«ΧΑΙΡΕ, ΔΙ’ ΗΣ Η ΧΑΡΑ ΕΚΛΑΜΨΕΙ…»

  PANAGIA CΤό πρῶτο «χαῖρε» πού ἀπευθύνουμε οἱ πι­στοί στήν Θεοτόκο κατά τήν Α´ Στάση τοῦ Ἀ­κα­θίστου Ὕμνου μιλάει γιά τήν χαρά: «Χαῖρε, δι’ ἧς ἡ χαρὰ ἐκλάμψει»· καί προσθέτουμε ἀμέ­σως: «Χαῖρε, δι’ ἧς ἡ ἀρὰ ἐκλείψει». Ὁ ἐμπνευ­σμένος ποιητής τοῦ Ὕμνου κάνει ἕνα ὄμορφο καί δι­δα­κτικό λογοπαίγνιο μεταξύ τῶν λέξεων «χαῖρε», «χαρά» καί «ἀρά».
  «Ἀρά» θά πεῖ κατάρα. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος μέ­σα στόν κῆπο τῆς Ἐδέμ ἔπεσε κι ἔγινε δοῦλος τῆς ἁμαρτίας, φορτώθηκε τήν κατάρα, τήν φο­βερή συνέπεια τῆς πτώσης του. Ἡ Γραφή λέει ὅτι ἐκείνη τήν ἡμέρα τόν ἐπισκέφθηκε ὁ Θεός, ὅπως συνήθιζε, καί βλέποντας τήν οἰκτρή κατάστασή του λόγῳ τῆς ἀποστασίας του τοῦ εἶπε ὅτι ἀπό ἐδῶ καί στό ἑξῆς ἡ ζωή του θ’ ἀλλάξει ριζικά. Θά ἐγκαταλείψει τόν παράδεισο τῆς τρυ­φῆς καί θά ζήσει ἔξω ἀπ’ αὐτόν, σ’ ἕνα πολύ ἐχθρικό περιβάλλον. Θά κοπιάσει καί θά πονέσει πολύ καί τό τέλος του θά εἶναι ὁ θάνατος, ἡ ἐκ­μηδένιση, ἡ ἐπιστροφή στό τίποτε ἀπ’ ὅπου προ­ῆλθε. Δέν τόν καταράσθηκε ὁ Κύριος. Ὁ Κύριος ἁπλῶς ἐπισήμανε τί συνεπαγόταν ἡ παράβαση τῆς ἐντολῆς του. Ὁ ἄνθρωπος καταράσθηκε τόν ἑαυτό του. Ἀγνόησε ἐνσυνείδητα τό θεῖο θέλημα μέ ἀποτέλεσμα νά «ἀπολαύσει» τά ἐπίχειρα τῆς πράξης του, πού τά γνώριζε ἐκ τῶν προτέρων. Ὁ Θεός δέν καταρᾶται. Μόνον εὐλογεῖ. Μόνον ἀ­γαπᾶ. Ἀλλά ἀπό τήν ἄλλη πλευρά σέβεται τήν ἐλευθερία μας. Εἶναι σάν νά λέει στόν Ἀδάμ: «Παιδί μου, ἤθελα νά ζήσεις, νά μήν πεθάνεις. Νά μήν ὑποδουλωθεῖς στήν φθορά. Νά εἶσαι γιά πάντα ὁ υἱός μου, ὁ ἀγαπημένος μου. Ἐσύ ὅμως ἀρνήθηκες. Ἐπιδίωξες τήν αὐτοθέωση, τήν χί­μαιρα πού σοῦ πρότεινε ὁ Σατανᾶς. Διέκοψες τόν δεσμό σου μαζί μου, μέ μένα πού εἶμαι ἡ ζωή, καί τώρα ὁδεύεις ἀναπότρεπτα πρός τόν θάνατο. Εἶναι ἡ ἐπιθυμία σου. Τήν σέβομαι» (πρβλ. Ψα 81,6-7).
