Ὁ Κύριος καί νωρίτερα ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος ἄρχισαν τό κήρυγμά τους πρός τόν λαό μέ τό κάλεσμα γιά μετάνοια. Ὁ λόγος τους σάν σφυρί θρυμμάτιζε τίς πετρωμένες καρδιές καί σάν νυστέρι διατρυποῦσε τίς πιό ἐνδόμυχες σκέψεις, γιά νά δημιουργήσει νυγμούς μετανοίας. Ὅσοι μετανοοῦσαν ἀναζητοῦσαν τή λύτρωση• ταπεινωμένοι ζητοῦσαν τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν.
Ἡ συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητος καί ἡ ἐπίγνωση τῆς ἀνεπάρκειας συνιστοῦν τή βασική προϋπόθεση, ὥστε νά ἀποδεχθεῖ ὁ ἄνθρωπος τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ στή ζωή του. Ὅσο βαθύτερα γνωρίζει τόν ἑαυτό του καί συνειδητοποιεῖ τίς ἀδυναμίες του, τόσο ἐντονότερα ἀποζητᾶ τόν Θεό ὡς λυτρωτή.
Τό παράδειγμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τοῦ Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ, τοῦ οἰκιστοῦ τῆς ἐρήμου, ἀκολουθοῦν καί οἱ φωτισμένοι διδάσκαλοι καί πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, δίνοντας στούς λόγους τους μεγάλη βαρύτητα στό θέμα τῆς μετάνοιας.
Συχνές ἀναφορές στή μετάνοια βρίσκουμε σποραδικά στά ἔργα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου. Ὁ ποιμενικός τῆς θεολογίας αὐλός μᾶς δίνει μάλιστα ἐπιγραμματικά τόν ὁρισμό τῆς μετάνοιας: «Τὴν δὲ μετάνοιαν (λέγω εἶναι) πρὸς τὰ κρείσσονα στροφήν» (Ἔπη θεολογικά ΛΔ´). Πολύ εὔστοχα ὀνομάζει τή μετάνοια στροφή τοῦ ἀνθρώπου πρός τό καλύτερο, τό ἀνώτερο, δηλαδή ἀπό τήν ὁδό τῆς ἁμαρτίας πρός τόν Θεό, τήν πηγή κάθε καλοῦ, ὡραίου καί ὑψηλοῦ.
Ἡ δυνατότητα τῆς μετάνοιας ἀποτελεῖ τή δυνατότερη ἔκφραση τοῦ θείου ἐλέους. Ὁ Θεός, γράφει ὁ ἅγιος πατέρας, μοιάζει μέ κάποιον πού τεντώνει τό τόξο του καί τό κρατᾶ τεντωμένο χωρίς νά ρίχνει τό βέλος. Ἀναβάλλει τήν τιμωρία γιά νά δώσει στόν ἄνθρωπο τήν εὐκαιρία νά μετανοήσει. Καί τοῦτο ἀκριβῶς, ἡ ἀναβολή τῆς τιμωρίας, ὁ χρόνος πού δίνεται γιά νά μετανοήσει ὁ ἄνθρωπος, χαρακτηρίζεται ὡς νόμος τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός, δηλαδή, ἐκτός ἀπό τούς ἄλλους νόμους ἔχει θεσπίσει καί αὐτόν τόν εὐεργετικό γιά τόν ἄνθρωπο νόμο. Ὡς φιλόστοργος πατέρας ἀναμένει τήν ἐπιστροφή ἡμῶν τῶν ἀσώτων. Αὐτή ἀκριβῶς ἡ μακροθυμία τοῦ Θεοῦ δέν ἀφήνει τή φιλότιμη ψυχή νά τελματωθεῖ στήν ἀμέλεια καί στήν ἀναβολή, ἀλλά τή διεγείρει σέ ἐγρήγορση καί μετάνοια.
