατάλαβε ὅτι μπροστά του εἶχε μονάχα στάχυα ἀπό σιτάρι.
Ἀκόμη καί ἄν κάτι εἶναι ὅπως τό βλέπουμε, μήπως γνωρίζουμε τί ὤθησε τόν ἀδελφό νά πράξει ἤ νά πεῖ τή συγκεκριμένη κουβέντα, ἀπό ποιά ἐσωτερική πάλη ἐνήργησε ἤ μίλησε ἔτσι, κάτω ἀπό ποιές συνθῆκες; Ἄν γιά τόν ἑαυτό μας κάποτε ἀναρωτιόμαστε γιατί ἐνήργησε ἔτσι καί ὄχι ἀλλιῶς, γιά τόν ἄλλο πῶς βιαζόμαστε νά βγάλουμε τά συμπεράσματά μας; Ἄς εἴμαστε εἰλικρινεῖς. «Ἐξ ἰδίων κρίνουμε τὰ ἀλλότρια». Ὁ τρόπος πού σχολιάζουμε τή συμπεριφορά τῶν ἄλλων ἀποκαλύπτει τόν τρόπο πού σκεφτόμαστε, τό ἐσωτερικό μας εἶναι.
Ἄς πάρουμε ἕναν ἄνθρωπο πού ἕνα βράδυ στέκεται μόνος του σέ κάποιο σημεῖο τοῦ δρόμου. Τόν προσπερνοῦν τρεῖς ἄλλοι. Ὁ ἕνας σκέφτεται γιά τό μοναχικό ἄτομο ὅτι περιμένει κάποιον γιά νά πᾶνε νά ἁμαρτήσουν, ὁ ἄλλος τόν θεωρεῖ κλέφτη καί ὁ τρίτος θεωρεῖ ὅτι περιμένει τόν φίλο του γιά νά πᾶνε μαζί στήν Ἀγρυπνία σέ γειτονική ἐκκλησία. Καί οἱ τρεῖς εἶδαν τόν ἴδιο ἄνθρωπο. Ὁ καθένας, ὅμως, ἑρμήνευσε τό γεγονός μέ τόν δικό του τρόπο. Ἡ κρίση πού διατυπώνουμε φανερώνει τό ποιόν μας· «ἐν ᾧ γὰρ κρίνεις τὸν ἕτερον σεαυτὸν κατακρίνεις» (Ρω 2,1).
Καί γιατί νά τόν κρίνουμε; Ποῦ ξέρουμε τί νιώθει καί τί σκέφτεται; Δέν ἀποκλείεται νά δοῦμε ἕναν ἀδελφό σέ τόπο πού ἐμεῖς κρίνουμε ἁμαρτωλό καί αὐτός στόν τόπο αὐτό νά ἐπικοινωνεῖ μέ τόν Θεό ἤ βλέποντας τό πάθος μέ τό ὁποῖο οἱ ἄλλοι ἐπιδίδονται στήν ἁμαρτία νά νιώθει τύψεις ἤ ἀκόμη καί τή λαχτάρα νά ἀφοσιωθεῖ μέ ὅλο του τό εἶναι στόν Κύριό του πού τόν κατέστησε κληρονόμο τῆς οὐράνιας βασιλείας του. Ἄς μήν ξεχνᾶμε καί τόν ἱεραπόστολο ἐκεῖνο πού σύχναζε σέ νυχτερινά κέντρα μέ μοναδικό σκοπό νά ἁρπάξει ψυχές γιά τόν Χριστό ἀπό τόν τόπο τοῦ διαβόλου.
Ὅμως καί γιά τά κίνητρά μας δέν μποροῦμε νά εἴμαστε ἀπόλυτα σίγουροι. Συχνά, ἀσυναίσθητα ρωτᾶμε τό ἐσωτερικό μας καθρεφτάκι: «Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου, ὑπάρχει κανείς πιό καλός ἀπό μένα;». Καί τότε ὁ φθόνος καί ὁ ἐγωισμός, πού εἶναι καλά κρυμμένα μέσα μας, ἀνοίγουν πόρτες στόν διάβολο, γιά νά μᾶς παρουσιάσει τά ἀρνητικά ἀκόμη καί τοῦ πιό ἅγιου καί τοῦ πιό μεγάλου ἀγωνιστῆ στόν στίβο τῆς πίστης. Ἀγωνιστής εἶναι, δρομέας εἶναι καί θά πέσει καί θά ματώσει. Ὁ Κύριος θά τόν στηρίξει καί θά τοῦ δώσει κουράγιο νά ὀρθοποδήσει καί πάλι γιά νά τρέξει στόν δρόμο πού στή θέωση θά τόν φέρει. Ὅταν κάποτε ὁ Νῶε μέθυσε καί ξεγυμνώθηκε μέσα στό σπίτι του, οἱ γιοί του Σήμ καί Ἰάφεθ πῆραν τό ἱμάτιο τοῦ πατέρα τους καί «συνεκάλυψαν τὴν γύμνωσιν τοῦ πατρὸς αὐτῶν… καὶ τὴν γύμνωσιν αὐτοῦ οὐκ εἶδον…» (Γέ 9,23). Οἱ Πατέρες κάλυπταν, δέν ἀποκάλυπταν τό λάθος τοῦ ἀδελφοῦ. Ἐμεῖς ποιοί εἴμαστε, πού ὄχι μόνο ἀποκαλύπτουμε ἀλλά καί διογκώνουμε τό λάθος τοῦ ἀδελφοῦ;
Βιαζόμαστε νά χαρακτηρίσουμε τόν ἄλλο ὡς ψεύτη, ἅρπαγα ἤ πλεονέκτη καί μέ «τό σπασμένο τηλέφωνο» νά ἀνακοινώσουμε σέ ἄλλους τήν πράξη ἤ τά λόγια του ἀδερφοῦ πού ἀποδοκιμάζουμε. Ἄν τήν ὥρα πού κατακρίνουμε τόν ἄλλο, παρουσιαστεῖ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ καί μᾶς πεῖ: «Κοίτα! Αὐτός πού ἔκρινες, πέθανε. Ποῦ θά τόν βάλεις στήν κόλαση ἤ στόν παράδεισο;», τί θά ἀπαντούσαμε;
Ἡ κρίση καί ἡ δικαίωση ἀνήκουν στόν Θεό, πού γνωρίζει πολύ καλά τόν ἀγώνα πού ἔκανε καί κάνει ὁ κάθε ἀδελφός, τό «αἷμα» πού χύνει καί τά δάκρυα τῆς μετανοίας του. Ἄς μήν ξεχνᾶμε ὅτι ὁ πρῶτος κάτοικος τοῦ παραδείσου ἦταν ληστής καί φονιάς, ἐνῶ ὁ προδότης τοῦ Χριστοῦ μαθητής του. Τό ἔργο τῆς κρίσεως ἀνήκει στόν Κύριο. Ἐμεῖς ἄς κάνουμε μέλημα ἀδιάλειπτης προσευχῆς τό «Κύριε βασιλεῦ, δώρησαί μοι τοῦ ὁρᾶν τὰ ἐμὰ πταίσματα καὶ μὴ κατακρίνειν τὸν ἀδελφὸν μου».
Σ. Τσιάρα-Λιάπτση