  Ὅμως ἐπειδή ἀκριβῶς ὁ Θεός ἀγαπᾶ, δέν στέρησε ἀπό τό πλάσμα του τήν ἐλ­πίδα. Ὅταν ἀπευθύνεται στό φίδι, πού ἐκπροσωποῦσε τόν Διάβολο, τοῦ λέει: «Θά βάλω ἔχθρα ἀνάμεσα σέ σένα καί στήν γυναίκα, ἀνάμεσα στό σπέρμα σου καί στό σπέρμα της. Ἕνας ἀπό τούς ἀπο­γόνους της θά σοῦ συντρίψει τό κεφάλι κι ἐσύ θά τόν τσιμπήσεις στήν φτέρνα» (Γέ 3,15). Εἶναι ἡ πρώτη προφητεία πού λέχθηκε γιά τήν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ, τό πρωτευαγγέλιο, ὅπως ὀνομάζεται. Δη­λα­δή: Δέν θά κυριαρχεῖ αἰώνια τό κακό. Θά ’ρθει κάποτε αὐτός πού θά τό συντρίψει. Ὁ Διάβολος θά ἀντιδράσει, ἀλλά μάταια· τό τέλος τῆς ἐξουσίας του θά εἶναι ὁριστικό καί ἀμετάκλητο. Ἔτσι κι ἔγινε. Ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, τό δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἔγινε ἄνθρωπος. Ἀνέλαβε τή θέση μας καί πέθανε γιά μᾶς, ὥστε μέ τήν ἀνάστασή του νά συντρίψει μιά γιά πάντα τό κεφάλι τοῦ ὄφεως.
  Αὐτή εἶναι ἡ χαρά γιά τήν ὁποία μι­λάει ὁ μελωδός. Ἡ ἀληθινή χαρά, ἡ αἰ­ώ­νια. Δέν εἴμαστε πιά δέσμιοι τῆς πτώσης μας. Ὁ Χριστός ἀναστήθηκε ἀπό τούς νε­κρούς καί δίνει καί σέ μᾶς αὐτή τήν δυ­νατότητα. Ἀρκεῖ νά τό θελήσουμε. Ὑπάρχει τίποτε πιό χαρούμενο ἀπό τό γε­γονός αὐτό; Ὁ ἄνθρωπος πού δέν ἐκμε­ταλλεύεται αὐτό τό δῶρο ψάχνει μάταια τήν χαρά. Οἱ χαρούμενες στιγμές στήν ζωή του εἶναι μικρές, σύντομες, ἀναι­μι­κές. Σβήνουν εὔκολα κι ἀφήνουν συνή­θως στό στόμα γεύση πικρή. Αὐτό συμ­- βαίνει διότι καί οἱ πιό ἄδολες χαρές τε­λοῦν ὑπό τήν ἀπειλή τοῦ θανάτου. Οἱ ἄνθρωποι πού δέν συνδέουν τήν ζωή τους μέ τόν ἀναστημένο Χριστό δέν μποροῦν νά ξεφύγουν ἀπό τήν κατά­ρα τοῦ Ἀδάμ. Εἶναι σ’ ὅλη τους τήν ζωή «ἔνοχοι δου­λείας» (Ἑβ 2,15)· τῆς δουλεί­ας στόν θάνατο. Ὅσοι, ἀντίθετα, ἐντάσ­σονται στήν παράταξη τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, νι­κοῦν τόν θάνατο καί ἀπολαμβάνουν «χαρὰν ἀνε­κλάλητον καὶ δεδοξασμένην» (βλ. Α´ Πέ 1,8).