Δέν εἶναι κάτι εὔκολο ἡ μετάνοια. Ἀπαιτεῖ πολλούς στεναγμούς καί δάκρυα. Τό καλύτερο, βέβαια, εἶναι νά μή χρειασθεῖ κανείς δεύτερη κάθαρση, ἀλλά νά σταματήσει στήν πρώτη, δηλαδή στό Βάπτισμα. Ἡ πρώτη κάθαρση εἶναι κοινή σέ ὅλους, ὅπως κοινός εἶναι ὁ ἀέρας, τό φῶς καί ἡ δημιουργία. Εἶναι ἄκοπη. Ἡ δεύτερη κάθαρση εἶναι πιό κοπιαστική. Πόσα δάκρυα θά προσφέρουμε, ρωτᾶ ὁ θεολόγος πατέρας, γιά νά ἐξισωθοῦν μέ τό νερό πού βαπτισθήκαμε;
Ἡ μετάνοια δέν χωράει ἀναβολή, δέν εἶναι παιχνίδι πού ἀναβάλλεται. Ὅσο πιό ἔγκαιρα γίνεται, τόσο βαθύτερη καί εἰλικρινέστερη εἶναι. Ὅσο εἴμαστε κύριοι τῶν ἀποφάσεών μας, ὅσο ἔχουμε τήν ὑγεία τοῦ σώματος καί τῆς διάνοιας, ὅσο ἐξουσιάζουμε τόν ἑαυτό μας, ὅσο μποροῦμε νά χύνουμε δάκρυα μετανοίας, πρέπει νά μετανοοῦμε. Εἶναι ἄλλωστε καί τό ἄδηλο τοῦ θανάτου. Ποιός ἐγγυᾶται ὅτι ὁ θάνατος θά μᾶς περιμένει γιά νά θεραπευθοῦμε καί δέν θά μᾶς βρεῖ νωρίτερα ἡ κρίση τοῦ Θεοῦ;
Τό νά μένουμε ἀμετανόητοι εἶναι σατανικό, «τῆς πονηρᾶς καὶ ἀντικειμένης φύσεως καὶ τῶν ὑπ’ ἐκείνης ἐνεργουμένων», ἐνῶ ἡ ἐπιστροφή τῶν ἁμαρτωλῶν εἶναι χαρακτηριστικό «τῶν ἐπιεικῶν (=τελείων) καὶ τῆς σωζομένης μερίδος».
Ἐξάλλου ὁ Θεός, βεβαιώνει ὁ ἅγιος πατέρας, ὡς φιλάνθρωπος καί ἐλεήμων, ὅταν βλέπει τά δάκρυα, τό πένθος, τή νηστεία, τή συντριβή μας, μεταβάλλει γνώμη καί δέν μᾶς τιμωρεῖ γιά τίς κακίες μας.
Φέρνει ὡς παράδειγμα τούς Νινευΐτες, οἱ ὁποῖοι, ἄν καί ἦταν εἰδωλολάτρες, μετανόησαν μέ τό κήρυγμα τοῦ Ἰωνᾶ καί ἀπέτρεψαν τήν καταστροφή τῆς Νινευή. Λοιπόν, «γενώμεθα Νινευῖται, μή Σοδομῖται», προτρέπει.
«Σῶστε τίς ψυχές σας μέ δάκρυα», σχεδόν παρακαλεῖ ὁ καλός ποιμένας, «σταματῆστε τήν ὀργή τοῦ Θεοῦ μέ τήν “μεταβολὴν” (=διόρθωση) τῶν ἔργων σας. Ἄς βάλουμε νά προσευχηθοῦν νήπια, πού ἀξίζουν τή φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ. Ἄς στήσουμε κοινό πένθος. Ὁ Θεός θά ἀφήσει τήν ὀργή του καί θά μᾶς ἐλεήσει, διότι ἀπό τή φύση του εἶναι ἐλεήμων, ἐνῶ ἡ ὀργή εἶναι ἀντίθετη πρός τή φύση του. Ἄς σπείρουμε μέ τά δάκρυά μας, γιά νά θερίσουμε μέ ἀγαλλίαση».
Ἀ. Κάρπου
Ἀπολύτρωσις, Μάρτ. 2017