  Καί ἡ χαρά αὐτή ἡ μοναδική ἐξέ­λαμ­ψε ἀπό τά σπλάγχνα τῆς παρθένου Μα­ρίας. Οἱ ἅγιοι πατέρες τονίζουν ὅτι ἡ Μα­ρία ὑπῆρξε ἡ δεύτερη Εὔα πού διόρ­θωσε τό λάθος τῆς πρώτης. Νά γιατί: Ὁ Θεός δίνει στόν πεπτωκότα ἄνθρωπο μιά δεύτερη εὐκαιρία, ἐν Χριστῷ αὐτή τήν φορά, γιά νά ἐπανέλθει στό ἀρχαῖο κάλ­λος του. Κι ὅπως τότε, στήν Ἐδέμ, ἡ Εὔα ἔγινε ἡ ἀπαρχή τῆς πτώσης μας, ἔτσι τώ­ρα μιά ἄλλη γυναίκα γίνεται ἡ ἀπαρχή τῆς σωτηρίας μας. Ἡ Εὔα ὑπάκουσε στήν φωνή τοῦ Σατανᾶ καί ἔπεσε. Ἡ Μαρία ὑπάκουσε στό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί ἀνυψώθηκε στόν οὐρανό. Ἡ Εὔα ὑπῆρξε ἡ μητέρα μιᾶς γενιᾶς πού ἔφερε μέσα της σάν κληρονομική ἀσθένεια τόν θάνατο. Ἡ Θεοτόκος γίνεται ἡ μητέρα τῆς «και­νούργιας κτίσης» (βλ. Β´ Κο 5,17), τῆς νέ­ας ἄφθαρτης ἀνθρωπότητας, τῆς θεαν­- θρώ­πινης. Κι ὅλα αὐτά καί πάλι ἐλεύ­θε­ρα. Ὅταν ὁ ἄγγελος Γαβριήλ τῆς ἀναγ­γέλλει ὅτι θά γίνει ἡ μητέρα τοῦ Κυρίου, δέν φεύγει ἀμέσως. Περιμένει. Περιμένει ν’ ἀκούσει ἀπό τά χείλη της τό «ναί, δέ­χο­μαι». Καί μόνον ὅταν τό ἀκούει ἀπο­χω­ρεῖ. Ὁ Θεός ἐξαρτᾶ τό σχέδιό του ἀπό τήν βούληση ἑνός κοριτσιοῦ! Ἀλλά καί ἡ παρθένος, τί μεγα­λεῖο ψυχῆς!
  Καταπληκτικά πρά­γματα! Ἀνεπινό­ητα! Καί νά σκεφθεῖ κανείς ὅτι ἡ εὐλογία τῆς αἰώνιας καί ἀτε­λεύτητης χαρᾶς χα­ρίσθηκε διά τῆς Παρθένου σέ μᾶς. Οἱ προ­­­φῆτες καί οἱ δί­καιοι τῆς Παλαιᾶς Δια­θή­κης τήν πό­θη­σαν ἀλ­λά δέν τήν γεύθη­καν στόν και­ρό τους (βλ. Α´ Πέ 1,10-12). Ἐνῶ ἐ­μεῖς μποροῦμε νά τήν κρα­τᾶμε, νά τήν ἀ­πο­λαμβάνουμε καί νά συμμετέχου­με στό δεῖ­πνο της. Γι’ αὐτό πρέπει νά προ­σέ­ξου­με. Νά ἐκμε­ταλλευ­θοῦμε τήν εὐκαιρία ὅσο εἶναι καιρός. Νά ἀποδεσμευ­θοῦμε ἀπό τά βαρίδια τοῦ κό­σμου πού προσπαθεῖ νά μᾶς παραπλανή­σει μέ τίς ψευτοχαρές του. Νά ἀνταπο­- ­κρι­θοῦμε στήν πρόσ­κλη­ση τοῦ Κυρίου καί νά μετά­σχουμε στό πα­νη­γύ­ρι τῆς ἀ­ληθινῆς χαρᾶς, ἄμε­σα καί ὁ­λόψυχα.

Εὐάγγελος Ἀλ. Δάκας

Ἀπολύτρωσις, Μάρτιος 2017